Σε όλη τη διάρκεια της προβολής του «Master Chef» στο Star, τα νούμερα τηλεθέασης ήταν πολύ υψηλά ενώ στον χθεσινοβραδινό τελικό εκτοξεύθηκαν πάνω από 40%. Έτσι όπως αποδομήθηκε η ζωή μας λόγω πανδημίας (εγκλεισμός, ανεργία, φόβος), η εκπομπή αυτή ήταν μια...
παρηγοριά.
Χάρη στο μαγειρικό αυτό ριάλιτι εμείς οι κοινοί θνητοί μάθαμε την αποδομημένη φασολάδα, τις τρεις υφές αρακά ή τα στολισμένα με μενεξέδες και ζουμπούλια παϊδάκια. Μάθαμε τον «μαγειρικό εγωισμό» και τα «μαγειρικά κριτήρια», που συνδυάζονται με τα «στρατηγικά».
Εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιο είναι το μυστικό ή μάλλον τα μυστικά της επιτυχίας αυτού του σόου και ποιες ανάγκες του τηλεθεατή κάλυπτε. Καταρχάς, ήταν το τρίδυμο των κριτών που εύκολα γίνονταν συμπαθείς, όπως εύκολα έγινε συμπαθής και ο κ. Τσιόδρας. Ρόλο έπαιξε και η προσεγμένη σκηνοθεσία (με τη συνοδεία «ατμοσφαιρικής μουσικής») που έμοιαζε με παρατεταμένη διαφήμιση προϊόντων και συσκευών, καθώς και το γεγονός ότι οι περισσότεροι παίχτες δεν ήταν άσχετοι με τη μαγειρική: είχαν σπουδάσει σε σχολές, είχαν κάποια επαγγελματική πείρα, ήταν εξοικειωμένοι με τη γλώσσα της haute cuisine.
Σύμφωνοι, υπήρχε και το στοιχείο του ριάλιτι, του κουτσομπολιού, της ίντριγκας, της εξομολόγησης, των δακρύων, της μικροκακίας. Όμως το κυριότερο ήταν η ανάγκη του τηλεοπτικού κοινού για φυγή. Γιατί εκτός από τα λεγόμενα «μαμαδίστικα» ή «γιαγιαδίστικα» πιάτα (όροι που έχουν εισέλθει στο μάρκετινγκ και σε πολλούς προκαλούν ανατριχίλα), υπάρχουν και τα λεγόμενα «εστιατορικά πιάτα», αυτά που μπορούν να περάσουν τις πύλες ενός εστιατορίου πολυτελείας ή μάλλον να εγκρίνει ο σεφ το πέρασμά τους από τον πάγκο.
Με άλλα λόγια, εμείς που λόγω κορονοϊού οχυρωθήκαμε στα σπίτια μας δεν βλέπαμε «Master Chef» ώστε να πάρουμε μια ιδέα για το τι θα μαγειρέψουμε αύριο. Εξάλλου, ποιοι αγοράζουν για το σπίτι τους υλικά όπως αστακουδάκια, τρούφες, χαβιάρι κ.λπ.;
Οι περισσότεροι πελάτες των σούπερ μάρκετ αναζητούν τις «προσφορές», την έκπτωση στα τυριά ή στα κατεψυγμένα. Δεν ψωνίζουν με «εστιατορικά», αλλά με οικονομικά κριτήρια. Πόσες φορές δεν ακούμε ερωτήσεις όπως: «Πόσο έχει το σαλάμι;» Ακολουθεί η απάντηση του πωλητή. «Αφήστε, θα πάρω μορταδέλα» ή «Τρεις μπριζόλες έβαλες; Πόσο πάνε; Κάν’ τες δύο».
Αυτή είναι η καθημερινότητα των πολλών, όμως το Master Chef πρόσφερε τη δυνατότητα φυγής σε έναν άλλο κόσμο, όπου οι επίδοξοι σεφ έστηναν πιάτα που ήθελαν να θυμίζουν πίνακες ζωγραφικής ή μικρά γλυπτά. Πιάτα που στα πραγματικά εστιατόρια προορίζονται να φωτογραφίζονται από τους πελάτες και οι εικόνες τους να ανεβαίνουν στο ίστανγκραμ. Πιάτα που δεν πρέπει να παραπέμπουν ούτε στο οικογενειακό τραπέζι, ούτε στην ταβέρνα της γειτονιάς αλλά σε έναν κόσμο φίνων γεύσεων, φίνου ντεκόρ και λεπτών συναισθημάτων. Πιάτα που ταιριάζουν στα λεγόμενα «δημιουργικά επαγγέλματα», στον κερδοσκοπικό «εξευγενισμό» των κάποτε λαϊκών περιοχών της πόλης, στον νεο-νεοπλουτισμό και την ξιπασιά.
Τα χαζεύουμε στο γυαλί όπως πολλοί χαζεύουν τα ακριβά αυτοκίνητα, τις επιδείξεις υψηλής μόδας, τις ειδήσεις για τη ζωή των διασήμων. Αυτό δεν σημαίνει ούτε έλλειψη ταξικής συνείδησης ούτε ταξικό φθόνο για τους «πετυχημένους».
Χιλιάδες είναι οι απόφοιτοι των ελληνικών σχολών μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής που φιλοδοξούν όχι να γίνουν σεφ, αλλά να βρουν μια αξιοπρεπή δουλειά. Πρώτα η κρίση και τα μνημόνια και στη συνέχεια η πανδημία κατέστησαν επισφαλή τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τον επισιτισμό, είτε πρόκειται για σερβιτόρους είτε για μάγειρες και μαγερόπουλα.
Η μόνη ελπίδα γι’ αυτούς που τηλεοπτικά διέπρεψαν στη «δημιουργική» μαγειρική είναι ο «ποιοτικός τουρισμός» τον οποίο ονειρεύεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Οι ποιοτικοί τουρίστες δεν έρχονται για να χλαπακιάσουν Greek moussaka ή πιτόγυρους.
Έχουν υψηλές γευστικές και αισθητικές απαιτήσεις τις οποίες μπορούν να καλύψουν τα μαστερ-σεφικά πιάτα. Προφανώς ξέρουν να εκτιμήσουν ένα αποδομημένο πιάτο. Στο μεταξύ, η δική μας, η Greek αποδόμηση –στην εργασία, την παιδεία, την υγεία, ακόμα και την κυκλοφορία– συνεχίζεται.
Μαριάννα Τζιαντζή
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου