pitsirikos
Είναι κατανοητό πλέον, Πιτσιρίκο μου, ότι η χώρα αυτή είναι ανέκδοτο.
Το καταλαβαίνεις όταν δεν αρρωσταίνεις πια με όλα αυτά που συμβαίνουν, αλλά σε πιάνουν τα γέλια. Πόσες φορές πιάνουμε τον εαυτό μας να...
γελάει σαν τον μ@λάκα, χωρίς να καταλαβαίνουμε γιατί γελάμε, ενώ θα έπρεπε να κλαίμε!
Αυτό κι αν είναι ο ορισμός του καλού ανέκδοτου.
Κάθε χώρα έχει το τσίρκο που της αξίζει.
Η Ισπανία, για παράδειγμα, έχει τις ταυρομαχίες, η Ιταλία έχει την Καθολική Εκκλησία, η Αμερική έχει το Χόλυγουντ, ε και η Ελλάδα έχει τους πολίτες της.
Μια χώρα γεμάτη μπετόβλακες, τέρμα ηλίθιοι και καμένοι.
Το θέμα, όμως, είναι ότι αυτή η ηλιθιότητα φέρνει μίσος. Εντάξει, πάσο, δεν είναι όλοι οι Έλληνες φασίστες και αγανακτούν από ένα σημείο και μετά.
Το μεταναστευτικό τείνει να μετατραπεί αποκλειστικά σε ελληνικό πρόβλημα με αυτά που έχει υπογράψει το κράτος, αφού η Ελλάδα και υπογράφει και πληρώνεται, για να είναι η Μόρια της Ευρώπης.
Αλλά αυτό το μίσος είναι καταστροφικό.
Και φυσικά, είναι καταστροφικό γιατί ο μ@λάκας κάνει χειρότερο κακό απ’τον κακό.
Όλοι αυτοί οι υπερπατριώτες του κώλoυ, οι πιο πολλοί δε από δαύτους βολεμένοι και οι περισσότεροι με σημαίες και λάβαρα στα προφίλ τους και ατέρμονες εθνικιστικές φανφάρες, που μια ζωή ψήφιζαν και συνεχίζουν να ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία τα δύο κόμματα που διέλυσαν τη χώρα, ή το γύρισαν στο μαύρο, αυτοί είναι ο εχθρός της Ελλάδας, αλλά δεν νοούν να το καταλάβουν.
Δεν θέλουν να το καταλάβουν, δεν θέλουν να το δεχτούν. Οπότε, κάποιος κάθε φορά, πρέπει να είναι ο εχθρός.
Αυτή τη φορά, ο εχθρός είναι οι κακομοίρηδες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Άνθρωποι σε ανάγκη. Να βρίσκεσαι σε ανάγκη και να είσαι και εγκλωβισμένος. Με δεμένα χέρια που λένε.
Αυτός ο εγκλωβισμός μού μοιάζει με το αδιέξοδο που νιώθει κάποιος, όταν δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του επειδή πεθαίνει από καρκίνο. Φρίκη.
Σ’ αυτό το σημείο, θα πεταχτεί ο τριμάλακας και θα πει, αν τους αγαπάς, πάρ’ τους σπίτι σου.
Δεν θέλω να τους πάρω σπίτι μου, ρε τενεκέ, όπως δεν θέλω να πάρω και κανέναν άλλον στο σπίτι μου.
Ούτε αυτοί θέλουν να τους πάρω σπίτι μου. Τι δεν καταλαβαίνεις πια; Να μην τους κόβω τον δρόμο θέλουν. Να μην κάνω εμπόριο τις ζωές τους θέλουν. Τις ζωές τους που εμείς οι δυτικοί διαλύσαμε.
Αλλά βλέπεις, γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι αλληλένδετες έννοιες, κράτος και πολίτες. Πάνε πακέτο.
Τελειώνοντας, να γράψω κάτι που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες: Ο πρώτος ξενοφοβικός, στην Ιστορία, ήταν ο αλήτης ο Λεωνίδας που δεν άφηνε τους Ασιάτες πρόσφυγες να περάσουν από τις Θερμοπύλες.
Λάικ, γέλια, καρδούλες, έλεος, επευφημίες και βαρβάτα ελληναράδικα σχόλια. Πόσο αστείο πρέπει να είναι, το να είσαι παντελώς για τον πoύτσο και να νιώθεις μεγαλοφυΐα, πατριώτης και γαμάτος.
Είναι;
Με εκτίμηση και αγάπη!
Βαλαβάνης Δημήτρης
(Φίλε Δημήτρη, πολλές φορές το ανέκδοτο είναι αυτός που το λέει. Και είναι ακόμα πιο ανέκδοτο ο ίδιος, όταν δεν το καταλαβαίνει. Δηλαδή, ξεκινάει να πει ένα ανέκδοτο και δεν ξέρει πως είναι αυτός το ανέκδοτο. Πάντως, κανένα πετυχημένο ανέκδοτο δεν είναι για τους αδύναμους και τους κυνηγημένους. Σκέψου σε τι βλακώδη κατάσταση έχουν φτάσει οι σημερινοί Έλληνες που χλευάζουν τους πρόσφυγες. Καλά, δεν μου κάνει κι εντύπωση. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, πολλοί Έλληνες περίμεναν έξω από τα πλοία που έφταναν στον Πειραιά από τη Σμύρνη για να εντοπίσουν τις όμορφες χήρες και να τις κάνουν πουτάvες. Για να μην γράφω τώρα για το πόσο κυνήγησαν οι Έλληνες τους Έλληνες πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και τον Πόντο. Ξέρω από την γιαγιά μου πως οι Έλληνες τους έιδωξαν από την Καλαμαριά. Μια ζωή σκατοφάρα. Και ναι, η Κόλαση είναι οι άλλοι, όπως έγραψε ο Σαρτρ. Το σημαντικό είναι το τι εννοεί ο Σαρτρ με αυτή τη φράση. Θα το συζητήσουμε, όταν βρεθούμε. Να είσαι καλά, Δημήτρη. Την αγάπη μου.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου