Η κοινωνική εξέγερση στις ΗΠΑ, που έδωσε το έναυσμα για γενικότερο ξεσηκωμό και πέραν του Ατλαντικού ενάντια στην κρατική βία και την πολιτική των διακρίσεων, όπως όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, έχει αιτίες και...
αφορμές.
Η αφορμή που λειτούργησε σαν σπίθα για να πυροδοτηθεί η εξέγερση στις ΗΠΑ και από εκεί να μεταφερθεί στην Ευρώπη και τη μακρινή Ελλάδα, ήταν η χωρίς σοβαρό λόγο δολοφονία ενός Αφροαμερικανού από αστυνομικούς στην πολιτεία του Μισισιπή.
Για να μπορέσει όμως μια σπίθα να γίνει πυρκαγιά, πρέπει να υπάρχει έτοιμη να εκραγεί μια πυριτιδαποθήκη. Γιατί παρόμοιες δολοφονίες εξ αιτίας αστυνομικής βίας με ρατσιστικά κίνητρα, στις ΗΠΑ τουλάχιστον, δεν είναι μέχρι σήμερα σπάνιο φαινόμενο.
Οι αιτίες λοιπόν που έκαναν την πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί, δεν είναι άλλες από την οικονομική πολιτική Τραμπ, η οποία με αφορμή και την πανδημία, διεύρυνε τις ανισότητες και εξαθλίωσε τα αδύναμα και μεσαία στρώματα στις ΗΠΑ.
Οι ουρές χιλιομέτρων έξω από τα συσσίτια όσων έχασαν τη δουλειά τους τον τελευταίο μόνο καιρό και παραμένουν χωρίς κρατική φροντίδα, είναι ενδεικτικές της κατάστασης της αμερικανικής οικονομίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε κρίσιμες τουλάχιστον επιλογές, δεν ακολούθησε το μετριοπαθές πνεύμα των Ευρωπαίων νεοφιλελεύθερων, οι οποίοι με αφορμή την υγειονομική κρίση και ενόψει των αρνητικών συνεπειών του lock down στην οικονομία και την απασχόληση αναδιπλώθηκαν και επέστρεψαν σε πολιτικές γενναίων και εμπροσθοβαρών κρατικών επιχορηγήσεων τόσο της εργασίας και των εργαζομένων, όσο και του συνόλου των επιχειρήσεων. Με κρατικές επιχορηγήσεις που ξεκίνησαν από ποσοστά της τάξης του 12% του ΑΕΠ των Ευρωπαϊκών χωρών και έφτασαν στην περίπτωση της Γερμανίας στο εντυπωσιακό 52% του ΑΕΠ της χώρας. Κι αυτό για να αντιμετωπίσουν μια ύφεση της οικονομίας μικρότερη του 7%.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη αντίθετα, όπως με υπερηφάνεια διατυμπανίζουν σε κάθε ευκαιρία οι υπουργοί της, μεταξύ των οποίων πρώτος ο αντιπρόεδρος της ΝΔ και υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης, δεν έδειξε καμία ευελιξία μπροστά στην υγειονομική απειλή για την οικονομία. Ακολούθησε λοιπόν τη σκληρά νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση που θέλει την αγορά να ρυθμίζεται από μόνη της, μακριά από κρατικές παρεμβάσεις.
Έτσι, για να αντιμετωπίσει μια ύφεση που αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 10% και 15% του ΑΕΠ και μια ανεργία που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, θα εκτιναχθεί στο 25%, επιστράτευσε τις ελάχιστες δυνατές κρατικές ενισχύσεις, ύψους μόλις 3,5%. Όταν είναι γνωστό ότι για να εμποδίσεις την ύφεση, τα μέτρα που πρέπει να πάρεις πρέπει να είναι ίσου ύψους με την έκταση της επαπειλούμενης συρρίκνωσης του ΑΕΠ.
Κι αυτή την ελάχιστη και ολοφάνερα ανεπαρκή κρατική υποστήριξη την επιστράτευσε όχι για να στηρίξει την εργασία, αλλά αντίθετα, για να ενισχύσει την αναστολή της και τις απολύσεις. Τις ελάχιστες κρατικές επιδοτήσεις η κυβέρνηση τις αξιοποίησε όχι για να διατηρήσει τους μισθούς, αλλά για να υποστηρίξει τη μείωσή τους. Κι ακόμη τα οικονομικά και θεσμικά μέτρα της κυβέρνησης δεν είχαν κατεύθυνση την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, αλλά αντίθετα, τη διάλυσή τους, ως δήθεν πηγή δεινών στην οικονομία.
Κι ακόμη, η κυβέρνηση της ΝΔ αδιαφόρησε εντελώς για την ενίσχυση της ρευστότητας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που μετά το lock down απειλούνται με λουκέτα, την ώρα που μεριμνά μόνο για την υποστήριξη των ισχυρών της οικονομίας.
Κορυφαίο παράδειγμα η κρατική υποστήριξη, άνευ ανταλλαγμάτων, του μονοπωλίου της Aegean, της οποίας ενίσχυσε τη ρευστότητα τόσο με άμεσες επιδοτήσεις, όσο και με δανειοδότηση από τράπεζες, με εγγύηση ελληνικού δημοσίου.
Και το χειρότερο από όλα είναι ότι η ενίσχυση της ρευστότητας της Aegean έγινε χωρίς κανένα όφελος για το ελληνικό δημόσιο. Την ώρα που η νεοφιλελεύθερη Μέρκελ υποστηρίζει τη Lufthansa, εξαγοράζοντας όμως μετοχές της εταιρείας, με προφανές όφελος για την Γερμανική κρατική οικονομία.
Όσο για την αναμενόμενη Ευρωπαϊκή ενίσχυση, αυτή έχει δύο εξαιρετικά αδύνατα σημεία.
Το πρώτο είναι ότι δεν θα έρθει εμπροσθοβαρώς, δηλαδή τώρα που τη χρειαζόμαστε για να αποτρέψει την απώλεια των θέσεων εργασίας και την κατάρρευση των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά καθυστερημένα, το 2021. Οπότε θα αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση για την εκ των υστέρων ενίσχυση όσων επιχειρήσεων θα έχουν καταφέρει να επιβιώσουν, που κατά τεκμήριο θα είναι οι μεγάλες και ισχυρές.
Και δεύτερον οι Ευρωπαϊκές ενισχύσεις θα συνοδευτούν από αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις που παραπέμπουν σε εκ νέου επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή με άλλα λόγια σε νέο μνημόνιο…
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι οι εμπροσθοβαρείς κρατικές ενισχύσεις που θα έπρεπε να δοθούν τώρα είναι αυτές που θα έσωζαν τους εργαζόμενους από την ανεργία και τις επιχειρήσεις από την κατάρρευση και το λουκέτο.
Όσο αυτές δεν έρχονται και όσο αυτό είναι το αποτέλεσμα συνειδητής πολιτικής επιλογής, τόσο η επερχόμενη οικονομική κρίση το φθινόπωρο θα είναι η κρίση που προκάλεσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Αλλά και μακροπρόθεσμα, μετά δηλαδή την οικονομική κρίση με την ύφεση και το ξέσπασμα της ανεργίας το φθινόπωρο του 2020, η κυβέρνηση δεν έχει σχέδιο για την ελληνική οικονομία.
Ή μάλλον έχει, αλλά δεν αφορά τους πολλούς, αλλά μια μικρή οικονομική ελίτ που θα καταφέρει να επιβιώσει μετά την τρικυμία.
Γιατί αν είχε σχέδιο για την αποκατάσταση των οικονομικά αδύναμων, καθώς και της μεσαίας τάξης, θα υπήρχε σαφής πρόβλεψη για την υποστήριξη ενός νέου και ενισχυμένου παραγωγικού μοντέλου, στα αγαθά του οποίου όλοι οι Έλληνες θα είχαμε ισότιμη πρόσβαση.
Όμως σήμερα η λέξη «παραγωγή» δεν αναφέρεται ποτέ από επίσημα κυβερνητικά χείλη.
Αντίθετα, ψηφίζονται νομοσχέδια για την εκχώρηση μεγάλων εκτάσεων γης που μέχρι χτες προστατεύονταν από διεθνείς συνθήκες ως οικολογικά ευαίσθητες και περιβαλλοντικά σημαντικές, όπως και για την πώληση του φυσικού πλούτου, του νερού και των δικτύων ύδρευσης της χώρας.
Το σχέδιο δηλαδή της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας και η ένταξη σε αυτή την προοπτική του συνόλου του ελληνικού παραγωγικού και εργατικού δυναμικού.
Αντίθετα, το σχέδιο Μητσοτάκη είναι η εκχώρηση του εθνικού πλούτου και των παραγωγικών πηγών στα χέρια μια οικονομικής ολιγαρχίας, η οποία και θα επικρατήσει μετά την οικονομική κρίση.
Αυτό το σχέδιο «Πολλά σε λίγους και λίγα σε πολλούς» έχει πολλά πλεονεκτήματα για την κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό εάν επιτύχει, καθώς θα τους καταστήσει κυρίαρχους στην ελληνική οικονομία και μέσω αυτής και πολιτικά παντοδύναμους.
Έχει όμως και ένα μεγάλο κίνδυνο, που σε δημοκρατικά πολιτεύματα γίνεται ακόμη μεγαλύτερος.
Μια ματιά στο σημερινό εκρηκτικό σκηνικό στις ΗΠΑ είναι πολύ διδακτική για το τι θα επακολουθήσει της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας και της εξαθλίωσης των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων και στην Ελλάδα.
Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το ολοκληρωτικό επικοινωνιακό σύστημα που έχει εγκαθιδρύσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μπορέσει τότε να τη σώσει, όπως δεν έσωσε άλλωστε και στις εκλογές του 2015 την κυβέρνηση Σαμαρά.
Γιατί και το κουτόχορτο, ειδικά σε λαούς ανήσυχους όπως ο ελληνικός, έχει τα όριά του.
Κι αυτά ήδη αρχίζουν να ξεπερνιούνται...
Πηγή: tvxs.gr
αφορμές.
Η αφορμή που λειτούργησε σαν σπίθα για να πυροδοτηθεί η εξέγερση στις ΗΠΑ και από εκεί να μεταφερθεί στην Ευρώπη και τη μακρινή Ελλάδα, ήταν η χωρίς σοβαρό λόγο δολοφονία ενός Αφροαμερικανού από αστυνομικούς στην πολιτεία του Μισισιπή.
Για να μπορέσει όμως μια σπίθα να γίνει πυρκαγιά, πρέπει να υπάρχει έτοιμη να εκραγεί μια πυριτιδαποθήκη. Γιατί παρόμοιες δολοφονίες εξ αιτίας αστυνομικής βίας με ρατσιστικά κίνητρα, στις ΗΠΑ τουλάχιστον, δεν είναι μέχρι σήμερα σπάνιο φαινόμενο.
Οι αιτίες λοιπόν που έκαναν την πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί, δεν είναι άλλες από την οικονομική πολιτική Τραμπ, η οποία με αφορμή και την πανδημία, διεύρυνε τις ανισότητες και εξαθλίωσε τα αδύναμα και μεσαία στρώματα στις ΗΠΑ.
Οι ουρές χιλιομέτρων έξω από τα συσσίτια όσων έχασαν τη δουλειά τους τον τελευταίο μόνο καιρό και παραμένουν χωρίς κρατική φροντίδα, είναι ενδεικτικές της κατάστασης της αμερικανικής οικονομίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε κρίσιμες τουλάχιστον επιλογές, δεν ακολούθησε το μετριοπαθές πνεύμα των Ευρωπαίων νεοφιλελεύθερων, οι οποίοι με αφορμή την υγειονομική κρίση και ενόψει των αρνητικών συνεπειών του lock down στην οικονομία και την απασχόληση αναδιπλώθηκαν και επέστρεψαν σε πολιτικές γενναίων και εμπροσθοβαρών κρατικών επιχορηγήσεων τόσο της εργασίας και των εργαζομένων, όσο και του συνόλου των επιχειρήσεων. Με κρατικές επιχορηγήσεις που ξεκίνησαν από ποσοστά της τάξης του 12% του ΑΕΠ των Ευρωπαϊκών χωρών και έφτασαν στην περίπτωση της Γερμανίας στο εντυπωσιακό 52% του ΑΕΠ της χώρας. Κι αυτό για να αντιμετωπίσουν μια ύφεση της οικονομίας μικρότερη του 7%.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη αντίθετα, όπως με υπερηφάνεια διατυμπανίζουν σε κάθε ευκαιρία οι υπουργοί της, μεταξύ των οποίων πρώτος ο αντιπρόεδρος της ΝΔ και υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης, δεν έδειξε καμία ευελιξία μπροστά στην υγειονομική απειλή για την οικονομία. Ακολούθησε λοιπόν τη σκληρά νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση που θέλει την αγορά να ρυθμίζεται από μόνη της, μακριά από κρατικές παρεμβάσεις.
Έτσι, για να αντιμετωπίσει μια ύφεση που αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 10% και 15% του ΑΕΠ και μια ανεργία που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, θα εκτιναχθεί στο 25%, επιστράτευσε τις ελάχιστες δυνατές κρατικές ενισχύσεις, ύψους μόλις 3,5%. Όταν είναι γνωστό ότι για να εμποδίσεις την ύφεση, τα μέτρα που πρέπει να πάρεις πρέπει να είναι ίσου ύψους με την έκταση της επαπειλούμενης συρρίκνωσης του ΑΕΠ.
Κι αυτή την ελάχιστη και ολοφάνερα ανεπαρκή κρατική υποστήριξη την επιστράτευσε όχι για να στηρίξει την εργασία, αλλά αντίθετα, για να ενισχύσει την αναστολή της και τις απολύσεις. Τις ελάχιστες κρατικές επιδοτήσεις η κυβέρνηση τις αξιοποίησε όχι για να διατηρήσει τους μισθούς, αλλά για να υποστηρίξει τη μείωσή τους. Κι ακόμη τα οικονομικά και θεσμικά μέτρα της κυβέρνησης δεν είχαν κατεύθυνση την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, αλλά αντίθετα, τη διάλυσή τους, ως δήθεν πηγή δεινών στην οικονομία.
Κι ακόμη, η κυβέρνηση της ΝΔ αδιαφόρησε εντελώς για την ενίσχυση της ρευστότητας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που μετά το lock down απειλούνται με λουκέτα, την ώρα που μεριμνά μόνο για την υποστήριξη των ισχυρών της οικονομίας.
Κορυφαίο παράδειγμα η κρατική υποστήριξη, άνευ ανταλλαγμάτων, του μονοπωλίου της Aegean, της οποίας ενίσχυσε τη ρευστότητα τόσο με άμεσες επιδοτήσεις, όσο και με δανειοδότηση από τράπεζες, με εγγύηση ελληνικού δημοσίου.
Και το χειρότερο από όλα είναι ότι η ενίσχυση της ρευστότητας της Aegean έγινε χωρίς κανένα όφελος για το ελληνικό δημόσιο. Την ώρα που η νεοφιλελεύθερη Μέρκελ υποστηρίζει τη Lufthansa, εξαγοράζοντας όμως μετοχές της εταιρείας, με προφανές όφελος για την Γερμανική κρατική οικονομία.
Όσο για την αναμενόμενη Ευρωπαϊκή ενίσχυση, αυτή έχει δύο εξαιρετικά αδύνατα σημεία.
Το πρώτο είναι ότι δεν θα έρθει εμπροσθοβαρώς, δηλαδή τώρα που τη χρειαζόμαστε για να αποτρέψει την απώλεια των θέσεων εργασίας και την κατάρρευση των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά καθυστερημένα, το 2021. Οπότε θα αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση για την εκ των υστέρων ενίσχυση όσων επιχειρήσεων θα έχουν καταφέρει να επιβιώσουν, που κατά τεκμήριο θα είναι οι μεγάλες και ισχυρές.
Και δεύτερον οι Ευρωπαϊκές ενισχύσεις θα συνοδευτούν από αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις που παραπέμπουν σε εκ νέου επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή με άλλα λόγια σε νέο μνημόνιο…
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι οι εμπροσθοβαρείς κρατικές ενισχύσεις που θα έπρεπε να δοθούν τώρα είναι αυτές που θα έσωζαν τους εργαζόμενους από την ανεργία και τις επιχειρήσεις από την κατάρρευση και το λουκέτο.
Όσο αυτές δεν έρχονται και όσο αυτό είναι το αποτέλεσμα συνειδητής πολιτικής επιλογής, τόσο η επερχόμενη οικονομική κρίση το φθινόπωρο θα είναι η κρίση που προκάλεσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Αλλά και μακροπρόθεσμα, μετά δηλαδή την οικονομική κρίση με την ύφεση και το ξέσπασμα της ανεργίας το φθινόπωρο του 2020, η κυβέρνηση δεν έχει σχέδιο για την ελληνική οικονομία.
Ή μάλλον έχει, αλλά δεν αφορά τους πολλούς, αλλά μια μικρή οικονομική ελίτ που θα καταφέρει να επιβιώσει μετά την τρικυμία.
Γιατί αν είχε σχέδιο για την αποκατάσταση των οικονομικά αδύναμων, καθώς και της μεσαίας τάξης, θα υπήρχε σαφής πρόβλεψη για την υποστήριξη ενός νέου και ενισχυμένου παραγωγικού μοντέλου, στα αγαθά του οποίου όλοι οι Έλληνες θα είχαμε ισότιμη πρόσβαση.
Όμως σήμερα η λέξη «παραγωγή» δεν αναφέρεται ποτέ από επίσημα κυβερνητικά χείλη.
Αντίθετα, ψηφίζονται νομοσχέδια για την εκχώρηση μεγάλων εκτάσεων γης που μέχρι χτες προστατεύονταν από διεθνείς συνθήκες ως οικολογικά ευαίσθητες και περιβαλλοντικά σημαντικές, όπως και για την πώληση του φυσικού πλούτου, του νερού και των δικτύων ύδρευσης της χώρας.
Το σχέδιο δηλαδή της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας και η ένταξη σε αυτή την προοπτική του συνόλου του ελληνικού παραγωγικού και εργατικού δυναμικού.
Αντίθετα, το σχέδιο Μητσοτάκη είναι η εκχώρηση του εθνικού πλούτου και των παραγωγικών πηγών στα χέρια μια οικονομικής ολιγαρχίας, η οποία και θα επικρατήσει μετά την οικονομική κρίση.
Αυτό το σχέδιο «Πολλά σε λίγους και λίγα σε πολλούς» έχει πολλά πλεονεκτήματα για την κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό εάν επιτύχει, καθώς θα τους καταστήσει κυρίαρχους στην ελληνική οικονομία και μέσω αυτής και πολιτικά παντοδύναμους.
Έχει όμως και ένα μεγάλο κίνδυνο, που σε δημοκρατικά πολιτεύματα γίνεται ακόμη μεγαλύτερος.
Μια ματιά στο σημερινό εκρηκτικό σκηνικό στις ΗΠΑ είναι πολύ διδακτική για το τι θα επακολουθήσει της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας και της εξαθλίωσης των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων και στην Ελλάδα.
Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το ολοκληρωτικό επικοινωνιακό σύστημα που έχει εγκαθιδρύσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μπορέσει τότε να τη σώσει, όπως δεν έσωσε άλλωστε και στις εκλογές του 2015 την κυβέρνηση Σαμαρά.
Γιατί και το κουτόχορτο, ειδικά σε λαούς ανήσυχους όπως ο ελληνικός, έχει τα όριά του.
Κι αυτά ήδη αρχίζουν να ξεπερνιούνται...
Πηγή: tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου