H προαναγγελία ενός νέου ακροδεξιού κόμματος, και μάλιστα από ένα γνωστό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής, θα έπρεπε να περάσει με λίγα σχόλια. Και προφανώς με κάποια δόση...
ειρωνείας, μια και ο συγκεκριμένος χώρος δείχνει να έχει χάσει έδαφος και βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Το ότι ωστόσο ως ιδεολογικός άξονας της φιλοδοξίας αυτής επιλέχθηκε το πιο εμβληματικό σύνθημα του ανδρεοπαπανδρεϊκού οπλοστασίου, το διάσημο «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες», περιπλέκει τα πράγματα. Εδωσε, για παράδειγμα, αφορμή για μια μικρή αναταραχή, απ’ αυτές που ηλεκτρίζουν πρόσκαιρα τους μικρόκοσμους των social media.
Κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να ανασύρουν την αποστροφή τους για την παλαιοπασοκική ρητορεία και άλλοι πάλι αισθάνθηκαν την ανάγκη να υπερασπιστούν μια κληρονομιά που, κατά τη γνώμη τους, ανήκει στη «δημοκρατική παράταξη» και δεν της ταιριάζει η καπηλεία.
Στην πολιτική, προφανώς, οι ίδιες λέξεις δεν σημαίνουν το ίδιο σε όλες τις συγκυρίες. Εχει πάντα σημασία το πλαίσιο που στεφανώνει τα εκάστοτε συνθήματα αλλά φυσικά και το ποιος παίρνει, κάθε φορά, τον λόγο. Ο Ηλίας Κασιδιάρης αντλεί από μια φυλετική και ρατσιστική αντίληψη της πατρίδας και της «ελληνικότητας». Και το συγκεκριμένο ίχνος δεν έχει σχέση με τον κεντροαριστερό πατριωτισμό των χρόνων της Μεταπολίτευσης, εκεί όπου απογειώθηκε το σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» σε μαζικές συγκεντρώσεις, φεστιβάλ και κομματικές συνάξεις.
Παρ’ όλα αυτά σκέφτομαι ότι η ενεργοποίηση του συγκεκριμένου συνθήματος σε αυτή τη συγκυρία δεν είναι ανώδυνη, ούτε ακίνδυνη. Πολλοί, ας πούμε, έχουν ισχυριστεί ότι η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης σε κάποιες χώρες ήταν ένα χαστούκι στους ακροδεξιούς λαϊκισμούς: η ανάδειξη της αξίας του επαγγελματισμού, η κοινωνική εμπιστοσύνη στον λόγο των ειδικών και η καινούργια νομιμοποίηση όσων κυβερνήσεων στάθηκαν σχετικά καλά μέσα στην κρίση, έδειξαν – λένε – πως οι λεγόμενοι «ψεκασμένοι» λόγοι και οι φορείς τους άγγιξαν τα όριά τους. Μπορεί ορισμένες ιδέες συμβατές με την Ακροδεξιά να κέρδισαν οπαδούς σε όσους, ας πούμε, είδαν τα περιοριστικά μέτρα των lockdown ως ταφόπλακες για την ελευθερία και ως πρόσχημα για τα δαιμονικά «τσιπάκια του Μπιλ Γκέιτς». Ωστόσο, αυτές οι ερμηνείες και τα αντίστοιχα δημόσια συναισθήματα δεν κατάφεραν να εκτοπίσουν τον κριτικό ορθολογισμό και κάποιες βασικές πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις.
Αυτή όμως είναι μια στιγμή που πέρασε. Ηδη κινούμαστε προς το αινιγματικό πεδίο μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης που συνοδεύεται με πλήγματα στην αγοραστική δύναμη και στον παραγωγικό ιστό. Αναδύονται πάλι η ελληνοτουρκική ένταση και οι αγωνίες για τα σύνορα, όπου με αφορμή την «είδηση» για προώθηση Τούρκων σε ένα περιορισμένο κομμάτι γης στον Εβρο είδαμε ετερόκλητο κόσμο από τα δεξιά και τα αριστερά να σπεύδει να στιγματίσει τον υποθετικό «ενδοτισμό» της κυβέρνησης και του υπουργού Εξωτερικών.
Το φθινόπωρο ενδέχεται να αποκαλύψει μια διαφορετική εικόνα: μια Ελλάδα που γλιστράει πάλι στη ρητορική περί προδοτών, σε σκιρτήματα κοινωνικής και εθνικιστικής εχθροπάθειας. Γι’ αυτό και η παρέμβαση του Κασιδιάρη βλέπει στους επόμενους μήνες και στις υπόγειες δυναμικές τους. Η αναφορά στον «εθνομηδενισμό» και το κάλεσμα σε όλους τους πατριώτες παίζουν με θέματα που έχουν αντίκρισμα πολύ πέραν των οργανωμένων ακροδεξιών ή των πρώην/νυν χρυσαυγιτών. Ευαίσθητα αφτιά για αυτόν τον λόγο υπάρχουν μέσα στο λαϊκό στελεχικό δυναμικό της Νέας Δημοκρατίας αλλά όχι μόνο στα συντηρητικά κοινά.
Ποιος αμφιβάλλει πως υπάρχει ζωτικός χώρος για ένα νέο κύμα αγανακτισμένων λόγων και πρακτικών; Αν αυτή η δεύτερη κρίση δεν ελεγχθεί πολιτικά, το μοναδικό διαθέσιμο ιδεολογικό προϊόν της συγκυρίας μοιάζει να είναι ένας άστατος και υβριδικός εθνικισμός. Σε συνδυασμό με σκόρπια αιτήματα αναδιανομής και επιδοματικής διευκόλυνσης, που ωστόσο δεν αρκούν για να δημιουργήσουν σοβαρά ρήγματα. Αυτός ο υβριδικός εθνικισμός δεν χρειάζεται να είναι πάντα εξτρεμιστικός, αρκεί να μπορεί να δημιουργεί γεγονότα πολιτικοποιώντας με άγριο τρόπο τα δημόσια συναισθήματα και τις όποιες προσωπικές απογοητεύσεις. Αν μάλιστα η κυβέρνηση επαναπαυθεί στην ιδέα των φωτισμένων ειδικών – στην αναζήτηση κάποιου Τσιόδρα της οικονομίας – και η αντιπολίτευση σπεύσει να εκμεταλλευθεί με φτηνό τρόπο τις διάσπαρτες δυσφορίες της περιόδου, το ατύχημα μπορεί να μην αργήσει. Το ατύχημα αυτό μπορεί να μη λέγεται πλέον Χρυσή Αυγή, ούτε καν και κόμμα κάποιου Κασιδιάρη: θα φέρει όμως μαζί του την ανάμειξη εθνικιστικών καημών και οικονομικών παραπόνων, ένα αμάλγαμα που ιστορικά ευνόησε πάντα τη ριζοσπαστική Δεξιά και τη δική της «εξέγερση» κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Το αντίδοτο; Η επίμονη διεκδίκηση ενός ρεπουμπλικανικού και φιλελεύθερου πατριωτισμού. Γύρω από την ιδέα ότι η Ελλάδα δεν ανήκει μόνο στον εαυτό της αλλά στη μεγάλη δημοκρατική κοινότητα όσων βλέπουν το μέλλον τους στην αλληλεξάρτηση των πεπρωμένων τους. Η χώρα ανορθώνεται όταν δεν την κυριεύει ο ανασφαλής πανικός της αυτοεπιβεβαίωσης και δεν συντρίβεται ανάμεσα στη συλλογική υποτίμηση και στις εθνικιστικές παρακρούσεις.
Γι’ αυτό λοιπόν θα ήταν καλό να πάρουμε στα σοβαρά τους κινδύνους από μια μελλοντική πολιτική αστάθεια που θα συνοδεύεται από ιδεολογικές παλινδρομήσεις. Το να σκεφτόμαστε τους κινδύνους δεν είναι απαισιοδοξία αλλά στοιχειώδης αυτοπροστασία από την αφέλεια και την επανάπαυση...
Νικόλας Σεβαστάκης
Πηγή: tovima.gr
ειρωνείας, μια και ο συγκεκριμένος χώρος δείχνει να έχει χάσει έδαφος και βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης. Το ότι ωστόσο ως ιδεολογικός άξονας της φιλοδοξίας αυτής επιλέχθηκε το πιο εμβληματικό σύνθημα του ανδρεοπαπανδρεϊκού οπλοστασίου, το διάσημο «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες», περιπλέκει τα πράγματα. Εδωσε, για παράδειγμα, αφορμή για μια μικρή αναταραχή, απ’ αυτές που ηλεκτρίζουν πρόσκαιρα τους μικρόκοσμους των social media.
Κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να ανασύρουν την αποστροφή τους για την παλαιοπασοκική ρητορεία και άλλοι πάλι αισθάνθηκαν την ανάγκη να υπερασπιστούν μια κληρονομιά που, κατά τη γνώμη τους, ανήκει στη «δημοκρατική παράταξη» και δεν της ταιριάζει η καπηλεία.
Στην πολιτική, προφανώς, οι ίδιες λέξεις δεν σημαίνουν το ίδιο σε όλες τις συγκυρίες. Εχει πάντα σημασία το πλαίσιο που στεφανώνει τα εκάστοτε συνθήματα αλλά φυσικά και το ποιος παίρνει, κάθε φορά, τον λόγο. Ο Ηλίας Κασιδιάρης αντλεί από μια φυλετική και ρατσιστική αντίληψη της πατρίδας και της «ελληνικότητας». Και το συγκεκριμένο ίχνος δεν έχει σχέση με τον κεντροαριστερό πατριωτισμό των χρόνων της Μεταπολίτευσης, εκεί όπου απογειώθηκε το σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες» σε μαζικές συγκεντρώσεις, φεστιβάλ και κομματικές συνάξεις.
Παρ’ όλα αυτά σκέφτομαι ότι η ενεργοποίηση του συγκεκριμένου συνθήματος σε αυτή τη συγκυρία δεν είναι ανώδυνη, ούτε ακίνδυνη. Πολλοί, ας πούμε, έχουν ισχυριστεί ότι η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης σε κάποιες χώρες ήταν ένα χαστούκι στους ακροδεξιούς λαϊκισμούς: η ανάδειξη της αξίας του επαγγελματισμού, η κοινωνική εμπιστοσύνη στον λόγο των ειδικών και η καινούργια νομιμοποίηση όσων κυβερνήσεων στάθηκαν σχετικά καλά μέσα στην κρίση, έδειξαν – λένε – πως οι λεγόμενοι «ψεκασμένοι» λόγοι και οι φορείς τους άγγιξαν τα όριά τους. Μπορεί ορισμένες ιδέες συμβατές με την Ακροδεξιά να κέρδισαν οπαδούς σε όσους, ας πούμε, είδαν τα περιοριστικά μέτρα των lockdown ως ταφόπλακες για την ελευθερία και ως πρόσχημα για τα δαιμονικά «τσιπάκια του Μπιλ Γκέιτς». Ωστόσο, αυτές οι ερμηνείες και τα αντίστοιχα δημόσια συναισθήματα δεν κατάφεραν να εκτοπίσουν τον κριτικό ορθολογισμό και κάποιες βασικές πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις.
Αυτή όμως είναι μια στιγμή που πέρασε. Ηδη κινούμαστε προς το αινιγματικό πεδίο μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης που συνοδεύεται με πλήγματα στην αγοραστική δύναμη και στον παραγωγικό ιστό. Αναδύονται πάλι η ελληνοτουρκική ένταση και οι αγωνίες για τα σύνορα, όπου με αφορμή την «είδηση» για προώθηση Τούρκων σε ένα περιορισμένο κομμάτι γης στον Εβρο είδαμε ετερόκλητο κόσμο από τα δεξιά και τα αριστερά να σπεύδει να στιγματίσει τον υποθετικό «ενδοτισμό» της κυβέρνησης και του υπουργού Εξωτερικών.
Το φθινόπωρο ενδέχεται να αποκαλύψει μια διαφορετική εικόνα: μια Ελλάδα που γλιστράει πάλι στη ρητορική περί προδοτών, σε σκιρτήματα κοινωνικής και εθνικιστικής εχθροπάθειας. Γι’ αυτό και η παρέμβαση του Κασιδιάρη βλέπει στους επόμενους μήνες και στις υπόγειες δυναμικές τους. Η αναφορά στον «εθνομηδενισμό» και το κάλεσμα σε όλους τους πατριώτες παίζουν με θέματα που έχουν αντίκρισμα πολύ πέραν των οργανωμένων ακροδεξιών ή των πρώην/νυν χρυσαυγιτών. Ευαίσθητα αφτιά για αυτόν τον λόγο υπάρχουν μέσα στο λαϊκό στελεχικό δυναμικό της Νέας Δημοκρατίας αλλά όχι μόνο στα συντηρητικά κοινά.
Ποιος αμφιβάλλει πως υπάρχει ζωτικός χώρος για ένα νέο κύμα αγανακτισμένων λόγων και πρακτικών; Αν αυτή η δεύτερη κρίση δεν ελεγχθεί πολιτικά, το μοναδικό διαθέσιμο ιδεολογικό προϊόν της συγκυρίας μοιάζει να είναι ένας άστατος και υβριδικός εθνικισμός. Σε συνδυασμό με σκόρπια αιτήματα αναδιανομής και επιδοματικής διευκόλυνσης, που ωστόσο δεν αρκούν για να δημιουργήσουν σοβαρά ρήγματα. Αυτός ο υβριδικός εθνικισμός δεν χρειάζεται να είναι πάντα εξτρεμιστικός, αρκεί να μπορεί να δημιουργεί γεγονότα πολιτικοποιώντας με άγριο τρόπο τα δημόσια συναισθήματα και τις όποιες προσωπικές απογοητεύσεις. Αν μάλιστα η κυβέρνηση επαναπαυθεί στην ιδέα των φωτισμένων ειδικών – στην αναζήτηση κάποιου Τσιόδρα της οικονομίας – και η αντιπολίτευση σπεύσει να εκμεταλλευθεί με φτηνό τρόπο τις διάσπαρτες δυσφορίες της περιόδου, το ατύχημα μπορεί να μην αργήσει. Το ατύχημα αυτό μπορεί να μη λέγεται πλέον Χρυσή Αυγή, ούτε καν και κόμμα κάποιου Κασιδιάρη: θα φέρει όμως μαζί του την ανάμειξη εθνικιστικών καημών και οικονομικών παραπόνων, ένα αμάλγαμα που ιστορικά ευνόησε πάντα τη ριζοσπαστική Δεξιά και τη δική της «εξέγερση» κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Το αντίδοτο; Η επίμονη διεκδίκηση ενός ρεπουμπλικανικού και φιλελεύθερου πατριωτισμού. Γύρω από την ιδέα ότι η Ελλάδα δεν ανήκει μόνο στον εαυτό της αλλά στη μεγάλη δημοκρατική κοινότητα όσων βλέπουν το μέλλον τους στην αλληλεξάρτηση των πεπρωμένων τους. Η χώρα ανορθώνεται όταν δεν την κυριεύει ο ανασφαλής πανικός της αυτοεπιβεβαίωσης και δεν συντρίβεται ανάμεσα στη συλλογική υποτίμηση και στις εθνικιστικές παρακρούσεις.
Γι’ αυτό λοιπόν θα ήταν καλό να πάρουμε στα σοβαρά τους κινδύνους από μια μελλοντική πολιτική αστάθεια που θα συνοδεύεται από ιδεολογικές παλινδρομήσεις. Το να σκεφτόμαστε τους κινδύνους δεν είναι απαισιοδοξία αλλά στοιχειώδης αυτοπροστασία από την αφέλεια και την επανάπαυση...
Νικόλας Σεβαστάκης
Πηγή: tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου