Άρθρο του Ανδρέα Ξανθού στην Αυγή
Τώρα η κυβέρνηση «τρέχει και δεν φτάνει». Έστω και καθυστερημένα, οφείλει να αποκαταστήσει το απαραίτητο κλίμα πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η...
αναζωπύρωση της πανδημίας και οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, της απασχόληση και το εισόδημα των ανθρώπων.
Είμαστε σε μια περίοδο παγκόσμιας έξαρσης της πανδημίας από SARS-CoV-2, η οποία σε ένα βαθμό ήταν αναμενόμενη μετά το άνοιγμα της οικονομίας και κυρίως του τουρισμού, αλλά θα μπορούσε να ήταν πιο ελεγχόμενη αν είχαν ληφθεί μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ενιαία υγειονομικά πρωτόκολλα)και αν στη χώρα μας υπήρχε μια πιο σταθερή και αποφασιστική γραμμή υπέρ της Δημόσιας Υγείας, χωρίς παλινωδίες και υποχωρήσεις σε πιέσεις της αγοράς ή εξαιρέσεις λόγω πολιτικού κόστους.
Υπήρξαν πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα κυβερνητικών αντιφάσεων που έπληξαν την αξιοπιστία της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης στη νέα φάση και ενίσχυσαν ένα ρεύμα δυσπιστίας και αμφισβήτησης των μέτρων στην κοινωνία. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στη «χαλάρωση» της συμπεριφοράς των πολιτών, στην αγνόηση των συστάσεων των ειδικών, στις υγειονομικά επισφαλείς μαζικές μετακινήσεις και συναθροίσεις, που είναι η βασική πηγή μετάδοσης του ιού σήμερα.
Τώρα η κυβέρνηση «τρέχει και δεν φτάνει». Έστω και καθυστερημένα, οφείλει να αποκαταστήσει το απαραίτητο κλίμα πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η αναζωπύρωση της πανδημίας και οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, της απασχόληση και το εισόδημα των ανθρώπων.
Οφείλει επίσης η κυβέρνηση να αξιοποιήσει πιο ενεργά την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για να ευαισθητοποιήσει και να πείσει την κοινή γνώμη, διασφαλίζοντας τη συνειδητή συμμόρφωση των πολιτών στα ενδεικνυόμενα μέτρα.
Γιατί η «γραμμή» της ατομικής ευθύνης, της ενοχοποίησης των ανθρώπων, των απειλών, των προστίμων και της επιβολής έχει τα όρια της. Πάνω απ΄ όλα βεβαίως, η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να στηρίξει με μόνιμο και σταθερό τρόπο το ΕΣΥ και τις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και να «θωρακίσει» υγειονομικά τη χώρα.
Αντί γι’ αυτό το καθολικό πλέον κοινωνικό αίτημα, η κυβέρνηση δίνει στη δημοσιότητα το «σχέδιο Πισσαρίδη» για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, στο οποίο στις 122 σελίδες του υπάρχει μόνο μια δισέλιδη αναφορά στην Υγεία (κεφάλαιο 4.9), υποτιμώντας καταφανέστατα τον πολύ σημαντικό αναπτυξιακό και κοινωνικό της ρόλο. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι στο «σχέδιο Πισσαρίδη» δεν υπάρχει ούτε καν ο όρος «δημόσιο σύστημα υγείας» αλλά «σύστημα υγείας» γενικώς ή «εγχώριος κλάδος υγείας».
Αποδεικνύοντας με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έβγαλε κανένα συμπέρασμα από την πρόσφατη πανδημία, συνεχίζει να μην αντιλαμβάνεται και να μην αναγνωρίζει τον μοναδικό και καθοριστικό ρόλο του Δημόσιου Συστήματος Υγείας στην αποτελεσματική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και στην καλή πορεία της χώρας.
Έχει ενδιαφέρον όμως να αναφέρουμε ότι και οι «προτάσεις πολιτικής» του «σχεδίου Πισσαρίδη» δεν έχουν τίποτα το συγκεκριμένο και ουσιαστικό να εισφέρουν στη δημόσια συζήτηση για την αναγκαία αναδιοργάνωση του ΕΣΥ και των υπηρεσιών του.
Οι γενικολογίες για την «ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας και πρόληψης», για «ανάπτυξη ψηφιακού φακέλου ασθενούς», για «αύξηση της αυτονομίας και αξιολόγησης νοσοκομείων», για «εξορθολογισμό της δημόσιας δαπάνης» κλπ, δείχνουν άγνοια της πραγματικότητας αλλά και απαξίωση πολύ σημαντικών θεσμικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί και δρομολογηθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (ΠΦΥ-ΤΟΜΥ, αξιολόγηση-διαπραγμάτευση για την πρόσβαση στα καινοτόμα και ακριβά φάρμακα, κεντρικοποίηση προμηθειών, Ατομικός Ηλεκτρονικός Φάκελος Υγείας, θεραπευτικά πρωτόκολλα στο σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, Δίκτυο Ιατρικής Ακριβείας, Εθνικό Ινστιτούτο Νεοπλασιώνκλπ).
Το μείζον ιδεολογικό πρόβλημα της προσέγγισης του «σχέδιο Πισσαρίδη» για την Υγεία είναι ότι δεν υιοθετεί το στρατηγικό στόχο της καθολικής κάλυψης και της εξάλειψης των ανισοτήτων στην Υγεία, μέσα από την ενδυνάμωση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας και τη μείωση των οικονομικών επιβαρύνσεων των πολιτών.
Γιατί αυτό είναι ένα προοδευτικό όραμα συμβατό με τις αρχές και τα προτάγματα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αλλά σε πλήρη αντίθεση με τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της κυβέρνησης για «λιγότερο Κράτος», για «άνοιγμα του ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα και στις ασφαλιστικές εταιρείες», για ΣΔΙΤ και όχι ανάπτυξη των δημόσιων δομών υγείας.
Την ώρα λοιπόν που η πανδημία «δείχνει τα δόντια της», η νεοφιλελεύθερη λογική της κυβέρνησης δεν ...πτοείται και σχεδιάζει το μέλλον του Συστήματος Υγείας χωρίς να παίρνει υπ’ όψιν της τις προκλήσεις της συγκυρίας.
Αυτό που πραγματικά χρειάζεται το ΕΣΥ και το ανθρώπινο δυναμικό του είναι μια μακροπρόθεσμη επένδυση σε ένα καθολικό, ισότιμο και ποιοτικό Δημόσιο Σύστημα Υγείας, με αναβαθμισμένες και ενισχυμένες δομές που θα παρέχουν εγγυημένη κάλυψη των σύγχρονων αναγκών στους τομείς της πρωτοβάθμιας φροντίδας, της κατ’ οίκον φροντίδας, της νοσοκομειακής περίθαλψης, της αποθεραπείας- αποκατάστασης, της ψυχικής υγείας, της στοματικής υγείας, της εργαστηριακής διάγνωσης, της ειδικής αγωγής, της προστασίας της Δημόσιας Υγείας.
Βεβαίως, η κρίσιμη προϋπόθεση προκειμένου να υπάρξει αυτή η μόνιμου και σταθερού χαρακτήρα ενίσχυση του ΕΣΥ, είναι η σταδιακή σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τις δημόσιες δαπάνες (7% του ΑΕΠ), για την οποία επίσης το «σχέδιο Πισσαρίδη» δεν λέει κουβέντα.
Ακριβώς επειδή έχουμε βγει από τα μνημόνια, επειδή ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα για το 2020ακυρώθηκε, υπάρχει χαλάρωση του δημοσιονομικού συμφώνου της ΕΕ και είναι διαθέσιμοι επιπλέον πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης, έχουμε τη δυνατότητα σήμερα υπερβούμε τα όρια της λιτότητας των προηγούμενων χρόνων και να δρομολογήσουμε με βιώσιμο τρόπο την ενδυνάμωση και ανασυγκρότηση του ΕΣΥ και της Δημόσιας Υγείας στη χώρα...
ΑΥΓΗ
Τώρα η κυβέρνηση «τρέχει και δεν φτάνει». Έστω και καθυστερημένα, οφείλει να αποκαταστήσει το απαραίτητο κλίμα πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η...
αναζωπύρωση της πανδημίας και οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, της απασχόληση και το εισόδημα των ανθρώπων.
Είμαστε σε μια περίοδο παγκόσμιας έξαρσης της πανδημίας από SARS-CoV-2, η οποία σε ένα βαθμό ήταν αναμενόμενη μετά το άνοιγμα της οικονομίας και κυρίως του τουρισμού, αλλά θα μπορούσε να ήταν πιο ελεγχόμενη αν είχαν ληφθεί μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ενιαία υγειονομικά πρωτόκολλα)και αν στη χώρα μας υπήρχε μια πιο σταθερή και αποφασιστική γραμμή υπέρ της Δημόσιας Υγείας, χωρίς παλινωδίες και υποχωρήσεις σε πιέσεις της αγοράς ή εξαιρέσεις λόγω πολιτικού κόστους.
Υπήρξαν πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα κυβερνητικών αντιφάσεων που έπληξαν την αξιοπιστία της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης στη νέα φάση και ενίσχυσαν ένα ρεύμα δυσπιστίας και αμφισβήτησης των μέτρων στην κοινωνία. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στη «χαλάρωση» της συμπεριφοράς των πολιτών, στην αγνόηση των συστάσεων των ειδικών, στις υγειονομικά επισφαλείς μαζικές μετακινήσεις και συναθροίσεις, που είναι η βασική πηγή μετάδοσης του ιού σήμερα.
Τώρα η κυβέρνηση «τρέχει και δεν φτάνει». Έστω και καθυστερημένα, οφείλει να αποκαταστήσει το απαραίτητο κλίμα πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η αναζωπύρωση της πανδημίας και οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, της απασχόληση και το εισόδημα των ανθρώπων.
Οφείλει επίσης η κυβέρνηση να αξιοποιήσει πιο ενεργά την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για να ευαισθητοποιήσει και να πείσει την κοινή γνώμη, διασφαλίζοντας τη συνειδητή συμμόρφωση των πολιτών στα ενδεικνυόμενα μέτρα.
Γιατί η «γραμμή» της ατομικής ευθύνης, της ενοχοποίησης των ανθρώπων, των απειλών, των προστίμων και της επιβολής έχει τα όρια της. Πάνω απ΄ όλα βεβαίως, η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να στηρίξει με μόνιμο και σταθερό τρόπο το ΕΣΥ και τις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας και να «θωρακίσει» υγειονομικά τη χώρα.
Αντί γι’ αυτό το καθολικό πλέον κοινωνικό αίτημα, η κυβέρνηση δίνει στη δημοσιότητα το «σχέδιο Πισσαρίδη» για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, στο οποίο στις 122 σελίδες του υπάρχει μόνο μια δισέλιδη αναφορά στην Υγεία (κεφάλαιο 4.9), υποτιμώντας καταφανέστατα τον πολύ σημαντικό αναπτυξιακό και κοινωνικό της ρόλο. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι στο «σχέδιο Πισσαρίδη» δεν υπάρχει ούτε καν ο όρος «δημόσιο σύστημα υγείας» αλλά «σύστημα υγείας» γενικώς ή «εγχώριος κλάδος υγείας».
Αποδεικνύοντας με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έβγαλε κανένα συμπέρασμα από την πρόσφατη πανδημία, συνεχίζει να μην αντιλαμβάνεται και να μην αναγνωρίζει τον μοναδικό και καθοριστικό ρόλο του Δημόσιου Συστήματος Υγείας στην αποτελεσματική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και στην καλή πορεία της χώρας.
Έχει ενδιαφέρον όμως να αναφέρουμε ότι και οι «προτάσεις πολιτικής» του «σχεδίου Πισσαρίδη» δεν έχουν τίποτα το συγκεκριμένο και ουσιαστικό να εισφέρουν στη δημόσια συζήτηση για την αναγκαία αναδιοργάνωση του ΕΣΥ και των υπηρεσιών του.
Οι γενικολογίες για την «ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας και πρόληψης», για «ανάπτυξη ψηφιακού φακέλου ασθενούς», για «αύξηση της αυτονομίας και αξιολόγησης νοσοκομείων», για «εξορθολογισμό της δημόσιας δαπάνης» κλπ, δείχνουν άγνοια της πραγματικότητας αλλά και απαξίωση πολύ σημαντικών θεσμικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί και δρομολογηθεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (ΠΦΥ-ΤΟΜΥ, αξιολόγηση-διαπραγμάτευση για την πρόσβαση στα καινοτόμα και ακριβά φάρμακα, κεντρικοποίηση προμηθειών, Ατομικός Ηλεκτρονικός Φάκελος Υγείας, θεραπευτικά πρωτόκολλα στο σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, Δίκτυο Ιατρικής Ακριβείας, Εθνικό Ινστιτούτο Νεοπλασιώνκλπ).
Το μείζον ιδεολογικό πρόβλημα της προσέγγισης του «σχέδιο Πισσαρίδη» για την Υγεία είναι ότι δεν υιοθετεί το στρατηγικό στόχο της καθολικής κάλυψης και της εξάλειψης των ανισοτήτων στην Υγεία, μέσα από την ενδυνάμωση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας και τη μείωση των οικονομικών επιβαρύνσεων των πολιτών.
Γιατί αυτό είναι ένα προοδευτικό όραμα συμβατό με τις αρχές και τα προτάγματα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αλλά σε πλήρη αντίθεση με τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της κυβέρνησης για «λιγότερο Κράτος», για «άνοιγμα του ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα και στις ασφαλιστικές εταιρείες», για ΣΔΙΤ και όχι ανάπτυξη των δημόσιων δομών υγείας.
Την ώρα λοιπόν που η πανδημία «δείχνει τα δόντια της», η νεοφιλελεύθερη λογική της κυβέρνησης δεν ...πτοείται και σχεδιάζει το μέλλον του Συστήματος Υγείας χωρίς να παίρνει υπ’ όψιν της τις προκλήσεις της συγκυρίας.
Αυτό που πραγματικά χρειάζεται το ΕΣΥ και το ανθρώπινο δυναμικό του είναι μια μακροπρόθεσμη επένδυση σε ένα καθολικό, ισότιμο και ποιοτικό Δημόσιο Σύστημα Υγείας, με αναβαθμισμένες και ενισχυμένες δομές που θα παρέχουν εγγυημένη κάλυψη των σύγχρονων αναγκών στους τομείς της πρωτοβάθμιας φροντίδας, της κατ’ οίκον φροντίδας, της νοσοκομειακής περίθαλψης, της αποθεραπείας- αποκατάστασης, της ψυχικής υγείας, της στοματικής υγείας, της εργαστηριακής διάγνωσης, της ειδικής αγωγής, της προστασίας της Δημόσιας Υγείας.
Βεβαίως, η κρίσιμη προϋπόθεση προκειμένου να υπάρξει αυτή η μόνιμου και σταθερού χαρακτήρα ενίσχυση του ΕΣΥ, είναι η σταδιακή σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τις δημόσιες δαπάνες (7% του ΑΕΠ), για την οποία επίσης το «σχέδιο Πισσαρίδη» δεν λέει κουβέντα.
Ακριβώς επειδή έχουμε βγει από τα μνημόνια, επειδή ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα για το 2020ακυρώθηκε, υπάρχει χαλάρωση του δημοσιονομικού συμφώνου της ΕΕ και είναι διαθέσιμοι επιπλέον πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης, έχουμε τη δυνατότητα σήμερα υπερβούμε τα όρια της λιτότητας των προηγούμενων χρόνων και να δρομολογήσουμε με βιώσιμο τρόπο την ενδυνάμωση και ανασυγκρότηση του ΕΣΥ και της Δημόσιας Υγείας στη χώρα...
ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου