...ο ρατσισμός στις παλιές ελληνικές ταινίες μοιάζει εντελώς της πλάκας...
Δεν τίθεται βεβαίως για πρώτη φορά το ζήτημα των περιπτώσεων κραυγαλέου ρατσισμού σε κάποιες από τις αιωνίως δημοφιλείς ελληνικές ταινίες του λεγόμενου εμπορικού ή βιομηχανικού σινεμά που μετά τη λήξη της ακμής του, απέκτησαν καινούριες ζωές και...
πολλαπλάσια μαζικότητα μέσα από τις διαρκείς προβολές τους στην τηλεόραση.
Το θέμα επανέρχεται κατά καιρούς –με ή χωρίς συγκεκριμένες αφορμές– στην επικαιρότητα, μαζί με την συζήτηση σχετικά με τις προσβλητικές αναπαραστάσεις των πάσης φύσεως μειονοτήτων σε πολλές από τις ταινίες εκείνες, κυρίως όμως των γυναικών, παρότι δημογραφικά εκείνες αποτελούσαν πάντα την πλειοψηφία.
Τωρινή αφορμή αποτελεί η απόφαση της streaming πλατφόρμας HBO Max να αποσύρει προσωρινά από το ρόστερ της το «Όσα παίρνει ο άνεμος», με σκοπό να το επαναφέρει με ειδική επεξήγηση σχετικά με το ρατσιστικό ιστορικό πλαίσιο της κλασικής ταινίας, η οποία γυρίστηκε το 1939 και διαδραματίζεται στον Αμερικανικό Νότο λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Η κίνηση αυτή ήρθε ως αποτέλεσμα ενός κλίματος έντονης αναθεώρησης, αποδόμησης και ακύρωσης ιστορικών προσώπων και προτύπων, είτε πρόκειται για αγάλματα επιφανών ρατσιστών, αποικιοκρατών και δουλεμπόρων είτε για διάσημα προϊόντα μυθοπλασίας όπως η εν λόγω «χαρακτηρισμένη» (και επίσημα πλέον) ταινία.
Σε πολλές (μα πάρα πολλές, δυστυχώς) ελληνικές ταινίες, ο διάχυτος σεξισμός και μισογυνισμός φτάνει σε όρια σαδισμού και βαριάς παθολογίας και δεν μπορεί να εξηγηθεί από το πολιτισμικό πλαίσιο τα εποχής, τον συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας ή την φαλλοκρατική / πατριαρχική κουλτούρα εν γένει.
Είναι αλήθεια ότι, αντίθετα με πλείστα άλλα αμαρτήματα (ιδεόλογικής και ταξικής φύσεως κυρίως) που δικαίως και αδίκως τους καταλογίζονται, οι ταινίες της «κλασικής» περιόδου του ελληνικού εμπορικού σινεμά (τις τσουβαλιάζω μόνο χάριν της συζήτησης), ελάχιστες φορές εμφάνισαν παραστάσεις φυλετικού ρατσισμού. Κάποιες από αυτές όμως ήταν απίστευτα καραμπινάτες, «γκροτέσκες» και εντελώς ντροπιαστικές, όχι μόνο για τώρα, αλλά και για τότε.
Ο Κώστας Βουτσάς στην ταινία «Τον αράπη κι αν τον πλένεις»
Οι πιο χαρακτηριστικές, προφανείς και κραυγαλέες από αυτές τις περιπτώσεις βρίσκονται εύκολα σε ταινίες όπως «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη» (1972) με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και «Τον αράπη κι αν τον πλένεις» (1973) με τον Κώστα Βουτσά. Και οι δύο σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη, και οι δύο παραγωγής Καραγιάννη-Καρατζόπουλου, εταιρείας που είχε προσελκύσει με υψηλές αμοιβές κάποιους από τους μεγάλους σταρ του Φίνου δίνοντάς τους ως οχήματα παραγωγές κατώτερου επιπέδου από αυτές του μεγάλου ανταγωνιστή. (Όχι ότι οι κωμωδίες, μουσικοχορευτικές και μη, της Finos Films ήταν πολύ καλύτερες εκείνη την «ύστερη» περίοδο που είχε ήδη ξεκινήσει η ραγδαία παρακμή του μαζικού ελληνικού σινεμά).
Στην δεύτερη ταινία, «αράπης» (πολυμήχανος πάντως) είναι ο ίδιος ο Βουτσάς ενώ στην πρώτη το φούμο (blackface) το φορά ο Γιώργος Μούτσιος στον ρόλο του πιστού υπηρέτη Χουσεΐν που έχει φέρει μαζί του από την Αφρική ο «αποικιοκράτης» Κωνσταντάρας, σκιάζοντας τους πάντες κατά την επιστροφή του στην Αθήνα μετά από πολλά χρόνια στην «καρδιά του σκότους». Κάποια στιγμή, ο Χουσεϊν βάζει τα κλάματα εξαιτίας της δυσάρεστης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ο κύριός του –ο οποίος, μεταξύ άλλων, απαρνιέται τον γιο του επειδή έχει εξελιχθεί σε βιρτουόζο του κλασικού βιολιού αντί για να μάθει καμιά αξιοπρεπή, αντρική δουλειά– για να δεχτεί την εξής στοργική φιλοφρόνηση: «Έλα ρε σκυλάραπα, μην κλαις».
Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο του Δημητρη Πολιτάκη, πατήστε ΕΔΩ...
Δεν τίθεται βεβαίως για πρώτη φορά το ζήτημα των περιπτώσεων κραυγαλέου ρατσισμού σε κάποιες από τις αιωνίως δημοφιλείς ελληνικές ταινίες του λεγόμενου εμπορικού ή βιομηχανικού σινεμά που μετά τη λήξη της ακμής του, απέκτησαν καινούριες ζωές και...
πολλαπλάσια μαζικότητα μέσα από τις διαρκείς προβολές τους στην τηλεόραση.
Το θέμα επανέρχεται κατά καιρούς –με ή χωρίς συγκεκριμένες αφορμές– στην επικαιρότητα, μαζί με την συζήτηση σχετικά με τις προσβλητικές αναπαραστάσεις των πάσης φύσεως μειονοτήτων σε πολλές από τις ταινίες εκείνες, κυρίως όμως των γυναικών, παρότι δημογραφικά εκείνες αποτελούσαν πάντα την πλειοψηφία.
Τωρινή αφορμή αποτελεί η απόφαση της streaming πλατφόρμας HBO Max να αποσύρει προσωρινά από το ρόστερ της το «Όσα παίρνει ο άνεμος», με σκοπό να το επαναφέρει με ειδική επεξήγηση σχετικά με το ρατσιστικό ιστορικό πλαίσιο της κλασικής ταινίας, η οποία γυρίστηκε το 1939 και διαδραματίζεται στον Αμερικανικό Νότο λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Η κίνηση αυτή ήρθε ως αποτέλεσμα ενός κλίματος έντονης αναθεώρησης, αποδόμησης και ακύρωσης ιστορικών προσώπων και προτύπων, είτε πρόκειται για αγάλματα επιφανών ρατσιστών, αποικιοκρατών και δουλεμπόρων είτε για διάσημα προϊόντα μυθοπλασίας όπως η εν λόγω «χαρακτηρισμένη» (και επίσημα πλέον) ταινία.
Σε πολλές (μα πάρα πολλές, δυστυχώς) ελληνικές ταινίες, ο διάχυτος σεξισμός και μισογυνισμός φτάνει σε όρια σαδισμού και βαριάς παθολογίας και δεν μπορεί να εξηγηθεί από το πολιτισμικό πλαίσιο τα εποχής, τον συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας ή την φαλλοκρατική / πατριαρχική κουλτούρα εν γένει.
Είναι αλήθεια ότι, αντίθετα με πλείστα άλλα αμαρτήματα (ιδεόλογικής και ταξικής φύσεως κυρίως) που δικαίως και αδίκως τους καταλογίζονται, οι ταινίες της «κλασικής» περιόδου του ελληνικού εμπορικού σινεμά (τις τσουβαλιάζω μόνο χάριν της συζήτησης), ελάχιστες φορές εμφάνισαν παραστάσεις φυλετικού ρατσισμού. Κάποιες από αυτές όμως ήταν απίστευτα καραμπινάτες, «γκροτέσκες» και εντελώς ντροπιαστικές, όχι μόνο για τώρα, αλλά και για τότε.
Ο Κώστας Βουτσάς στην ταινία «Τον αράπη κι αν τον πλένεις»
Οι πιο χαρακτηριστικές, προφανείς και κραυγαλέες από αυτές τις περιπτώσεις βρίσκονται εύκολα σε ταινίες όπως «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη» (1972) με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και «Τον αράπη κι αν τον πλένεις» (1973) με τον Κώστα Βουτσά. Και οι δύο σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη, και οι δύο παραγωγής Καραγιάννη-Καρατζόπουλου, εταιρείας που είχε προσελκύσει με υψηλές αμοιβές κάποιους από τους μεγάλους σταρ του Φίνου δίνοντάς τους ως οχήματα παραγωγές κατώτερου επιπέδου από αυτές του μεγάλου ανταγωνιστή. (Όχι ότι οι κωμωδίες, μουσικοχορευτικές και μη, της Finos Films ήταν πολύ καλύτερες εκείνη την «ύστερη» περίοδο που είχε ήδη ξεκινήσει η ραγδαία παρακμή του μαζικού ελληνικού σινεμά).
Στην δεύτερη ταινία, «αράπης» (πολυμήχανος πάντως) είναι ο ίδιος ο Βουτσάς ενώ στην πρώτη το φούμο (blackface) το φορά ο Γιώργος Μούτσιος στον ρόλο του πιστού υπηρέτη Χουσεΐν που έχει φέρει μαζί του από την Αφρική ο «αποικιοκράτης» Κωνσταντάρας, σκιάζοντας τους πάντες κατά την επιστροφή του στην Αθήνα μετά από πολλά χρόνια στην «καρδιά του σκότους». Κάποια στιγμή, ο Χουσεϊν βάζει τα κλάματα εξαιτίας της δυσάρεστης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ο κύριός του –ο οποίος, μεταξύ άλλων, απαρνιέται τον γιο του επειδή έχει εξελιχθεί σε βιρτουόζο του κλασικού βιολιού αντί για να μάθει καμιά αξιοπρεπή, αντρική δουλειά– για να δεχτεί την εξής στοργική φιλοφρόνηση: «Έλα ρε σκυλάραπα, μην κλαις».
Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο του Δημητρη Πολιτάκη, πατήστε ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου