5.7.20

Διακοπές στα Σούρμενα...

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή θυμάμαι τον συμμαθητή μου τον Μανωλάκη. Ποιος ξέρει ποιο περίεργο σύστημα συνάψεων έχει συνδέσει την ανάμνησή του με καλοκαιρινές θερμοκρασίες και...
 
διακοπές. Ο Μανωλάκης –παιδί πολυμελούς, πάμφτωχης οικογένειας η οποία τη δεκαετία του 1960 έμενε σε ένα αυτοσχέδιο κτίσμα πάνω στο ρέμα που χώριζε ή ένωνε Νέο Κόσμο και Νέα Σμύρνη και σήμερα είναι λεωφόρος, ρέμα που υπήρξε οργιώδης βιότοπος με καλαμιές, βατράχια, φίδια και χελώνες, αγαπημένο τόπο απομακρυσμένου και ριψοκίνδυνου παιχνιδιού– ήταν μεγαλύτερος από μας στο Δημοτικό, έχοντας επαναλάβει κάμποσες τάξεις. Ηταν ψηλός, απίστευτα αδύνατος, με ένα τεράστιο, κακοποιημένο από γουλί ξυρίσματα κεφάλι και τεράστια, πράσινα και μόνιμα απορημένα μάτια.

Απορημένα ακόμη κι όταν η σαδιστική παλάμη του δασκάλου προσγειωνόταν με δύναμη στο μάγουλό του. Γιατί ο Μανωλάκης διάβαζε συλλαβιστά ακόμη και στην Πέμπτη και δυσκολευόταν στην πρόσθεση – για την προπαίδεια δεν το συζητάμε. Καθόμασταν στο ίδιο θρανίο και κάθε χρόνο λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία οι δάσκαλοι έκαναν την καθιερωμένη ερώτηση «Πού θα πάτε διακοπές;». Λίγα παιδιά είχαν στην κυριολεξία αυτή την επιλογή, κάποια πήγαιναν κατασκήνωση, τα περισσότερα σ’ ένα χωριό ή ένα νησί όπου τα περίμεναν θείοι και παππούδες. Αλλά η απάντηση του Μανωλάκη στην ίδια ερώτηση προκαλούσε χλευαστικά χάχανα – και δεν ήταν η μόνη χλεύη που εισέπραττε από τους συμμαθητές ο Μανωλάκης, το μπούλινγκ δεν υπήρχε τότε ως όρος, αλλά ήταν η μόνη κανονικότητα για οποιονδήποτε απέκλινε έστω κι ένα χιλιοστό από τους υπόλοιπους.

«Εσύ, Μανωλάκη, πού θα πας διακοπές;» «Στα Σούρμενα». Γελούσαν τα παιδιά, γελούσε κι ο δάσκαλος, προφανώς γιατί κάποια ψευδαίσθηση ταξικής ανωτερότητας τους έδινε το γεγονός ότι τα Σούρμενα ήταν για κάποιους η μόνη επιλογή διακοπών.

Τα Σούρμενα, πριν μετατραπούν σε ενδιαίτημα μικροαστών που άφησαν το κέντρο για τα νότια, κυνηγώντας τη θέα στη θάλασσα, ήταν συνοικία που έστησαν Πόντιοι πρόσφυγες από το 1925 και μετά, στις παρυφές του Υμηττού όπως κατεβαίνει μέχρι τη Βάρη. Η συνοικία αναπτύχθηκε σταδιακά, στην περιοχή πάνω από το σύνορο της Βουλιαγμένης, που χαράχτηκε πριν από τον πόλεμο. Μόνοι τους οι πρόσφυγες από τα Σούρμενα της Ανατολικής Τραπεζούντας έχτισαν τα σπίτια τους, μόνοι τους έστησαν σχολείο και ό,τι αποτέλεσε τον πυρήνα της συνοικίας που σήμερα είναι το Ελληνικό, με θέα το μεγαλύτερο παραθαλάσσιο οικόπεδο της Ευρώπης. Τους έδιωξαν μια φορά οι Γερμανοί, το 1943, τους έδιωξαν δεύτερη φορά μετά τον εμφύλιο από το κάτω Ελληνικό οι Αμερικανοί, για τις ανάγκες της αμερικανικής βάσης που τους έκοψε την πρόσβαση στη θάλασσα, τουλάχιστον απ’ το κομμάτι της που είχαν στα πόδια τους. Τους στρίμωξε και το αεροδρόμιο που θεμελίωσε ο Καραμανλής και εγκαινίασε η χούντα. Ετσι, οι διακοπές του συμμαθητή μου του Μανωλάκη στα Σούρμενα, που ακόμη και το 1970 ήθελαν ταξίδι σχεδόν μιας ώρας με το λεωφορείο, είχαν κάτι το αστείο. Γιατί, αν κι είχαν τη θάλασσα στα πόδια τους, ήταν τελικά αποκλεισμένα από τη θάλασσα. Επρεπε να πάει κανείς δυτικότερα ή ανατολικότερα, Αλιμο ή Γλυφάδα για να βουτήξει.

Τα Σούρμενα των Ποντίων προσφύγων, της αμερικανικής βάσης, του αεροδρομίου, του Ωνάση, το Ελληνικό της παλιάς Ελλάδας, έπειτα από αλλεπάλληλα κύματα εποικισμών, καταλήψεων, κατεδαφίσεων και ανοικοδομήσεων από κατακτητές, επικυρίαρχους, νεόπλουτους, εκσυγχρονιστές, δέχεται το τελικό πλήγμα.

Πέντε μνημονιακές κυβερνήσεις και μια μεταμνημονιακή συντέλεσαν στο να χαθεί οριστικά η ευκαιρία να αποκτήσει το ίδιο το Ελληνικό και όλο το Λεκανοπέδιο έναν μοναδικό πνεύμονα πρασίνου, αναψυχής και ελεύθερης πρόσβασης στη θάλασσα. Επέλεξαν την ανάπτυξη ενός υβριδίου Λας Βέγκας - Ντίσνεϊλαντ - Mall και παραθεριστικού γκέτο για παχυλά πορτοφόλια, γιατί αυτό απαίτησε ο «εθνικός επενδυτής», γιατί αυτό ήθελαν οι Αμερικανοί καζινάδες, γιατί αυτό θέλουν οι εθνικοί εργολάβοι, γιατί αυτό ήθελε διακαώς η τρόικα –γιατί άραγε;– που έθεσε ως απαράβατη προϋπόθεση για το 3ο Μνημόνιο, τέτοια εποχή πριν από πέντε χρόνια, μετά το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της μεγάλης διάψευσης, την εσπευσμένη επικύρωση της σύμβασης για το Ελληνικό.

Οσοι Πόντιοι πρόσφυγες έχουν απομείνει στη συνοικία που ίδρυσαν, ή οι απόγονοί τους, ίσως θυμήθηκαν με το μητσοτάκειο σόου κατεδαφίσεων τη γερμανική εκκένωση, τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, τις κατεδαφίσεις για τον Αϊζενχάουερ, τη βάση, το αεροδρόμιο κι έπειτα το σαρωτικό έπος της αντιπαροχής. Ειλικρινά δεν ξέρω αν υπάρχει κόκκος ρεαλισμού σε όσα διθυραμβικά λέγονται για τις δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν, αν και όποτε ο εθνικός επενδυτής καταφέρει και χτίσει, αφού τελειώσει με το γκρέμισμα.

Ωστόσο υποψιάζομαι ότι ο βασικός κίνδυνος είναι να αφήσει την επένδυση στα κρύα του λουτρού, να τη φορτώσει σε άλλους αφού τσεπώσει αρκετά εκατομμύρια από τους καζινάδες και την προπώληση κατοικιών με τουλάχιστον 10.000 ευρώ το τετραγωνικό. Κι αυτό μπορεί να εξελιχθεί στην επόμενη τραγωδία του Ελληνικού, στο επόμενο φιάσκο, με ημιτελή κουφάρια, αζήτητες κατοικίες, αλλόφρονες ιδιοκτήτες κι εργολάβους που θα διεκδικούν αποζημιώσεις και με δένδρα, θάμνους, φυτά που θα τυλίγουν τα κτίρια, θα καταπίνουν χαράξεις, θα κερδίζουν τον χώρο που τους στέρησε το φαραωνικό τερατούργημα και –γιατί όχι;– θα τον μετατρέψουν σε τεράστιο λαχανόκηπο ή βοτανικό κήπο.

Ποιος ξέρει, ίσως τότε τα παιδιά ή τα εγγόνια του Μανωλάκη, καλή του ώρα όπου και να ’ναι, θα μπορούν να απολαύσουν τη μικρή ζούγκλα που χωρίζει την πόλη από τη θάλασσα, να περηφανεύονται ότι ζουν στο «Μαλιμπού της Αθήνας» και, αν τους ρωτούν τι θα κάνουν το καλοκαίρι, να απαντούν με άνεση: «Διακοπές στα Σούρμενα!»...

ΚΙΜΠΙ
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: