επισκόπηση όχι μόνο της έντασης αλλά και του κοινωνικού εύρους των κινητοποιήσεων.
Μπορεί τα κανάλια να θεωρούν πως όσοι κατεβαίνουν τούτες τις μέρες στους δρόμους των αμερικανικών πόλεων ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά σε μια περιθωριακή κι επίφοβη «δεύτερη κοινωνία», τα ίδια τους τα πλάνα όμως διαψεύδουν αυτήν την εκδοχή.
Οπως και στο δικό μας 2008, είναι προφανές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια έκρηξη με πολύμορφα χαρακτηριστικά, τροφοδοτημένη από πλειάδα παραπληρωματικών παραγόντων: αγανάκτηση για τις ατιμώρητες, φυλετικά και ταξικά μεροληπτικές αγριότητες αυτών που ο Τραμπ εξυμνούσε, προτού καν αναλάβει την προεδρία, σαν «τις καλύτερες υπηρεσίες τήρησης του νόμου και της τάξης που υπάρχουν σε ολόκληρο τον κόσμο» («Αμερική σπουδαία ξανά», Αθήνα 2017, σ. 130)· απελπισία μπροστά στην προοπτική επανεκλογής του ρεπουμπλικανού προέδρου, από τη στιγμή που μια κρίσιμη μερίδα μεσοστρωμάτων του Δημοκρατικού Κόμματος έκρινε ότι, για τα δικά της ταξικά συμφέροντα, ο ανεκδιήγητος Τραμπ είναι προτιμότερος από τον σοσιαλιστή Σάντερς· επιδείνωση αυτής της απελπισίας από την εγκληματική διαχείριση της πανδημίας και τον αντιλαϊκό επιμερισμό του κοινωνικού κόστους της.
Παρά την αντιφατικότητά του, το κοινωνικό εύρος της έκρηξης της προσδίδει έτσι πολιτική εμβέλεια απείρως μεγαλύτερη από εκείνην που θα είχαν κάποιες ταραχές, οσοδήποτε άγριες και καταστροφικές, μέσα στα γκέτο. Οπως και στον δικό μας Δεκέμβρη, σε αυτή την αντικειμενική σύμπλευση δυο ασύμπτωτων κοινωνιών –των απόκληρων και των ριζοσπαστικοποιημένων μικροαστών– οφείλεται κατά κύριο λόγο η οφθαλμοφανής δυσκολία των κυβερνώντων να συκοφαντήσουν και να καταστείλουν αποτελεσματικά τον ξεσηκωμό.
Το υλικό που παρουσιάζουμε εδώ αφορά τη δεύτερη πλευρά αυτής της σύγκλισης. Πρόκειται για κονκάρδες που διακινούνταν πέρσι τον Μάιο από υπαίθριους πωλητές στην πλατεία Ουάσινγκτον της Νέας Υόρκης, τοπικό ισοδύναμο των δικών μας Εξαρχείων.
Ο βιοποριστικός χαρακτήρας της προώθησής τους δεν αναιρούσε τον πολιτικό χαρακτήρα με τον οποίο αυτή επενδυόταν (και γινόταν αντιληπτή από τους αγοραστές): οι μεν κονκάρδες διαφημίζονταν ως μηνύματα «Αντίστασης» [1-2], το δε περιεχόμενό τους αναπαρήγε τις ριζοσπαστικότερες αιχμές του εκεί αντιπολιτευτικού λόγου – με όλες, εννοείται, τις αντιφάσεις του.
Το σαφέστερο μήνυμα αφορούσε την αλληλεγγύη προς πρόσφυγες και μετανάστες, υπενθυμίζοντας τη μεταναστευτική καταγωγή όλων των (λευκών) Αμερικανών [3], την ανάγκη των προσφύγων να σωθούν από τη βαρβαρότητα [4], τη συμβολή των μεταναστών στο εθνικό «μεγαλείο» [6] και προβάλλοντας επιθετικά μια θετική πρόσληψη της πολυπολιτισμικότητας [5, 7].
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνταν το διάσημο πλέον «Black Lives Matter», η φαντασίωση της Wonder Woman να συνετίζει τον σεξιστή Τραμπ και η ρεαλιστικότερη επίκληση της γυναικείας ψήφου, δίπλα σε τσιτάτα της Μισέλ Ομπάμα ή νοσταλγικές αναπολήσεις της θητείας του συζύγου της [6]. Ευρηματικότερη, μια παράφραση του βασικού προεκλογικού συνθήματος του Τραμπ προέκτεινε ειρωνικά την επαγγελία επιστροφής στο κραταιό παρελθόν μέχρι τις μέρες της βρετανικής αποικιοκρατίας [7].
Οπως συμβαίνει κατά κανόνα με την επίκληση «εθνικών» επιχειρημάτων προς επίρρωση του αντιπολιτευτικού λόγου, οι αναφορές στη διεθνή σκηνή αφήνουν αντίθετα μια στυφή γεύση.
Δύσκολα θα μπορούσε βέβαια να ενοχληθεί κανείς από τη στερεοτυπικά φροϊδική (πλην ειρηνόφιλη) απεικόνιση της κόντρας Τραμπ - Κιμ Γιονγκ Ουν [8].
Δεν ισχύει όμως το ίδιο με την προβολή του Αμερικανού προέδρου σαν μαριονέτας του Πούτιν, μετενσάρκωσης των ανατολικοευρωπαίων ηγετών επί «υπαρκτού», ή και αναφανδόν «προδότη», σε πλήρη ευθυγράμμιση με την ψυχροπολεμική καμπάνια των «γερακιών» του Δημοκρατικού Κόμματος [9-10].
Πόσο μάλλον με την ανάδειξη σε αντίπαλο δέος του… Μακρόν, μέχρι του σημείου να προτείνεται «ανταλλαγή» του με το (γαλλικής προέλευσης) Αγαλμα της Ελευθερίας [11].
Τάσος Κωστόπουλος
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου