Δεν τσουβαλιάζει κανένας τους δημοσιογράφους. Οι ίδιοι ανέχονται τον εαυτό τους σε ένα τσουβάλι με απορρίμματα και λύματα...
Είναι το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ για την καμπάνια για τον κορονοϊό ισοπεδωτικό και προσβλητικό για τους δημοσιογράφους; Εξαρτάται ποιος ρωτάει, γιατί ρωτάει και ποιος απαντάει. Αν για παράδειγμα...
την απάντηση περί προσβολής του κλάδου δίνει (που δεν τολμά) ο Θανάσης Μαυρίδης, ο άνθρωπος ο οποίος είδε στο πρόσωπο του Μητσοτάκη τον νέο Μωυσή που κόβει την Ερυθρά Θάλασσα στα δύο , έχει άλλη βαρύτητα απ το να την δίνει ο δημοσιογράφος που δίνει μάχες για το επάγγελμα και την αλήθεια. Ο Μαυρίδης εκδότης της εφημερίδας Φιλελεύθερος, την οποία σπάνια βρίσκεις στα περίπτερα , αλλά τη συναντάς στα πατώματα των κομματικών γραφείων της ΝΔ , έχει κάθε λόγο να επιμένει πως το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ είναι κακό για τη δημοσιογραφία. Φυσικά εννοεί αυτή που ασκεί ο ίδιος, η οποία στο παρελθόν έχει ονοματίσει τον Λαυρέντη Λαυρεντιάδη ως επιχειρηματία θαύμα, λίγο πριν μπει φυλακή.
Μπορεί από την άλλη να προσβάλλεται ο δημοσιογράφος των 500 ευρώ, που θεωρεί πως δεν έχει καμιά σχέση με το πάρτι των εκατομμυρίων που κυκλοφορούν;
Το θέμα δεν είναι να μετρήσουμε την ευθιξία του καθενός, αλλά να δούμε την πραγματικότητα όπως είναι. Το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο μια «παρουσιάστρια» βλέπει να πέφτει χρήμα από τον ουρανό κάθε φορά που κάνει αναφορές στο όνομα του Μητσοτάκη, είναι η δημοσιογραφική και πολιτική πραγματικότητα, που εναγκαλισμένες για μια ακόμη φορά αιμομικτικά, γεννούν τέρατα. Ας μην γελιόμαστε, δεν κάνει το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ γενικεύσεις, αντιθέτως το πρόβλημα της δημοσιογραφίας είναι γενικό. Και ένας λόγος που παραμένει πρόβλημα, είναι γιατί κάθε φορά που πρέπει να σηκωθούν τα δάχτυλα και να δείξουν την αθλιότητα και τους φορείς της, αυτούς που εξαγοράζονται και όσους εξαγοράζουν, το θέμα μετατρέπεται σε ανόητη μέτρηση μέσων όρων και ομφαλοσκοπική κορεκτίλα. Μια χαρά βολεύεται το σύστημα με όλους εκείνους τους δημοσιογράφους, που αντί να καθαρίσουν το σπίτι τους και να υπερασπιστούν την χαμένη τιμή τους , υπερασπίζονται θεωρίες περί εγκυκλοπαιδικής τιμιότητας που διέπει τον κλάδο και βλέπουν εχθρούς σε όποιον τολμήσει να πει την αλήθεια. Το δια ταύτα είναι πως επειδή δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να δείρουμε τον γάιδαρο χτυπάμε το σαμάρι με το σποτ.
Το πρόβλημα δεν το δημιουργεί το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει εκεί στην κοινωνία και καταγράφεται κάθε φορά που σε δημοσκόπηση μπαίνει το ερώτημα για το πόσο οι Έλληνες εμπιστεύονται τους δημοσιογράφους. Εκφράζεται (με άδικο ίσως τρόπο αλλά εκφράζεται) στο σύνθημα αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι. Ναι, δεν είναι όλοι ρουφιάνοι και αλήτες οι δημοσιογράφοι, αλλά όταν ο κόσμος δεν αισθάνεται την ύπαρξη εξαιρέσεων, τότε κάποιο πρόβλημα υπάρχει.
Η δημοσιογραφία είναι άρρωστη πολλά χρόνια. Ένα σύμπτωμα της αρρώστιας της είναι πως κλείνει τα μάτια μπροστά στην αλήθεια και κυρίως αυτή που περιγράφει την ίδια.
Δεν τα παίρνουν όλοι οι δημοσιογράφοι, αλλά όλη η δημοσιογραφία χαρακτηρίζεται από τις επιλογές των δημοσιογράφων που καταλήγουν να λειτουργούν σαν τα παλιά τζουκ μπόξ, παίζοντας μουσική κατά παραγγελία. Το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιγράφει τη σχέση του κάθε δημοσιογράφου με το χρήμα αλλά τη σχέση όλης της δημοσιογραφίας με την πολιτική και το χρήμα που χρησιμοποιεί.
Η ίδια η αντίδραση για το σποτ, είναι ακριβώς αποδεικτική, πως στον κλάδο των δημοσιογράφων δεν έχει σημασία η αλήθεια, αλλά η κατασκευασμένη, επιλεκτική, υποκριτική αλήθεια. Δεν φταίει όποιος ενοχλείται από αυτήν ή την περιγράφει. Δεν φταίει ο αγγελιοφόρος και δεν λύνεται το θέμα σκοτώνοντάς τον, όποτε η είδηση δεν μας αρέσει.
Γιατί βγήκε αυτό το σποτ και έγινε όλη η φασαρία; Θυμούνται άραγε όσοι σήμερα προσβάλλονται ; Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεκίνησε μια διαφημιστική καμπάνια για τον κορονοϊό στην οποία όμως ακύρωσε κάθε μορφή ελέγχου και λογοδοσίας για το πού πάει το δημόσιο χρήμα. Επέλεξε την εταιρεία που ήθελε για να μοιράσει το χρήμα και τις έδωσε μάλιστα 600.000 ευρώ (τα νόμιμα μόνο είναι τόσα) για να κάνει αυτό το μοίρασμα. Στη διανομή της διαφήμισης, άφησε προκλητικά έξω το Documento , το documentonews.gr και το koutipandoras.gr παρά τις διαμαρτυρίες. Ως εδώ έχουμε δύο παρεκτροπές από αυτό που απαιτεί η δημοσιογραφία να υπάρχει, από τη διαφάνεια και την ισονομία απέναντι στα Μέσα. Διαμαρτυρήθηκε γι αυτό η «δημοσιογραφία» ή σιωπούσε; Λίγη σημασία έχει αν σιωπούσε από φόβο ή από προσμονή για να πέσει κάποιο ψίχουλο από το τραπέζι όπου εξελίσσεται το φαγοπότι. Σιωπούσε πάντως.
Βέβαια πριν από τον αποκλεισμό του Documento από την καμπάνια για την πανδημία, υπήρξε μήνες πριν, ο αποκλεισμός της εφημερίδας συνολικά από τη διαφήμιση. Είχαμε καταγγείλει πως με παρεμβάσεις του ίδιου του πρωθυπουργού δια του ανιψιού του Γρηγόρη Δημητριάδη, απειλούνται οι επιχειρηματίες για να μη δώσουν διαφήμιση στο Documento. Η κυβέρνηση δεν τόλμησε να διαψεύσει όσα καταγγείλαμε γιατί γνώριζε πως είχαμε αποδείξεις. Η υπόθεση έφτασε σε διεθνείς οργανώσεις και Μέσα του εξωτερικού τα οποία έβγαλαν ανακοινώσεις καταδικαστικές για την κυβέρνηση.
Τι έκανε όμως η ελληνική δημοσιογραφία; Ό,τι είχε κάνει και όταν με είχαν συλλάβει για τη δημοσιοποίηση της λίστα Λαγκάρντ. Άφηνε να πλανάται η εντύπωση πως υπάρχουν λόγοι για ό,τι γίνεται.
Όταν στη συνέχεια το θέμα πήρε διαστάσεις με ερώτηση 77 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, οι δημοσιογράφοι, συνέχισαν να κάνουν τον γάιδαρο που και να πετάει πόσο θα πετάει; Λέω συνειδητά «οι δημοσιογράφοι» και όχι γενικευμένα η δημοσιογραφία, γιατί ζούμε στην εποχή των social media και θα μπορούσε ο καθένας να εκφράσει την άποψή του για ένα φαινόμενο που δεν αφορούσε το Documento μόνο αλλά όλους. Ακόμη και όταν ο Πέτσας έκανε το λάθος να παραδώσει τη λίστα με τα Μέσα που χρηματοδοτήθηκαν και αφού αποκαλύψαμε πως χρηματοδοτήθηκαν ακόμη και site φαντάσματα μαζί με τον Μένιο Φουρθιώτη, ούτε τότε υπήρξε σοβαρή αντίδραση. Χρειάστηκε να διαρρεύσουν ποσά που πήραν κάποιοι και δεν πήραν κάποιοι άλλοι , για να ανακαλύψει η δημοσιογραφία και οι δημοσιογράφοι την αντίδραση και τη Δημοκρατία, γιατί ρίχτηκαν στο λογαριασμό.
Ας πάμε όμως και στο επόμενο επεισόδιο. Σε εκείνο που ο Πέτσας ψελλίζει διάφορα ψέματα για να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό του Documento. Του είπε η ελληνική δημοσιογραφία και τα όργανά της πως πρέπει να ντρέπεται; Αντέδρασε κάποιος όταν έλεγε με στόμφο σα να πρόκειται για διαχείριση των δικών του χρημάτων, πως χρηματοδότησε ακόμη και αντιπολιτευόμενες εφημερίδες λες και έκανε παραχώρηση σε κάποιον; Του απάντησε κάποιος όταν συκοφαντούσε μια εφημερίδα πως δήθεν προωθούσε την άποψη ότι δεν υπάρχει κορονοϊός; Είχε να έντερα να σηκωθεί ένας δημοσιογράφος και να του πει πως πρέπει να ντρέπεται, όταν έκανε δημόσια την παραδοχή πως δεν έδωσε χρήματα στο Documento γιατί χτυπούσε τον πρωθυπουργό και την οικογένειά του;
Και τι έκανε μετά η δημοσιογραφία; Άρχισε να αναμασά τους γκαιμπελισμούς του Πέτσα περί Μέσων που είχαν πάρει εκατομμύρια στο παρελθόν, ξέροντας πως όλα αυτά ήταν ψέματα στο μύλο μιας προπαγάνδας. Βγήκαν και οι παρουσιαστές και ζήτησαν έλεγχο σε βάθος δεκαετίας. Καλά έκαναν, αλλά αν ήθελαν έλεγχο στο παρελθόν να τον ζητούσαν τότε που έκαναν την πάπια προσμένοντας πως θα τους ρυθμίσουν τα απλήρωτα δάνεια. Το θέμα τώρα είναι συγκεκριμένο και δεν αμνηστεύεται με συμψηφισμούς και φραστικές πλειοδοσίες σε χρόνο για να ξεχάσουμε αυτό που συμβαίνει τη συγκεκριμένη στιγμή
Η δημοσιογραφία δεν είναι μια θεωρητική έννοια αλλά πολύ συγκεκριμένη απαίτηση από τους δημοσιογράφους. Δεν ξέρω τι άποψη έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για τους δημοσιογράφους, αλλά γνωρίζω ποια έχουν οι δημοσιογράφοι για το συνάφι τους. Ρίξτε μια ματιά σε όσα έχουν ανταλλάξει δημόσια Αλαφούζος και Χατζηνικολάου για τη δημοσιογραφία και τη δημοσιογραφία τους. Πού ήταν η ΕΣΗΕΑ για να θιγεί και να υπερασπιστεί τον κλάδο; Να πει πως δεν είναι έτσι οι δημοσιογράφοι; Ή πως αδίκως ανταλλάσσονται τέτοιες κατηγορίες;
Πού είναι η ΕΣΗΕΑ και οι μεμονωμένοι δημοσιογράφοι για να υπερασπιστούν όσους συναδέλφους τους δέχονται μεθοδευμένες μηνύσεις και αγωγές (strategic lawsuit against public participation SLAPP) με σκοπό την εξόντωση;
Πού είναι κρυμμένοι; Δεν έχει σημασία αν είναι φοβισμένοι ή μπουκωμένοι, πάντως δεν μιλάνε. Φυσικά και δεν μιλάω για όλους και δεν έχει σημασία να λέμε κάθε φορά πως δεν είναι όλοι έτσι, αλλά αυτοί , οι άλλοι, χαρακτηρίζουν την Ελληνική δημοσιογραφία.
Καταλαβαίνω τους συναδέλφους που θέλοντας να υπερασπιστούν έστω τον εαυτό τους ή την ιδανική εικόνα του δημοσιογράφου, ήθελαν το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ με ένα άλλο σενάριο. Το σενάριο όμως το έχει φτιάξει η ζωή, όχι οι σκηνοθέτες του σποτ.
Δεν τσουβαλιάζει κανένας τους δημοσιογράφους. Οι ίδιοι ανέχονται τον εαυτό τους σε ένα τσουβάλι με απορρίμματα και λύματα.
Δεν έχει νόημα να παριστάνουμε τον νταλικιέρη που στο γνωστό ανέκδοτο είχε γίνει χίλια κομμάτια αλλά έλεγε «καλά που δεν πάθαμε και τίποτα». Δεν υπάρχουν άλλα για να πάθουμε. Η δημοσιογραφία είναι στον αναπνευστήρα. Προσωπικά προτιμώ να βγει η πρίζα και η τεχνητή υποστήριξη και να καταλάβουμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα πτώμα . Έχει σημασία μάλιστα να το θάψουμε, πριν βρομίσει.
Το πρόβλημα δεν λύνεται θεσμικά και πρακτικά, αναμασώντας στερεοτυπίες ή προσμονές περί δημοσιογραφίας που θα βρει το δρόμο της. Η συναδελφική αλληλεγγύη είναι η επαγγελματική συστράτευση με ζητούμενο την αλήθεια. Δεν είναι η στήριξη της δημοσιογραφίας, για τη στήριξη ως αυτοσκοπός. Η στήριξη των διεφθαρμένων, των αργόμισθων, των παρακοιμώμενων μόνο και μόνο επειδή είναι δημοσιογράφοι. Όποιος αισθάνεται θιγμένος να διαμαρτυρηθεί, αλλά πρωτίστως να απαιτήσει να τηρηθούν οι κανόνες και να μην ρίχνει την μπάλα στην εξέδρα.
Όσο για τους αορίστως θιγμένους από όσα διαρρέουν για τα ποσά που πήραν από την καμπάνια ή άλλες καμπάνιες, να βγουν αυτοί να πουν πόσα πήραν αφού δεν λέει ο Πέτσας. Γιατί δεν το κάνουν; Κανένας δεν έχει κάνει στους δημοσιογράφους, όσοι έχουν κάνει οι ίδιοι στον εαυτό τους. Ο καθείς και τα όπλα του. Του δημοσιογράφου είναι η πένα...
Κώστας Βαξεβάνης
koutipandoras.gr
Είναι το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ για την καμπάνια για τον κορονοϊό ισοπεδωτικό και προσβλητικό για τους δημοσιογράφους; Εξαρτάται ποιος ρωτάει, γιατί ρωτάει και ποιος απαντάει. Αν για παράδειγμα...
την απάντηση περί προσβολής του κλάδου δίνει (που δεν τολμά) ο Θανάσης Μαυρίδης, ο άνθρωπος ο οποίος είδε στο πρόσωπο του Μητσοτάκη τον νέο Μωυσή που κόβει την Ερυθρά Θάλασσα στα δύο , έχει άλλη βαρύτητα απ το να την δίνει ο δημοσιογράφος που δίνει μάχες για το επάγγελμα και την αλήθεια. Ο Μαυρίδης εκδότης της εφημερίδας Φιλελεύθερος, την οποία σπάνια βρίσκεις στα περίπτερα , αλλά τη συναντάς στα πατώματα των κομματικών γραφείων της ΝΔ , έχει κάθε λόγο να επιμένει πως το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ είναι κακό για τη δημοσιογραφία. Φυσικά εννοεί αυτή που ασκεί ο ίδιος, η οποία στο παρελθόν έχει ονοματίσει τον Λαυρέντη Λαυρεντιάδη ως επιχειρηματία θαύμα, λίγο πριν μπει φυλακή.
Μπορεί από την άλλη να προσβάλλεται ο δημοσιογράφος των 500 ευρώ, που θεωρεί πως δεν έχει καμιά σχέση με το πάρτι των εκατομμυρίων που κυκλοφορούν;
Το θέμα δεν είναι να μετρήσουμε την ευθιξία του καθενός, αλλά να δούμε την πραγματικότητα όπως είναι. Το σποτάκι του ΣΥΡΙΖΑ στο οποίο μια «παρουσιάστρια» βλέπει να πέφτει χρήμα από τον ουρανό κάθε φορά που κάνει αναφορές στο όνομα του Μητσοτάκη, είναι η δημοσιογραφική και πολιτική πραγματικότητα, που εναγκαλισμένες για μια ακόμη φορά αιμομικτικά, γεννούν τέρατα. Ας μην γελιόμαστε, δεν κάνει το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ γενικεύσεις, αντιθέτως το πρόβλημα της δημοσιογραφίας είναι γενικό. Και ένας λόγος που παραμένει πρόβλημα, είναι γιατί κάθε φορά που πρέπει να σηκωθούν τα δάχτυλα και να δείξουν την αθλιότητα και τους φορείς της, αυτούς που εξαγοράζονται και όσους εξαγοράζουν, το θέμα μετατρέπεται σε ανόητη μέτρηση μέσων όρων και ομφαλοσκοπική κορεκτίλα. Μια χαρά βολεύεται το σύστημα με όλους εκείνους τους δημοσιογράφους, που αντί να καθαρίσουν το σπίτι τους και να υπερασπιστούν την χαμένη τιμή τους , υπερασπίζονται θεωρίες περί εγκυκλοπαιδικής τιμιότητας που διέπει τον κλάδο και βλέπουν εχθρούς σε όποιον τολμήσει να πει την αλήθεια. Το δια ταύτα είναι πως επειδή δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να δείρουμε τον γάιδαρο χτυπάμε το σαμάρι με το σποτ.
Το πρόβλημα δεν το δημιουργεί το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει εκεί στην κοινωνία και καταγράφεται κάθε φορά που σε δημοσκόπηση μπαίνει το ερώτημα για το πόσο οι Έλληνες εμπιστεύονται τους δημοσιογράφους. Εκφράζεται (με άδικο ίσως τρόπο αλλά εκφράζεται) στο σύνθημα αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι. Ναι, δεν είναι όλοι ρουφιάνοι και αλήτες οι δημοσιογράφοι, αλλά όταν ο κόσμος δεν αισθάνεται την ύπαρξη εξαιρέσεων, τότε κάποιο πρόβλημα υπάρχει.
Η δημοσιογραφία είναι άρρωστη πολλά χρόνια. Ένα σύμπτωμα της αρρώστιας της είναι πως κλείνει τα μάτια μπροστά στην αλήθεια και κυρίως αυτή που περιγράφει την ίδια.
Δεν τα παίρνουν όλοι οι δημοσιογράφοι, αλλά όλη η δημοσιογραφία χαρακτηρίζεται από τις επιλογές των δημοσιογράφων που καταλήγουν να λειτουργούν σαν τα παλιά τζουκ μπόξ, παίζοντας μουσική κατά παραγγελία. Το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιγράφει τη σχέση του κάθε δημοσιογράφου με το χρήμα αλλά τη σχέση όλης της δημοσιογραφίας με την πολιτική και το χρήμα που χρησιμοποιεί.
Η ίδια η αντίδραση για το σποτ, είναι ακριβώς αποδεικτική, πως στον κλάδο των δημοσιογράφων δεν έχει σημασία η αλήθεια, αλλά η κατασκευασμένη, επιλεκτική, υποκριτική αλήθεια. Δεν φταίει όποιος ενοχλείται από αυτήν ή την περιγράφει. Δεν φταίει ο αγγελιοφόρος και δεν λύνεται το θέμα σκοτώνοντάς τον, όποτε η είδηση δεν μας αρέσει.
Γιατί βγήκε αυτό το σποτ και έγινε όλη η φασαρία; Θυμούνται άραγε όσοι σήμερα προσβάλλονται ; Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεκίνησε μια διαφημιστική καμπάνια για τον κορονοϊό στην οποία όμως ακύρωσε κάθε μορφή ελέγχου και λογοδοσίας για το πού πάει το δημόσιο χρήμα. Επέλεξε την εταιρεία που ήθελε για να μοιράσει το χρήμα και τις έδωσε μάλιστα 600.000 ευρώ (τα νόμιμα μόνο είναι τόσα) για να κάνει αυτό το μοίρασμα. Στη διανομή της διαφήμισης, άφησε προκλητικά έξω το Documento , το documentonews.gr και το koutipandoras.gr παρά τις διαμαρτυρίες. Ως εδώ έχουμε δύο παρεκτροπές από αυτό που απαιτεί η δημοσιογραφία να υπάρχει, από τη διαφάνεια και την ισονομία απέναντι στα Μέσα. Διαμαρτυρήθηκε γι αυτό η «δημοσιογραφία» ή σιωπούσε; Λίγη σημασία έχει αν σιωπούσε από φόβο ή από προσμονή για να πέσει κάποιο ψίχουλο από το τραπέζι όπου εξελίσσεται το φαγοπότι. Σιωπούσε πάντως.
Βέβαια πριν από τον αποκλεισμό του Documento από την καμπάνια για την πανδημία, υπήρξε μήνες πριν, ο αποκλεισμός της εφημερίδας συνολικά από τη διαφήμιση. Είχαμε καταγγείλει πως με παρεμβάσεις του ίδιου του πρωθυπουργού δια του ανιψιού του Γρηγόρη Δημητριάδη, απειλούνται οι επιχειρηματίες για να μη δώσουν διαφήμιση στο Documento. Η κυβέρνηση δεν τόλμησε να διαψεύσει όσα καταγγείλαμε γιατί γνώριζε πως είχαμε αποδείξεις. Η υπόθεση έφτασε σε διεθνείς οργανώσεις και Μέσα του εξωτερικού τα οποία έβγαλαν ανακοινώσεις καταδικαστικές για την κυβέρνηση.
Τι έκανε όμως η ελληνική δημοσιογραφία; Ό,τι είχε κάνει και όταν με είχαν συλλάβει για τη δημοσιοποίηση της λίστα Λαγκάρντ. Άφηνε να πλανάται η εντύπωση πως υπάρχουν λόγοι για ό,τι γίνεται.
Όταν στη συνέχεια το θέμα πήρε διαστάσεις με ερώτηση 77 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, οι δημοσιογράφοι, συνέχισαν να κάνουν τον γάιδαρο που και να πετάει πόσο θα πετάει; Λέω συνειδητά «οι δημοσιογράφοι» και όχι γενικευμένα η δημοσιογραφία, γιατί ζούμε στην εποχή των social media και θα μπορούσε ο καθένας να εκφράσει την άποψή του για ένα φαινόμενο που δεν αφορούσε το Documento μόνο αλλά όλους. Ακόμη και όταν ο Πέτσας έκανε το λάθος να παραδώσει τη λίστα με τα Μέσα που χρηματοδοτήθηκαν και αφού αποκαλύψαμε πως χρηματοδοτήθηκαν ακόμη και site φαντάσματα μαζί με τον Μένιο Φουρθιώτη, ούτε τότε υπήρξε σοβαρή αντίδραση. Χρειάστηκε να διαρρεύσουν ποσά που πήραν κάποιοι και δεν πήραν κάποιοι άλλοι , για να ανακαλύψει η δημοσιογραφία και οι δημοσιογράφοι την αντίδραση και τη Δημοκρατία, γιατί ρίχτηκαν στο λογαριασμό.
Ας πάμε όμως και στο επόμενο επεισόδιο. Σε εκείνο που ο Πέτσας ψελλίζει διάφορα ψέματα για να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό του Documento. Του είπε η ελληνική δημοσιογραφία και τα όργανά της πως πρέπει να ντρέπεται; Αντέδρασε κάποιος όταν έλεγε με στόμφο σα να πρόκειται για διαχείριση των δικών του χρημάτων, πως χρηματοδότησε ακόμη και αντιπολιτευόμενες εφημερίδες λες και έκανε παραχώρηση σε κάποιον; Του απάντησε κάποιος όταν συκοφαντούσε μια εφημερίδα πως δήθεν προωθούσε την άποψη ότι δεν υπάρχει κορονοϊός; Είχε να έντερα να σηκωθεί ένας δημοσιογράφος και να του πει πως πρέπει να ντρέπεται, όταν έκανε δημόσια την παραδοχή πως δεν έδωσε χρήματα στο Documento γιατί χτυπούσε τον πρωθυπουργό και την οικογένειά του;
Και τι έκανε μετά η δημοσιογραφία; Άρχισε να αναμασά τους γκαιμπελισμούς του Πέτσα περί Μέσων που είχαν πάρει εκατομμύρια στο παρελθόν, ξέροντας πως όλα αυτά ήταν ψέματα στο μύλο μιας προπαγάνδας. Βγήκαν και οι παρουσιαστές και ζήτησαν έλεγχο σε βάθος δεκαετίας. Καλά έκαναν, αλλά αν ήθελαν έλεγχο στο παρελθόν να τον ζητούσαν τότε που έκαναν την πάπια προσμένοντας πως θα τους ρυθμίσουν τα απλήρωτα δάνεια. Το θέμα τώρα είναι συγκεκριμένο και δεν αμνηστεύεται με συμψηφισμούς και φραστικές πλειοδοσίες σε χρόνο για να ξεχάσουμε αυτό που συμβαίνει τη συγκεκριμένη στιγμή
Η δημοσιογραφία δεν είναι μια θεωρητική έννοια αλλά πολύ συγκεκριμένη απαίτηση από τους δημοσιογράφους. Δεν ξέρω τι άποψη έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για τους δημοσιογράφους, αλλά γνωρίζω ποια έχουν οι δημοσιογράφοι για το συνάφι τους. Ρίξτε μια ματιά σε όσα έχουν ανταλλάξει δημόσια Αλαφούζος και Χατζηνικολάου για τη δημοσιογραφία και τη δημοσιογραφία τους. Πού ήταν η ΕΣΗΕΑ για να θιγεί και να υπερασπιστεί τον κλάδο; Να πει πως δεν είναι έτσι οι δημοσιογράφοι; Ή πως αδίκως ανταλλάσσονται τέτοιες κατηγορίες;
Πού είναι η ΕΣΗΕΑ και οι μεμονωμένοι δημοσιογράφοι για να υπερασπιστούν όσους συναδέλφους τους δέχονται μεθοδευμένες μηνύσεις και αγωγές (strategic lawsuit against public participation SLAPP) με σκοπό την εξόντωση;
Πού είναι κρυμμένοι; Δεν έχει σημασία αν είναι φοβισμένοι ή μπουκωμένοι, πάντως δεν μιλάνε. Φυσικά και δεν μιλάω για όλους και δεν έχει σημασία να λέμε κάθε φορά πως δεν είναι όλοι έτσι, αλλά αυτοί , οι άλλοι, χαρακτηρίζουν την Ελληνική δημοσιογραφία.
Καταλαβαίνω τους συναδέλφους που θέλοντας να υπερασπιστούν έστω τον εαυτό τους ή την ιδανική εικόνα του δημοσιογράφου, ήθελαν το σποτ του ΣΥΡΙΖΑ με ένα άλλο σενάριο. Το σενάριο όμως το έχει φτιάξει η ζωή, όχι οι σκηνοθέτες του σποτ.
Δεν τσουβαλιάζει κανένας τους δημοσιογράφους. Οι ίδιοι ανέχονται τον εαυτό τους σε ένα τσουβάλι με απορρίμματα και λύματα.
Δεν έχει νόημα να παριστάνουμε τον νταλικιέρη που στο γνωστό ανέκδοτο είχε γίνει χίλια κομμάτια αλλά έλεγε «καλά που δεν πάθαμε και τίποτα». Δεν υπάρχουν άλλα για να πάθουμε. Η δημοσιογραφία είναι στον αναπνευστήρα. Προσωπικά προτιμώ να βγει η πρίζα και η τεχνητή υποστήριξη και να καταλάβουμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα πτώμα . Έχει σημασία μάλιστα να το θάψουμε, πριν βρομίσει.
Το πρόβλημα δεν λύνεται θεσμικά και πρακτικά, αναμασώντας στερεοτυπίες ή προσμονές περί δημοσιογραφίας που θα βρει το δρόμο της. Η συναδελφική αλληλεγγύη είναι η επαγγελματική συστράτευση με ζητούμενο την αλήθεια. Δεν είναι η στήριξη της δημοσιογραφίας, για τη στήριξη ως αυτοσκοπός. Η στήριξη των διεφθαρμένων, των αργόμισθων, των παρακοιμώμενων μόνο και μόνο επειδή είναι δημοσιογράφοι. Όποιος αισθάνεται θιγμένος να διαμαρτυρηθεί, αλλά πρωτίστως να απαιτήσει να τηρηθούν οι κανόνες και να μην ρίχνει την μπάλα στην εξέδρα.
Όσο για τους αορίστως θιγμένους από όσα διαρρέουν για τα ποσά που πήραν από την καμπάνια ή άλλες καμπάνιες, να βγουν αυτοί να πουν πόσα πήραν αφού δεν λέει ο Πέτσας. Γιατί δεν το κάνουν; Κανένας δεν έχει κάνει στους δημοσιογράφους, όσοι έχουν κάνει οι ίδιοι στον εαυτό τους. Ο καθείς και τα όπλα του. Του δημοσιογράφου είναι η πένα...
Κώστας Βαξεβάνης
koutipandoras.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου