Ράγισε παγκοσμίως το «γλυκύ έαρ» κι έσπασε σε χιλιάδες άψυχα σώματα. Σπάθισε και στην Ελλάδα ο φόβος του...
θανάτου το λαμπερό του Απριλίου φως, όπως αυτό διαχέεται περνώντας από τα κλειστά πορτοπαράθυρα στου αναγκαστικού εγκλεισμού μας τις κάμαρες. Σύννεφα και βοριάδες, κρύο και αγωνία σε ένα αργοκύλισμα μιας εποχής απαγορευμένης κι απογοητευμένης.
Η αγωνία λογχίζει καθημερινά τους εγκλείστους. Η ζωή, η πραγματική ζωή, λάμπει με φώτα δανεικά ενός βαρυφορτωμένου παρελθόντος, σαν την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα «κοινή». Κι αυτός ο έρμος ο «νυμφίος», δεν έρχεται εν τω μέσω της νυκτός κι ας τον αναμένει μια ολάκερη κοινωνία με αναμμένες τις λαμπάδες της προσμονής. Καταφθάνει στις μικρές μας οθόνες κάθε απόγευμα στις 6 για να απαριθμήσει τα νέα κρούσματα, να μετρήσει τους νεκρούς, να συνοψίσει αυτόν τον πεισιθανάτιο κύκλο που μοιάζει να μην έχει τέλος…
Από κοντά και οι μωρές πολιτικές παρθενεταίρες, που στριμώχνονται για λίγο παραπάνω χρόνο και φτηνό λαϊκισμό σε αυτήν την παραλυτική τηλεοπτική εκστρατεία εγκαθίδρυσης του τρόμου. Οι σκιαγμένοι συνθηκολογούν ευκολότερα ή και παραδίδονται αμαχητί…
«Είμαστε, αλήθεια, ζωντανοί οι Έλληνες καθώς μας πήρε τώρα η συμφορά κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης; ‘Η μήπως, ζούμε εμείς κι έχει η ζωή πεθάνει;» (Παλλάδας ο Αλεξανδρεύς, 350-400 μ.Χ)
Οι εικόνες της πανδημίας, μας διαλύουν πιο πολύ και από τους «εσταυρωμένους» νοσούντες χωρίς προσμονή ανάστασης. Έρχονται και θρονιάζονται σε μια περιοχή του εγκεφάλου που τις αποθηκεύει με περισσή σπουδή και τις αναπαραγάγει σε στιγμές που θέλουμε να αγκαλιάσουμε τους δικούς μας, τους αληθινά «δικούς μας» ανθρώπους, αυτούς που έχουν τόπο τους την καρδιά μας.
Μα… δεν αγγιζόμαστε πια! Δεν ανοίγουμε αγκαλιές, δεν κλείνουμε χείλη με τα φιλιά μας, δεν ακουμπάμε κορμιά. Δεν φέρνουμε κοντά μας όλους εκείνους κι όλα εκείνα που θεωρούσαμε ως πριν λίγο καιρό, «κανονικότητά μας». Κι ίσως –γι αυτό ακριβώς- δεν τους δίναμε σημασία…
Πόση μοναξιά και πόση απόγνωση έχει φέρει ο κορονοϊός στο βίο μας, σε αυτή τη λεπτή φλούδα από το ζουμερό πορτοκάλι που κάποτε λέγαμε «ζωή»; Την κατάτμησε η λόγχη του εκατόνταρχου που ολοένα και πιο αυστηρά μέτρα επιβάλλει, ολοένα και σπαθίζει τις ατομικές μας ελευθερίες, στάζει ξύδι και χολή στη μέρα μας και καρφώνει τα χέρια μας σε ξύλινους σταυρούς ένδειας, φτωχοποίησης, ανεργίας και μιας πρωτοφανούς παγκοσμιοποιημένης ύφεσης που θα θερίσει τους πιο ευάλωτους από εκείνους που θα καταφέρουν να επιζήσουν!
Μόνοι. Οι ακόλουθοι κι οι «μαθητές», κατά μόνας και ενδεδυμένοι το μανδύα του πληβείου, διαβιούμε ως έγκλειστοι. Η αγάπη, είπε ο Χριστός, «ουδέποτε εκπίπτει». Κι όμως, παρειά να στρέψουμε, δεν έχουμε πλέον. Ούτε στο χαστούκι, ούτε και στο χάδι. Μήτε ένα δεύτερο χιτώνα, ένα περισσευούμενο συναίσθημα να μοιραστούμε.
Μάθαμε να αποφεύγουμε κάθε επαφή, κοιτάζουμε με εχθρότητα και καχυποψία εκείνους που θα τολμήσουν άθελά τους να μας πλησιάσουν, διαπιστώνοντας μίζερα πως δεν θα μπορέσουμε ίσως ποτέ να ξεκαρφώσουμε τους ήλους της απομόνωσης από τις παλάμες μας. Πως, όταν με τους φίλους μας πίναμε κάποτε και φιλοσοφούσαμε ομηρικώ τω τρόπω, ίσως και να κάναμε έναν ιδιότυπο «μυστικό δείπνο». Μόνο που, κατά παράδοση, αυτό με τους εν κύκλω «συντρόφους», κατέληγε πάντα στη ρητορική διαπίστωση «ένας από εσάς, θα με προδώσει»…
Στο όρος των ελαιών, έρμαιοι των ανελέητων, αφεθήκαμε να συλληφθούμε και να συληθούμε. Να συρθούμε -αιμόφυρτοι από τον κορωνοϊό εξ ακανθών και ρακένδυτοι από τα μνημόνια- προς απολογία για την πρότερη ανοχή μας στην παγκοσμιοποιημένη ανομία. Οι Πιλάτοι, με τον καθένα μας «πελάτη», απλά νίπτουν διεξοδικά τας χείρας τους. Κι οι λαοί, πεθαίνουμε αβοήθητοι, χωρίς καν τους δικούς μας ανθρώπους γύρω, σε εκείνο το ύστατο «ηλί, ηλί, λαμά σαβαχθανί»…
Κάποτε, ελπίζω, μια μυαλωμένη ανθρωπότητα, να μετρήσει σοφά αυτούς τους τάφους που ανοίχτηκαν παγκοσμίως, όχι με στείρα αριθμητική αλλά με την αυτοκριτική και τη σοφία εκείνων που έπαθαν και έμαθαν… Να ναι αυτά μας τα παγκόσμια «πάθη» ένας φάρος μέσα στον τρικυμισμό των ναιναίκων κάθε εποχής.
Φέτος, τον αναστημένο Ιησού ίσως και να τον ανακαλύψουμε ξανά μέσα μας, στη συνείδησή μας που ξαφνικά άρχισε να βοά και να βογγά. Δεν θα τον βρούμε στους κλειστούς ναούς με το ωράριο επισκεψιμότητας, ούτε στον λουλουδοστολισμένο επιτάφιο. Δεν θα κάνει επίσκεψη στο Πατριαρχείο ή τη Μητρόπολη, μήτε θα μας φωνάξει «δεύτε, λάβετε φως»… Θα περάσει από τα Νοσοκομεία αναφοράς, θα φιλήσει τα χέρια των κακοπληρωμένων γιατρών και νοσηλευτών, θα αγγίξει τα κεφάλια των διασωληνωμένων, θα σφαλίσει τα μάτια εκείνων που το σαρκίο τους βάρυνε πολύ… Θα πάρει σβάρνα τα γηροκομεία-ακουμπιστήρια των ιερών ηλικιωμένων μας τους οποίους αρνούμαστε πλειστάκις, χωρίς καν ο αλέκτωρ να έχει λαλήσει.
Σε μας, τα παροδηγημένα παιδιά του, τα πιο φλογισμένα από τα πάθη και τα λάθη τους, τα πιο αιρετικά και αναιρετικά, θα κοινωνήσει με το σώμα της γαλήνης και το αίμα της άμετρης αγάπης, καταλαγιάζοντας μέσα μας τον πόνο, το φόβο, την απόγνωση της άγνοιας…
Θα βγούμε -άραγε- σοφότεροι από αυτήν την πανδημία; Αφού διαβούμε την περίοδο των «παθών» και δούμε την αναστημένη ελπίδα να ξεπροβάλλει στην υφήλιο, θα κρατήσουμε άραγε την ανθρωπιά στα χέρια μας; Ή με ένα φιλί θα την οδηγήσουμε και πάλι στο σταυρό;
Με αυτό το «φιλί» της ύβρεως που ο άνθρωπος παγκοσμίως και στο διάβα των αιώνων αντιμάχεται και οδηγεί στο θάνατο όλα όσα έχουν αξία και σημασία: Ιδεώδη, ελπίδες, σχέσεις, συναισθήματα, την ουσία της ζωής.
Σ αγαπώ, μα… ΣΕ ΠΡΟΔΙΔΩ!
Μαργαρίτα Ικαρίου (δημοσιογράφος)
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου