Η πανδημία ξεγυμνώνει την ακραία κοινωνική ανισότητα στη Βραζιλία...
πανδημία του κοροναϊού έφερε κάθε χώρα του κόσμου που έπληξε αντιμέτωπη με τον δικό της «δαίμονα». Ένα διαλυμένο σύστημα υγείας, έναν γηρασμένο πληθυσμό, μία εύθραυστη οικονομία, μία πολιτική κρίση, συχνά με περισσότερα από ένα από αυτά. Η...
Βραζιλία ανήκει στις χώρες που χτυπήθηκαν σκληρά. Τρίτη σε κρούσματα, τέταρτη σε αριθμό νεκρών παγκοσμίως. Και ο δικός της «δαίμονας» είναι παρόν. Η Βραζιλία είναι η χώρα των τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων και η υγειονομική κρίση απλώς τις οξύνει.
Στη Βραζιλία το 10% της τοπικής κοινωνίας αντιπροσωπεύει το 55% του πλούτου. Την ίδια ώρα, το 50% των πολιτών ζουν με μόλις 66 ευρώ το μήνα. Σε αυτό το 50% περιλαμβάνεται περιλαμβάνεται μία συγκεκριμένη κατηγορία εργαζόμενων που στην πραγματικότητα υπηρετεί το άλλο μισό, την μεσαία και ανώτερη τάξη. Πρόκειται για τους empregada doméstica, όπως είναι ο όρος στα βραζιλιάνικα, δηλαδή τους «οικιακούς υπηρέτες». Στη Βραζιλία κάθε σπίτι της μεσαίας τάξης έχει υπηρετικό προσωπικό. Ο τρόπος με τον οποίοι οι υπηρέτες ζουν και αυτή τη στιγμή βιώνουν την υγειονομική κρίση είναι σημείο αναφοράς για την κοινωνικά διαιρεμένη Βραζιλία.
Ζώντας με τον κοροναϊό στις φαβέλες
Σύμφωνα με το Spiegel, το πρώτο θύμα του κοροναϊού στο Ρίο ντε Τζανέιρο ήταν μία υπηρέτρια. Η 63χρονη Κλεονίκ Γκονσάλβες. Η εργοδότριά της είχε επισκεφτεί την Ιταλία και όταν επέστρεψε στη χώρα της έκανε τεστ για κοροναϊό, αλλά δεν θεώρησε ότι πρέπει να ενημερώσει την υπηρέτριά της. Η Γκονσάλβες που ήταν διαβητική και επομένως ως τέτοια άνηκε στις ομάδες υψηλού κινδύνου συνέχισε να εργάζεται. Κάποιες ημέρες αργότερα πέθανε σε δημόσιο νοσοκομείο.
Ο θάνατος της Γκονσάλβες και ο τρόπος με τον οποίο ήρθε είναι χαρακτηριστικός των όσων συμβαίνουν στην κοινωνία της Βραζιλίας. Το ίδιο χαρακτηριστικές είναι και οι εικόνες του στρατού που περιπολούν τους δρόμους ανάμεσα στις παραγκουπόλεις και τις γειτονιές που διαβιεί η μεσαία τάξη. Ο κοινωνικός διαχωρισμός θυμίζει άλλη εποχή.
Στις φαβέλες, στις μικροσκοπικές, υγρές παράγκες, συχνά ζουν έξι, επτά ή και οκτώ άνθρωποι. Ο όρος κοινωνική αποστασιοποίηση που μας συστήθηκε με τον κοροναϊό φαντάζει το λιγότερο αστείος. Το νερό στις φαβέλες φτάνει με δυσκολία, στους δρόμους έξω από τις παράγκες τα σκουπίδια μαζεύονται σορό και τα ρέματα μολύνουν περιττώματα.
Στις παραγκουπόλεις ζουν σήμερα και οι περισσότεροι υπηρέτες, αφού μετά το 1960 σταμάτησαν να ζουν εσωτερικοί στα σπίτια των αφεντικών τους. Ο αποκλεισμός τους είναι παντού διάχυτος στο Ρίο, μια πόλη που σχεδιάστηκε και χτίστηκε έτσι ώστε να διασφαλίσει ότι οι δρόμοι των υπηρετών και των αφεντικών τους δεν θα διασταυρώνονται χωρίς να υπάρχει λόγος.
Δυο ασανσέρ, δυο πόρτες
Τα περισσότερα συγκροτήματα πολυκατοικιών διαθέτουν δυο ανελκυστήρες. Ο ένας πιο πολυτελής - ονομάζεται «κοινωνικός» - προορίζεται για τους κατοίκους και τους καλεσμένους τους, ο δεύτερος - ονομάζεται «υπηρετικός» - χρησιμοποιείται για το υπηρετικό προσωπικό, τις οικιακές βοηθούς, τις νταντάδες, τους μάγειρες και τους θυρωρούς και πλέον για τους ντελιβεράδες που παραδίδουν τα ψώνια από τα σουπερμάρκετ και τα αφήνουν στις πίσω πόρτες των σπιτιών.
Ακόμα και στα σύγχρονα κτίρια αυτός ο ιεραρχικός διαχωρισμός εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη κι αν γίνεται με δυο πόρτες για το ίδιο διαμέρισμα που βρίσκονται η μία δίπλα στην άλλη. Και εκτός αυτών των κτιρίων επικρατεί η ίδια εικόνα. Πίσω από τις διάσημες παραλίες Κοπακαμπάνα και Ιπάνεμα, όπου οι εύποροι διασκεδάζουν, απλώνονται οι λόφοι με τις παραγκουπόλεις, όπου οι φτωχοί ζουν. Οι πλούσιοι μένουν σε κτίρια που έχουν πισίνες στις ταράτσες τους, οι φτωχοί σε παράγκες που έχουν τσίγκινους κάδους στις σκεπές τους, για να μαζεύουν το πολύτιμο νερό της βροχής.
Από την εποχή της δουλείας στο σήμερα
Παρά το γεγονός ότι ο φόβος των επιδημιών είναι ιστορικά ιδιαίτερα ισχυρός στη Βραζιλία, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Spiegel, πολλοί λίγοι ήταν αυτοί που σκέφτηκαν να απομακρύνουν το υπηρετικό τους προσωπικό. Κι όσοι το έκαναν, γρήγορα το επανέφεραν. Η δουλεία στη Βραζιλία δεν έμεινε στα πλαίσια της αγροτικής ελίτ, αλλά επεκτάθηκε μετά τον 19ο αιώνα στο κέντρο της κοινωνίας όπου και ρίζωσε βαθιά. Οι περισσότεροι άνθρωποι της μεσαίας τάξης θεωρούν αδιανόητο να τα βγάλουν πέρα χωρίς βοήθεια με τις δουλειές του νοικοκυριού και τη φροντίδα των παιδιών. Έτσι απλώς έψαξαν λύσεις ώστε να έρχονται σε όσο το δυνατόν μικρότερη επαφή με το υπηρετικό προσωπικό.
Δεν είναι τυχαίο ότι όταν τερματίστηκε η δουλεία το 1888, η Βραζιλία ήταν η τελευταία χώρα στην ήπειρο που το έκανε. Εξάλλου και με την κατάργηση της δουλείας οι δομές στη Βραζιλία πολύ λίγο άλλαξαν. Οι ίδιοι άνθρωποι εξακολούθησαν να κάνουν τις ίδιες δουλειές που απλά μετατράπηκαν σε φθηνή εργασία. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 υπήρχαν ακόμη λίστες εργασίας για «υπηρέτριες με μαύρο δέρμα». Πλέον ζητείται «ευχάριστη εμφάνιση», αλλά στην πραγματικότητα τίποτα δεν έχει αλλάξει ριζικά.
Μόλις το 2013, υπό την αριστερή πρόεδρο Ντίλμα Ρούσεφ, τέθηκε σε ισχύ ένας νόμος που έθεσε τους οικιακούς υπηρέτες στην ίδια νομική βάση με τους άλλους εργαζόμενους. Έτσι όσοι έχουν σύμβαση εργασίας μπορούν να πληρώνονται υπερωρίες και να λαμβάνουν παροχές ανεργίας και σύνταξη. Παρόλα αυτά ο αντίκτυπος του νόμου ήταν μέτριος. Η συντριπτική πλειονότητα των οικιακών εργαζόμενων εξακολουθεί να απασχολείται άτυπα. Τα παιδιά τους πηγαίνουν σε δημόσια σχολεία κι ελάχιστα έχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν στα διάσημα δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία τροφοδοτούνται από παιδιά των ανώτερων τάξεων που προέρχονται από ακριβά ιδιωτικά σχολεία.
Οι πιο ευάλωτοι στην υγειονομική κρίση
Με την εξαιρετικά άνιση κοινωνία της αποικιοκρατίας να παραμένει αναλλοίωτη στη σημερινή Βραζιλία, οι υπηρέτες είναι φυσικά οι πιο ευάλωτοι στην υγειονομική κρίση. Τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας καταρρέουν κι ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων πεθαίνουν “σιωπηλά” στο σπίτι τους, επειδή οι αναπνευστήρες υψηλών προδιαγραφών των ιδιωτικών νοσοκομείων δεν είναι γι’ αυτούς.
Ο κοροναϊός παραφυλάει στις ουρές των ανθρώπων που συνωστίζονται για να πάρουν τα 100 ευρώ βοήθειας που δίνει η κυβέρνηση, στις ουρές που σχηματίζονται έξω από τις τράπεζες τροφίμων, όπου σημειώνονται και συγκρούσεις, στις αίθουσες αναμονής των κλινικών όπου γιατροί εργαζόμενοι εξοντωτικά προσφέρουν δωρεάν φροντίδα σε όσους ανθρώπους μπορούν να εξυπηρετήσουν από τις παραγκουπόλεις, την ίδια ώρα που μπουλντόζες σκάβουν μαζικούς νέους τάφους για τα θύματα. Την ίδια ώρα, που πάνω από 1.000 άνθρωποι περιμένουν σε λίστα αναμονής για ένα νοσοκομειακό κρεβάτι, μόνο στο Ρίο.
Τίποτα από αυτά δεν προκαλεί εντύπωση. Χιλιάδες γιατροί έχουν απολυθεί και τουλάχιστον 2.000 κρεβάτια εντατικής θεραπείας έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας. Στο Ρονάλντο Γκατσόλα, το νοσοκομείο αναφοράς του Ρίο, στις αρχές Μαΐου δυο ασθενείς έχασαν τη ζωή τους επειδή οι γεννήτριες άργησαν να πάρουν μπροστά μετά από διακοπή ρεύματος. Και φυσικά σε αυτή την πανδημία, κάποιοι Βραζιλιάνοι είναι πιο ευάλωτοι από άλλους. Αυτοί συνήθως ζουν στις φαβέλες και οι περισσότεροι έχουν μαύρο δέρμα.
Ο ακροδεξιός πρόεδρος της Βραζιλίας, Ζαΐρ Μπολσονάρο φοβούμενος την κατάρρευση της οικονομίας πήρε την απόφαση να μην προχωρήσει σε lockdown και ενθάρρυνε τους πολίτες να βγαίνουν έξω και να πηγαίνουν στις δουλειές τους. Κυβερνήτες επαρχιών διαφώνησαν ανοιχτά μαζί του και πήραν περιοριστικά μέτρα. Συγκρούσεις μεταξύ των οπαδών του που στρέφονται κατά των περιοριστικών μέτρων και αντικυβερνητικών διαδηλωτών σημειώνονται στις μεγάλες πόλεις.
Η Βραζιλία καταρρέει υπό το βάρος της πανδημίας
«Και λοιπόν;». Αυτή ήταν η απάντηση του Μπολσονάρο όταν στα τέλη Απρίλη ρωτήθηκε για τον δραματικά αυξανόμενο αριθμό θανάτων. «Γιατί να αγοράσετε έναν μεγάλο αριθμό αναπνευστήρων όταν δεν θα τους χρειαστείτε μετά την κρίση;» ρώτησε με την σειρά του ο Νέλσον Τειτ πριν ο Μπολσονάρο τον διορίσει υπουργό υγείας. Αυτή η στάση τρομοκράτησε τη μεσαία τάξη της Βραζιλίας που βγήκε στα μπαλκόνια, χτυπώντας κατσαρόλες και κατηγορώντας τον Μπολσονάρο για «γενοκτονία», αλλά καταδίκασε την κατώτερη τάξη που ενώ κινδυνεύει περισσότερο είναι αποκλεισμένη από το σύστημα υγείας.
Και θα την καταδικάσει ξανά. Σύμφωνα με ανάλυση της Παγκόσμιας Τράπεζες 5 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι θα πέσουν σε απόλυτη φτώχεια εξαιτίας της κρίσης του κοροναϊού. Περίπου 50 εκατομμύρια δεν θα μπορούν να ζήσουν χωρίς το βοήθημα των 100 ευρώ. Αν υπήρχε μία καμπύλη που να καταγράφει την ανισότητα στη Βραζιλία αυτή θα ήταν παράλληλη με την καμπύλη που ακολουθεί η πανδημία του κοροναϊού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου