...και η ρύθμιση των ψηφιακών πλατφορμών...
Οι πλατφόρμες διανομής ψηφιακού περιεχομένου και κοινωνικής δικτύωσης, όπως το YouTube, το Facebook και το Twitter, βρίσκονται στο επίκεντρο του ψηφιακού δημόσιου χώρου. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ενημερώνεται μέσα από αυτές, ενώ εκεί...
διεξάγεται και ένα σημαντικό κομμάτι του δημόσιου διαλόγου. Ως αποτέλεσμα, η λειτουργία τους είναι ένα μείζον πολιτικό ζήτημα, όπως αποδείχθηκε και από τις πρόσφατες αψιμαχίες μεταξύ του Donald Trump, του Mark Zuckerberg και του Jack Dorsey, CEO του Twitter.
Οι ψηφιακές πλατφόρμες πληροφοριακής διαμεσολάβησης (Rebillard, Smyrnaios, 2019) έχουν αλλάξει εκ βάθρων την παραγωγή, τη διανομή και αξιοποίηση του πολιτιστικού περιεχομένου ενώ, με τη σειρά τους, έχουν διαμορφωθεί κι οι ίδιες από τις μαζικές χρήσεις στις οποίες υπόκεινται (Duffy, Poell, Nieborg, 2019). Ταυτόχρονα, η ισχυρή επιρροή τους ωθεί τις πολιτιστικές βιομηχανίες, τα ΜΜΕ, αλλά και τους πολιτικούς παράγοντες (κράτη, πολιτικοί, κόμματα, κοινωνικά κινήματα, κ.ά.), να προσαρμοστούν στο νέο τεχνολογικό περιβάλλον και να εφαρμόσουν στρατηγικές για να επωφεληθούν από αυτό (Bullich, Schmitt, 2019).
Η διπλή ρύθμιση των ψηφιακών πλατφορμών
Το κοινό σημείο των ψηφιακών πλατφορμών είναι το γεγονός, ότι δεν παράγουν περιεχόμενο αλλά ελέγχουν την τεχνική υποδομή που οργανώνει μια τρόπον τινά παγκόσμια «αρχιτεκτονική της ορατότητας» (Bucher, 2018). Πράγματι, οι αλγόριθμοί τους αποφασίζουν τι γίνεται ορατό σε δισεκατομμύρια χρήστες του διαδικτύου και σε ποιο βαθμό. Επομένως, αποτελούν τους σύγχρονους gatekeepers, οι οποίοι, όπως και οι δημοσιογράφοι, καθορίζουν τη δημόσια ατζέντα δίνοντας προτεραιότητα σε συγκεκριμένα ζητήματα αντί άλλων (Röhle, 2009). Η διαδικασία επιλογής και ιεράρχησης των θεμάτων που προβάλλονται στον δημόσιο χώρο έχει σημαντικό αντίκτυπο στις κοινωνικές αναπαραστάσεις (Jodelet, 1989), και, κατ’ επέκταση, στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Αυτό εγείρει το βαθιά πολιτικό ζήτημα της διπλής ρύθμισης (regulation) των ψηφιακών πλατφορμών: Αφενός, τη de facto ρύθμιση της προβολής ιδεών και απόψεων και, γενικότερα, της ελευθερίας της δημόσιας έκφρασης που ασκούν οι ψηφιακές πλατφόρμες· αφετέρου την πολιτική, οικονομική και τεχνική ρύθμιση της λειτουργίας των ίδιων των πλατφορμών. Με άλλα λόγια, το ερώτημα για το ποιος αποφασίζει τι είναι ορατό στον ψηφιακό δημόσιο χώρο και με ποιον τρόπο, συνδέεται με το εξίσου σημαντικό ερώτημα του, ποιος ορίζει αυτές τις αποφάσεις και πώς αυτές λαμβάνονται.
Οι κοινωνικές σχέσεις πίσω από τους αλγόριθμους
Σήμερα απέχουμε παρασάγγας από την εποχή όπου ο Mark Zuckerberg ισχυριζόταν ότι το Facebook είναι απλώς ένας ουδέτερος τεχνικός πάροχος. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι πίσω από την υποτιθέμενη αυτοματοποιημένη λειτουργία των αλγορίθμων βρίσκεται μια ολόκληρη σειρά ανθρώπινων αποφάσεων, από τα νομοθετικά πλαίσια που επιβάλλουν τα κράτη έως τις εταιρικές στρατηγικές με απώτερο στόχο την προάσπιση των συμφερόντων των μετόχων και από τις τεχνικές επιλογές που κάνουν οι προγραμματιστές έως τις καθημερινές αποφάσεις των επισφαλών content moderators (Roberts, 2019). Επομένως, η λειτουργία των πλατφορμών εξαρτάται λιγότερο από την ίδια την τεχνολογία και περισσότερο από τις κοινωνικές σχέσεις και την αναπαραγωγή τους (Couldry, Mejias, 2019).
Μερικά πρόσφατα γεγονότα επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες είναι πολιτικές οντότητες των οποίων η διακυβέρνηση εξαρτάται από πολιτικές επιλογές. Τα πρόσφατα ολισθήματα του Donald Trump λειτούργησαν καταλυτικά, προκαλώντας την εμφάνιση δύο αντίθετων παραδειγμάτων, από το Twitter και το Facebook, σχετικά με τη στάση που θα έπρεπε να υιοθετηθεί έναντι της μισαλλόδοξης, αντιδραστικής και λαϊκιστικής δεξιάς που τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει ιδιαίτερη δύναμη.
Η παρεμβατική στρατηγική του Twitter
Στις 26 Μαΐου, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δημοσίευσε ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία της επιστολικής ψηφοφορίας για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2020. Μετά τη γενική κατακραυγή, το Twitter αποφάσισε να χαρακτηρίσει το εν λόγω tweet ως ύποπτο, καλώντας τους χρήστες να ενημερωθούν σχετικά από έγκυρες πηγές. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης αποφάσισαν να λάβουν μέτρα εναντίον επιφανών πολιτικών προσώπων. Για παράδειγμα, τόσο ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας, Nicolás Maduro, όσο και ο Πρόεδρος της Βραζιλίας, Jair Bolsonaro, έχουν λογοκριθεί από το Twitter, το Facebook και το Instagram για μηνύματα που περιείχαν παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με την πανδημία του κορονοϊού. Ωστόσο, αυτή ήταν η πρώτη φορά που εφαρμόστηκε ένα τέτοιο μέτρο σε έναν πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος μάλιστα έχει και 82 εκατομμύρια ακόλουθους (followers) στο Twitter.
Στη συνέχεια, στις 29 Μαΐου, ο Donald Trump αποκάλεσε «κακοποιούς» (thugs) τους διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τη δολοφονία του George Floyd από έναν αστυνομικό της Μινεάπολης, ενώ τους απείλησε γράφοντας πως «όταν ξεκινά η λεηλασία, ξεκινούν οι πυροβολισμοί», παραθέτοντας τα λόγια ενός αστυνομικού διοικητή του Μαϊάμι ο οποίος το 1967 ενθάρρυνε τη βία κατά της μαύρης κοινότητας. Αυτή τη φορά, το Twitter προχώρησε περισσότερο: Αποφάσισε να λογοκρίνει το συγκεκριμένο tweet, αναφέροντας ότι πρόκειται περί απολογίας της βίας. Η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη από το «Συμβούλιο Εμπιστοσύνης και Ασφάλειας» (Trust and Safety Council) του Twitter, το οποίο αποτελείται από 40 περίπου ειδικούς και διάφορες οργανώσεις και ιδρύματα (για την προστασία των παιδιών, της ελευθερίας της έκφρασης, των πολιτικών δικαιωμάτων κ.λπ.). Αυτό το συμβούλιο δημιουργήθηκε το 2016, όταν το Twitter δεχόταν πυρά για την αδυναμία του να περιορίσει την διάδοση εμπρηστικού και μισαλλόδοξου περιεχομένου στην πλατφόρμα. Πρόσφατα, ωστόσο, το συμβούλιο τέθηκε σε απραγία, με αποτέλεσμα, τον Αύγουστο του 2019, τα μέλη του να αποστείλουν επιστολή στον Jack Dorsey καταγγέλλοντας αυτή την κατάσταση.
Η απόφαση του συμβουλίου να λογοκρίνει το tweet του Trump, σηματοδότησε την έξοδο του από την αδράνεια και, γενικότερα, επιβεβαίωσε τη αλλαγή στρατηγικής του Twitter προς μια παρεμβατική πολιτική και διαφανή δράση αναφορικά με την εποπτεία περιεχομένου (content moderation). Για παράδειγμα, στις 11 Ιουνίου, το Twitter ανακοίνωσε την εξάρθρωση τριών οργανωμένων δικτύων παραπληροφόρησης και προπαγάνδας, που συνδέονται με τις κυβερνήσεις της Ρωσίας, της Κίνας και της Τουρκίας. Επιπλέον, το Twitter, έθεσε τα δεδομένα σχετικά με τη δραστηριότητα 32.242 λογαριασμών που αποτελούσαν μέρος αυτών των επιχειρήσεων στη διάθεση δύο ανεξάρτητων ερευνητικών ιδρυμάτων, το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Στρατηγικής Πολιτικής (ASPI) και το Παρατηρητήριο Διαδικτύου του Στάνφορντ (SIO), τα οποία παρήγαν δύο σχετικές μελέτες. Στη συνέχεια, τα δεδομένα αυτά δημοσιοποιήθηκαν, ούτως ώστε όποιος θέλει να μπορεί να τα εξετάσει...
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο εδώ
Οι πλατφόρμες διανομής ψηφιακού περιεχομένου και κοινωνικής δικτύωσης, όπως το YouTube, το Facebook και το Twitter, βρίσκονται στο επίκεντρο του ψηφιακού δημόσιου χώρου. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ενημερώνεται μέσα από αυτές, ενώ εκεί...
διεξάγεται και ένα σημαντικό κομμάτι του δημόσιου διαλόγου. Ως αποτέλεσμα, η λειτουργία τους είναι ένα μείζον πολιτικό ζήτημα, όπως αποδείχθηκε και από τις πρόσφατες αψιμαχίες μεταξύ του Donald Trump, του Mark Zuckerberg και του Jack Dorsey, CEO του Twitter.
Οι ψηφιακές πλατφόρμες πληροφοριακής διαμεσολάβησης (Rebillard, Smyrnaios, 2019) έχουν αλλάξει εκ βάθρων την παραγωγή, τη διανομή και αξιοποίηση του πολιτιστικού περιεχομένου ενώ, με τη σειρά τους, έχουν διαμορφωθεί κι οι ίδιες από τις μαζικές χρήσεις στις οποίες υπόκεινται (Duffy, Poell, Nieborg, 2019). Ταυτόχρονα, η ισχυρή επιρροή τους ωθεί τις πολιτιστικές βιομηχανίες, τα ΜΜΕ, αλλά και τους πολιτικούς παράγοντες (κράτη, πολιτικοί, κόμματα, κοινωνικά κινήματα, κ.ά.), να προσαρμοστούν στο νέο τεχνολογικό περιβάλλον και να εφαρμόσουν στρατηγικές για να επωφεληθούν από αυτό (Bullich, Schmitt, 2019).
Η διπλή ρύθμιση των ψηφιακών πλατφορμών
Το κοινό σημείο των ψηφιακών πλατφορμών είναι το γεγονός, ότι δεν παράγουν περιεχόμενο αλλά ελέγχουν την τεχνική υποδομή που οργανώνει μια τρόπον τινά παγκόσμια «αρχιτεκτονική της ορατότητας» (Bucher, 2018). Πράγματι, οι αλγόριθμοί τους αποφασίζουν τι γίνεται ορατό σε δισεκατομμύρια χρήστες του διαδικτύου και σε ποιο βαθμό. Επομένως, αποτελούν τους σύγχρονους gatekeepers, οι οποίοι, όπως και οι δημοσιογράφοι, καθορίζουν τη δημόσια ατζέντα δίνοντας προτεραιότητα σε συγκεκριμένα ζητήματα αντί άλλων (Röhle, 2009). Η διαδικασία επιλογής και ιεράρχησης των θεμάτων που προβάλλονται στον δημόσιο χώρο έχει σημαντικό αντίκτυπο στις κοινωνικές αναπαραστάσεις (Jodelet, 1989), και, κατ’ επέκταση, στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.
Αυτό εγείρει το βαθιά πολιτικό ζήτημα της διπλής ρύθμισης (regulation) των ψηφιακών πλατφορμών: Αφενός, τη de facto ρύθμιση της προβολής ιδεών και απόψεων και, γενικότερα, της ελευθερίας της δημόσιας έκφρασης που ασκούν οι ψηφιακές πλατφόρμες· αφετέρου την πολιτική, οικονομική και τεχνική ρύθμιση της λειτουργίας των ίδιων των πλατφορμών. Με άλλα λόγια, το ερώτημα για το ποιος αποφασίζει τι είναι ορατό στον ψηφιακό δημόσιο χώρο και με ποιον τρόπο, συνδέεται με το εξίσου σημαντικό ερώτημα του, ποιος ορίζει αυτές τις αποφάσεις και πώς αυτές λαμβάνονται.
Οι κοινωνικές σχέσεις πίσω από τους αλγόριθμους
Σήμερα απέχουμε παρασάγγας από την εποχή όπου ο Mark Zuckerberg ισχυριζόταν ότι το Facebook είναι απλώς ένας ουδέτερος τεχνικός πάροχος. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι πίσω από την υποτιθέμενη αυτοματοποιημένη λειτουργία των αλγορίθμων βρίσκεται μια ολόκληρη σειρά ανθρώπινων αποφάσεων, από τα νομοθετικά πλαίσια που επιβάλλουν τα κράτη έως τις εταιρικές στρατηγικές με απώτερο στόχο την προάσπιση των συμφερόντων των μετόχων και από τις τεχνικές επιλογές που κάνουν οι προγραμματιστές έως τις καθημερινές αποφάσεις των επισφαλών content moderators (Roberts, 2019). Επομένως, η λειτουργία των πλατφορμών εξαρτάται λιγότερο από την ίδια την τεχνολογία και περισσότερο από τις κοινωνικές σχέσεις και την αναπαραγωγή τους (Couldry, Mejias, 2019).
Μερικά πρόσφατα γεγονότα επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες είναι πολιτικές οντότητες των οποίων η διακυβέρνηση εξαρτάται από πολιτικές επιλογές. Τα πρόσφατα ολισθήματα του Donald Trump λειτούργησαν καταλυτικά, προκαλώντας την εμφάνιση δύο αντίθετων παραδειγμάτων, από το Twitter και το Facebook, σχετικά με τη στάση που θα έπρεπε να υιοθετηθεί έναντι της μισαλλόδοξης, αντιδραστικής και λαϊκιστικής δεξιάς που τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει ιδιαίτερη δύναμη.
Η παρεμβατική στρατηγική του Twitter
Στις 26 Μαΐου, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δημοσίευσε ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία της επιστολικής ψηφοφορίας για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2020. Μετά τη γενική κατακραυγή, το Twitter αποφάσισε να χαρακτηρίσει το εν λόγω tweet ως ύποπτο, καλώντας τους χρήστες να ενημερωθούν σχετικά από έγκυρες πηγές. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης αποφάσισαν να λάβουν μέτρα εναντίον επιφανών πολιτικών προσώπων. Για παράδειγμα, τόσο ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας, Nicolás Maduro, όσο και ο Πρόεδρος της Βραζιλίας, Jair Bolsonaro, έχουν λογοκριθεί από το Twitter, το Facebook και το Instagram για μηνύματα που περιείχαν παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με την πανδημία του κορονοϊού. Ωστόσο, αυτή ήταν η πρώτη φορά που εφαρμόστηκε ένα τέτοιο μέτρο σε έναν πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος μάλιστα έχει και 82 εκατομμύρια ακόλουθους (followers) στο Twitter.
Στη συνέχεια, στις 29 Μαΐου, ο Donald Trump αποκάλεσε «κακοποιούς» (thugs) τους διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τη δολοφονία του George Floyd από έναν αστυνομικό της Μινεάπολης, ενώ τους απείλησε γράφοντας πως «όταν ξεκινά η λεηλασία, ξεκινούν οι πυροβολισμοί», παραθέτοντας τα λόγια ενός αστυνομικού διοικητή του Μαϊάμι ο οποίος το 1967 ενθάρρυνε τη βία κατά της μαύρης κοινότητας. Αυτή τη φορά, το Twitter προχώρησε περισσότερο: Αποφάσισε να λογοκρίνει το συγκεκριμένο tweet, αναφέροντας ότι πρόκειται περί απολογίας της βίας. Η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη από το «Συμβούλιο Εμπιστοσύνης και Ασφάλειας» (Trust and Safety Council) του Twitter, το οποίο αποτελείται από 40 περίπου ειδικούς και διάφορες οργανώσεις και ιδρύματα (για την προστασία των παιδιών, της ελευθερίας της έκφρασης, των πολιτικών δικαιωμάτων κ.λπ.). Αυτό το συμβούλιο δημιουργήθηκε το 2016, όταν το Twitter δεχόταν πυρά για την αδυναμία του να περιορίσει την διάδοση εμπρηστικού και μισαλλόδοξου περιεχομένου στην πλατφόρμα. Πρόσφατα, ωστόσο, το συμβούλιο τέθηκε σε απραγία, με αποτέλεσμα, τον Αύγουστο του 2019, τα μέλη του να αποστείλουν επιστολή στον Jack Dorsey καταγγέλλοντας αυτή την κατάσταση.
Η απόφαση του συμβουλίου να λογοκρίνει το tweet του Trump, σηματοδότησε την έξοδο του από την αδράνεια και, γενικότερα, επιβεβαίωσε τη αλλαγή στρατηγικής του Twitter προς μια παρεμβατική πολιτική και διαφανή δράση αναφορικά με την εποπτεία περιεχομένου (content moderation). Για παράδειγμα, στις 11 Ιουνίου, το Twitter ανακοίνωσε την εξάρθρωση τριών οργανωμένων δικτύων παραπληροφόρησης και προπαγάνδας, που συνδέονται με τις κυβερνήσεις της Ρωσίας, της Κίνας και της Τουρκίας. Επιπλέον, το Twitter, έθεσε τα δεδομένα σχετικά με τη δραστηριότητα 32.242 λογαριασμών που αποτελούσαν μέρος αυτών των επιχειρήσεων στη διάθεση δύο ανεξάρτητων ερευνητικών ιδρυμάτων, το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Στρατηγικής Πολιτικής (ASPI) και το Παρατηρητήριο Διαδικτύου του Στάνφορντ (SIO), τα οποία παρήγαν δύο σχετικές μελέτες. Στη συνέχεια, τα δεδομένα αυτά δημοσιοποιήθηκαν, ούτως ώστε όποιος θέλει να μπορεί να τα εξετάσει...
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.