Η δημοσίευση και ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των αντιπροσώπων μας πάσχουν μια χρόνια νόσο αδιαφάνειας.
Την Δευτέρα 11 Μαΐου, δημοσιεύθηκαν από την αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης 2019, για το οικονομικό έτος 2018.
Σε μια χώρα που...
νοσεί για δεκαετίες από την αδιαφάνεια και τη διαφθορά σε σχέση με τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, η ιστορία των Πόθεν Έσχες και των οικονομικών των κομμάτων είναι σαν εμβόλιο – placebo.
Διαθέτουμε αφενός μια σχετικά στιβαρή νομοθεσία – με κάποιες παλινωδίες (βλ. παρακάτω άρση τραπεζικού απορρήτου) – μια τρομερά αδύναμη και προβληματική εφαρμογή της από τα αρμόδια όργανα αφετέρου. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ακόμη τυπική ιστορία ελληνικής καινοτομίας, όπου στη θεωρία πρωτοστατούμε στη διαφάνεια και τη λογοδοσία και στην πράξη καταλήγουμε θλιβερός ουραγός σε σχέση με άλλα δημοκρατικά ευρωπαϊκά κράτη.
Πιο συγκεκριμένα, η ανεξάρτητη Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 που είναι επιφορτισμένη από το νόμο για τον έλεγχο των πόθεν έσχες των αντιπροσώπων μας και των οικονομικών των κομμάτων έχει και τη δυνατότητα να επιβάλλει ποινές και κυρώσεις. Αντί, όμως, να προτάσσει με πάθος και τόλμη το καθήκον της, εδώ και χρόνια -ανεξαρτήτως κυβερνήσεως- υπολειτουργεί έως και σκόπιμα συντηρεί το καθεστώς αδιαφάνειας και ατιμωρησίας στο πολιτικό χρήμα. Αντί να διαφωτίζει την κοινή γνώμη, τη συσκοτίζει και αντί να κρατά υπόλογους τους υπαίτιους κακοδιαχείρισης δημοσίου χρήματος τους αφήνει συστηματικά ατιμώρητους.
Σας θυμίζουμε τη σχετική αναφορά-καταγγελία του vouliwatch κατά της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής προς την Εισαγγελέα Διαφθοράς και την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
Ας ρίξουμε μια αναλυτική ματιά στα συμπτώματα αυτής της χρόνιας νόσου που πλήττει τα πόθεν έσχες:
• ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΑΛΛΑ ΜΗ ΕΛΕΓΜΕΝΑ
Η Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής αναφέρει στην ανακοίνωσή της για τη δημοσίευση ότι «το πλήθος των προς δημοσίευση δηλώσεων είναι συνολικά χίλιες εβδομήντα δύο (1.072) και ο έλεγχός τους είναι σε εξέλιξη».
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η δημοσίευση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των Βουλευτών και Ευρωβουλευτών γίνεται αφού ολοκληρωθεί ο έλεγχός τους από την Επιτροπή. Το δικαίωμά της να συνεχίσει τον έλεγχο, μετά τη δημοσιοποίησή τους, αναφέρεται σε θέματα καταγγελιών και νέων στοιχείων και ΟΧΙ στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να αναρτά μη ελεγμένα πόθεν έσχες, επειδή δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τον έλεγχό τους.
Κυρίως, εφόσον η πάγια πλέον τακτική της Επιτροπής, να διατηρεί δημοσιευμένα στο διηνεκές ακόμα και τα ελλιπή ή παράτυπα συμπληρωμένα πόθεν έσχες, ΧΩΡΙΣ να ενημερώνει καν το κοινό για την τυχόν διόρθωση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση κάποιων ή όλων εξ αυτών (βλ. αντιπαράθεση vouliwatch και της τότε Προέδρου της Επιτροπής, κας Τασίας Χριστοδουλοπούλου), η σύγχυση που προκαλείται ως προς την ακρίβεια των δεδομένων που δημοσιοποιούνται υπονομεύει τον σκοπό της όλης διαδικασίας που είναι η διαφάνεια, η λογοδοσία και η ουσιαστική ενημέρωση των πολιτών.
Για παράδειγμα, με μια πρώτη ματιά στα νέα πόθεν έσχες του 2018 εντοπίζονται ήδη δημοσιευμένες δηλώσεις όπου δεν είναι καθόλου συμπληρωμένο το εισόδημα ή δεν αναφέρεται η αξία κτήσης ακινήτου.
ΜΗ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΡΣΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ
Τι ίσχυε μέχρι πέρυσι:
Σύμφωνα με το αρχικό άρθρο 3Β του νόμου 3213/2003 για την κατάθεση δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης ορίζονταν το εξής: «Η αξιοποίηση των πληροφοριών που συλλέγονται από άρση τραπεζικού, χρηματιστηριακού, φορολογικού και επαγγελματικού απορρήτου είναι ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ για την ολοκλήρωση κάθε ελέγχου αρμοδιότητας της Επιτροπής». Δηλαδή, ήταν σαφές πως η άρση του τραπεζικού ή φορολογικού απορρήτου ήταν αυστηρή προϋπόθεση για την εξέταση μιας δήλωσης υπόχρεου πόθεν έσχες.
Ξέρω τι άλλαξε πέρυσι το καλοκαίρι:
Στη νέα διατύπωση με το άρθρο 211 του νόμου «Επενδύω στην Ελλάδα» , «αδυνατίζεται» η πρότερη υποχρέωση καθώς προστίθεται η φράση «ΕΦΟΣΟΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ» διαμορφώνοντας διαφορετικά το νόημα του άρθρου: «Η αξιοποίηση των πληροφοριών που συλλέγονται, εφόσον απαιτείται, από άρση τραπεζικού, χρηματιστηριακού, φορολογικού και επαγγελματικού απορρήτου είναι προϋπόθεση για την ολοκλήρωση κάθε ελέγχου αρμοδιότητας της Επιτροπής».
Με λίγα λόγια, αν η Επιτροπή δει σε μια δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολύ μικρές καταθέσεις κάποιου -κατά την κοινή γνώση- εύπορου μέλους του Ελληνικού Κοινοβουλίου, είναι στη διακριτική της ευχέρεια αν επιθυμεί να άρει το τραπεζικό απόρρητο για να ελέγξει της δήλωσης το αληθές. Δηλαδή, μπορεί και να μην το κάνει.
Δυστυχώς, με τη μέχρι σήμερα κατώτερη των περιστάσεων στάση της Επιτροπής σε κρίσιμα θέματα λογοδοσίας, δεν μας καθησυχάζει καθόλου αυτή η επιπλέον ελευθερία κινήσεων. Διαβάστε τον αναλυτικό σχολιασμό μας εδώ.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο, πατήστε ΕΔΩ...
Την Δευτέρα 11 Μαΐου, δημοσιεύθηκαν από την αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης 2019, για το οικονομικό έτος 2018.
Σε μια χώρα που...
νοσεί για δεκαετίες από την αδιαφάνεια και τη διαφθορά σε σχέση με τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, η ιστορία των Πόθεν Έσχες και των οικονομικών των κομμάτων είναι σαν εμβόλιο – placebo.
Διαθέτουμε αφενός μια σχετικά στιβαρή νομοθεσία – με κάποιες παλινωδίες (βλ. παρακάτω άρση τραπεζικού απορρήτου) – μια τρομερά αδύναμη και προβληματική εφαρμογή της από τα αρμόδια όργανα αφετέρου. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ακόμη τυπική ιστορία ελληνικής καινοτομίας, όπου στη θεωρία πρωτοστατούμε στη διαφάνεια και τη λογοδοσία και στην πράξη καταλήγουμε θλιβερός ουραγός σε σχέση με άλλα δημοκρατικά ευρωπαϊκά κράτη.
Πιο συγκεκριμένα, η ανεξάρτητη Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 που είναι επιφορτισμένη από το νόμο για τον έλεγχο των πόθεν έσχες των αντιπροσώπων μας και των οικονομικών των κομμάτων έχει και τη δυνατότητα να επιβάλλει ποινές και κυρώσεις. Αντί, όμως, να προτάσσει με πάθος και τόλμη το καθήκον της, εδώ και χρόνια -ανεξαρτήτως κυβερνήσεως- υπολειτουργεί έως και σκόπιμα συντηρεί το καθεστώς αδιαφάνειας και ατιμωρησίας στο πολιτικό χρήμα. Αντί να διαφωτίζει την κοινή γνώμη, τη συσκοτίζει και αντί να κρατά υπόλογους τους υπαίτιους κακοδιαχείρισης δημοσίου χρήματος τους αφήνει συστηματικά ατιμώρητους.
Σας θυμίζουμε τη σχετική αναφορά-καταγγελία του vouliwatch κατά της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής προς την Εισαγγελέα Διαφθοράς και την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
Ας ρίξουμε μια αναλυτική ματιά στα συμπτώματα αυτής της χρόνιας νόσου που πλήττει τα πόθεν έσχες:
• ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΑΛΛΑ ΜΗ ΕΛΕΓΜΕΝΑ
Η Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής αναφέρει στην ανακοίνωσή της για τη δημοσίευση ότι «το πλήθος των προς δημοσίευση δηλώσεων είναι συνολικά χίλιες εβδομήντα δύο (1.072) και ο έλεγχός τους είναι σε εξέλιξη».
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η δημοσίευση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των Βουλευτών και Ευρωβουλευτών γίνεται αφού ολοκληρωθεί ο έλεγχός τους από την Επιτροπή. Το δικαίωμά της να συνεχίσει τον έλεγχο, μετά τη δημοσιοποίησή τους, αναφέρεται σε θέματα καταγγελιών και νέων στοιχείων και ΟΧΙ στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να αναρτά μη ελεγμένα πόθεν έσχες, επειδή δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τον έλεγχό τους.
Κυρίως, εφόσον η πάγια πλέον τακτική της Επιτροπής, να διατηρεί δημοσιευμένα στο διηνεκές ακόμα και τα ελλιπή ή παράτυπα συμπληρωμένα πόθεν έσχες, ΧΩΡΙΣ να ενημερώνει καν το κοινό για την τυχόν διόρθωση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση κάποιων ή όλων εξ αυτών (βλ. αντιπαράθεση vouliwatch και της τότε Προέδρου της Επιτροπής, κας Τασίας Χριστοδουλοπούλου), η σύγχυση που προκαλείται ως προς την ακρίβεια των δεδομένων που δημοσιοποιούνται υπονομεύει τον σκοπό της όλης διαδικασίας που είναι η διαφάνεια, η λογοδοσία και η ουσιαστική ενημέρωση των πολιτών.
Για παράδειγμα, με μια πρώτη ματιά στα νέα πόθεν έσχες του 2018 εντοπίζονται ήδη δημοσιευμένες δηλώσεις όπου δεν είναι καθόλου συμπληρωμένο το εισόδημα ή δεν αναφέρεται η αξία κτήσης ακινήτου.
ΜΗ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΡΣΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ
Τι ίσχυε μέχρι πέρυσι:
Σύμφωνα με το αρχικό άρθρο 3Β του νόμου 3213/2003 για την κατάθεση δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης ορίζονταν το εξής: «Η αξιοποίηση των πληροφοριών που συλλέγονται από άρση τραπεζικού, χρηματιστηριακού, φορολογικού και επαγγελματικού απορρήτου είναι ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ για την ολοκλήρωση κάθε ελέγχου αρμοδιότητας της Επιτροπής». Δηλαδή, ήταν σαφές πως η άρση του τραπεζικού ή φορολογικού απορρήτου ήταν αυστηρή προϋπόθεση για την εξέταση μιας δήλωσης υπόχρεου πόθεν έσχες.
Ξέρω τι άλλαξε πέρυσι το καλοκαίρι:
Στη νέα διατύπωση με το άρθρο 211 του νόμου «Επενδύω στην Ελλάδα» , «αδυνατίζεται» η πρότερη υποχρέωση καθώς προστίθεται η φράση «ΕΦΟΣΟΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ» διαμορφώνοντας διαφορετικά το νόημα του άρθρου: «Η αξιοποίηση των πληροφοριών που συλλέγονται, εφόσον απαιτείται, από άρση τραπεζικού, χρηματιστηριακού, φορολογικού και επαγγελματικού απορρήτου είναι προϋπόθεση για την ολοκλήρωση κάθε ελέγχου αρμοδιότητας της Επιτροπής».
Με λίγα λόγια, αν η Επιτροπή δει σε μια δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολύ μικρές καταθέσεις κάποιου -κατά την κοινή γνώση- εύπορου μέλους του Ελληνικού Κοινοβουλίου, είναι στη διακριτική της ευχέρεια αν επιθυμεί να άρει το τραπεζικό απόρρητο για να ελέγξει της δήλωσης το αληθές. Δηλαδή, μπορεί και να μην το κάνει.
Δυστυχώς, με τη μέχρι σήμερα κατώτερη των περιστάσεων στάση της Επιτροπής σε κρίσιμα θέματα λογοδοσίας, δεν μας καθησυχάζει καθόλου αυτή η επιπλέον ελευθερία κινήσεων. Διαβάστε τον αναλυτικό σχολιασμό μας εδώ.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο, πατήστε ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου