Από το 2014, όταν ανήλθε στον πρωθυπουργικό θώκο, ο εθνικιστής πρώην πρωθυπουργός του ομόσπονδου κρατιδίου Γκουτζαράτ, Ναρέντρα Μόντι, έβαλε στόχο να...
ξεπεράσει τους προκατόχους του στο βαθμό που θα έθετε υπό τον έλεγχό του τα μίντια της χώρας. Τα κατάφερε.
Οι προσπάθειες του Ινδού πρωθυπουργού, Ναρέντρα Μόντι, να χτίσει την εικόνα του εθνικού σωτήρα ενός κράτους 1,3 δισεκατομμυρίων κατοίκων, περνούν μέσα από το γενικότερο σχέδιο μετατροπής μιας ανεκτικής και θρησκευτικά ποικιλόμορφης χώρας σε μια ξεκάθαρα ινδουιστική.
Στις προσπάθειες αυτές καθοριστικό ρόλο παίζει τα τελευταία χρόνια η πλειονότητα των μίντια της χώρας, η οποία υπό την ασφυκτική πίεση της εθνικιστικής κυβέρνησης επιλέγει να υμνεί τον αμετροεπή ηγέτη και να ακολουθεί τις επιταγές περί φίμωσης οποιασδήποτε κριτικής φωνής, όπως αναλύουν σε ρεπορτάζ τους οι New York Times.
Εθνικά αλλά και τοπικά κανάλια και έντυπα τιμωρούνται παραδειγματικά με προσωρινό ή μόνιμο κλείσιμο, άξαφνα ξεκινούν έρευνες για δήθεν φορολογικές παρατυπίες, η διαφήμιση από την οποία εξαρτάται η ύπαρξή τους κόβεται και οι δημοσιογράφοι διώκονται ή παρενοχλούνται συστηματικά οδηγούμενοι συχνά σε παραίτηση.
Η κάλυψη των μαζικών δολοφονικών επιθέσεων εναντίον μουσουλμάνων στο Νέο Δελχί από συμμορίες προσκείμενες στην κυβέρνηση και η αναγνώριση της εγκληματικής απάθειας των αστυνομικών αρχών τον περασμένο Φεβρουάριο οδήγησε σε 48ωρο κλείσιμο του καναλιού Media One, ενώ ήταν ήδη “στον αέρα” ο παρουσιαστής ειδήσεων. Η ιστορία του Media One είναι ένα τυπικό παράδειγμα.
Τώρα, η πανδημία του κορονοϊού αποτελεί μια ακόμη ευκαρία για τον 69χρονο Μόντι να προωθήσει την ατζέντα του και να επιβάλλει στα μίντια την εικόνα του σωτήρα, παρά το γεγονός ότι η ανακοίνωσή του να εφαρμόσει μέσα σε διάστημα τεσσάρων ωρών γενική καραντίνα σε ολόκληρη τη χώρα στις 24 Μαρτίου οδήγησε στο θάνατο τουλάχιστον 17 μεταναστών εργατών και συγγενών τους -εκ των οποίων και πέντε παιδιά – οι οποίοι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να επιστρέψουν στο σπίτι τους.
Οι δικηγόροι του, σύμφωνα με τους New York Times, κατάφεραν να πείσουν το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας να ζητήσει επίσημα από τα μίντια να προωθήσουν την “επίσημη εκδοχή των εξελίξεων”, παρά το γεγονός ότι επιτρέπεται να διενεργούν ανεξάρτητες έρευνες. Το αν μπορούν να τις δημοσιεύσουν είναι μια άλλη ιστορία.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι ζητούν από τους καναλάρχες και τους ιδιοκτήτες των έντυπων και ψηφιακών εφημερίδων να απολύουν όσους δημοσιογράφους τολμούν να ασκήσουν κριτική στον Μόντι, ενώ πιέζουν και τους επιχειρηματίες να μην στηρίζουν τα μίντια που κάνουν ερευνητική δημοσιογραφία. Την ίδια στιγμή, πολλοί από τους ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης διατηρούν παράλληλα άλλες επιχειρήσεις, η ύπαρξη των οποίων εξαρτάται άμεσα από την κυβερνητική εύνοια ή την απουσία αυτής.
Τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα για τους ανεξάρτητους και δη τις γυναίκες δημοσιογράφους που δέχονται από απειλητικά μηνύματα από στρατιές ονλάιν κυβερνητικών τρολ ως και δολοφονικές επιθέσεις από συμμορίες ινδουιστών. Μια τέτοια επίθεση οδήγησε στον θάνατο το 2017 της Γκόρι Λανκές, μιας από τις πιο μάχημες ερευνήτριες δημοσιογράφους της Ινδίας.
ξεπεράσει τους προκατόχους του στο βαθμό που θα έθετε υπό τον έλεγχό του τα μίντια της χώρας. Τα κατάφερε.
Οι προσπάθειες του Ινδού πρωθυπουργού, Ναρέντρα Μόντι, να χτίσει την εικόνα του εθνικού σωτήρα ενός κράτους 1,3 δισεκατομμυρίων κατοίκων, περνούν μέσα από το γενικότερο σχέδιο μετατροπής μιας ανεκτικής και θρησκευτικά ποικιλόμορφης χώρας σε μια ξεκάθαρα ινδουιστική.
Στις προσπάθειες αυτές καθοριστικό ρόλο παίζει τα τελευταία χρόνια η πλειονότητα των μίντια της χώρας, η οποία υπό την ασφυκτική πίεση της εθνικιστικής κυβέρνησης επιλέγει να υμνεί τον αμετροεπή ηγέτη και να ακολουθεί τις επιταγές περί φίμωσης οποιασδήποτε κριτικής φωνής, όπως αναλύουν σε ρεπορτάζ τους οι New York Times.
Εθνικά αλλά και τοπικά κανάλια και έντυπα τιμωρούνται παραδειγματικά με προσωρινό ή μόνιμο κλείσιμο, άξαφνα ξεκινούν έρευνες για δήθεν φορολογικές παρατυπίες, η διαφήμιση από την οποία εξαρτάται η ύπαρξή τους κόβεται και οι δημοσιογράφοι διώκονται ή παρενοχλούνται συστηματικά οδηγούμενοι συχνά σε παραίτηση.
Η κάλυψη των μαζικών δολοφονικών επιθέσεων εναντίον μουσουλμάνων στο Νέο Δελχί από συμμορίες προσκείμενες στην κυβέρνηση και η αναγνώριση της εγκληματικής απάθειας των αστυνομικών αρχών τον περασμένο Φεβρουάριο οδήγησε σε 48ωρο κλείσιμο του καναλιού Media One, ενώ ήταν ήδη “στον αέρα” ο παρουσιαστής ειδήσεων. Η ιστορία του Media One είναι ένα τυπικό παράδειγμα.
Τώρα, η πανδημία του κορονοϊού αποτελεί μια ακόμη ευκαρία για τον 69χρονο Μόντι να προωθήσει την ατζέντα του και να επιβάλλει στα μίντια την εικόνα του σωτήρα, παρά το γεγονός ότι η ανακοίνωσή του να εφαρμόσει μέσα σε διάστημα τεσσάρων ωρών γενική καραντίνα σε ολόκληρη τη χώρα στις 24 Μαρτίου οδήγησε στο θάνατο τουλάχιστον 17 μεταναστών εργατών και συγγενών τους -εκ των οποίων και πέντε παιδιά – οι οποίοι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να επιστρέψουν στο σπίτι τους.
Οι δικηγόροι του, σύμφωνα με τους New York Times, κατάφεραν να πείσουν το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας να ζητήσει επίσημα από τα μίντια να προωθήσουν την “επίσημη εκδοχή των εξελίξεων”, παρά το γεγονός ότι επιτρέπεται να διενεργούν ανεξάρτητες έρευνες. Το αν μπορούν να τις δημοσιεύσουν είναι μια άλλη ιστορία.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι ζητούν από τους καναλάρχες και τους ιδιοκτήτες των έντυπων και ψηφιακών εφημερίδων να απολύουν όσους δημοσιογράφους τολμούν να ασκήσουν κριτική στον Μόντι, ενώ πιέζουν και τους επιχειρηματίες να μην στηρίζουν τα μίντια που κάνουν ερευνητική δημοσιογραφία. Την ίδια στιγμή, πολλοί από τους ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης διατηρούν παράλληλα άλλες επιχειρήσεις, η ύπαρξη των οποίων εξαρτάται άμεσα από την κυβερνητική εύνοια ή την απουσία αυτής.
Τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα για τους ανεξάρτητους και δη τις γυναίκες δημοσιογράφους που δέχονται από απειλητικά μηνύματα από στρατιές ονλάιν κυβερνητικών τρολ ως και δολοφονικές επιθέσεις από συμμορίες ινδουιστών. Μια τέτοια επίθεση οδήγησε στον θάνατο το 2017 της Γκόρι Λανκές, μιας από τις πιο μάχημες ερευνήτριες δημοσιογράφους της Ινδίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου