Οι 77 λέξεις που τα λένε όλα:
«Αγαπητοί δημοσιογράφοι της πλάκας, αθλητικοί και μη, όταν δεν έχει εξεταστεί η αίτηση ασύλου κάποιου δεν ξέρετε αν είναι «μετανάστης ή πρόσφυγας», είναι...
αιτών άσυλο, έχει δικαιώματα, έχουμε υποχρέωση απέναντι του να βοηθήσουμε. Στα σύνορα αυτή τη στιγμή δεν ξέρετε καν τι είναι οι άνθρωποι, και περιγράφοντας το θέμα σαν πολεμικοί ανταποκριτές, με λέξεις όπως «ορδές», «εισβολή», «χάος», «κίνδυνος» καταπατάτε τόσο τη δεοντολογία σας, όσο και σπέρνετε ρατσισμό και ξενοφοβία. Ο κλάδος σας ξύνει τον πάτο καθημερινά». (Έλενα Ακρίτα).
Οι περισσότεροι είναι νέα παιδιά. Τους στέλνουν να καλύψουν γεγονότα στη Λέσβο, τη Χίο και τον Έβρο- για να μείνουμε στα πρόσφατα.
Οι «έμπειροι» μένουν πίσω στην Αθήνα για να σχολιάζουν από τα κανάλια και τα ραδιόφωνα. Έχουν όμως φροντίσει να καθοδηγήσουν αναλόγως τους απεσταλμένους.
Όχι στην τεχνική του ρεπορτάζ και την μετάδοση της αλήθειας. Όχι στον ουμανισμό και την δεοντολογία της δουλειάς τους. Τους έχουν εκπαιδεύει να χρησιμοποιούν όρους σ αυτούς που αναφέρει η κυρία Έλενα Ακρίτα. Να μειώνουν, να εξευτελίζουν, να σπιλώνουν και να διασύρουν απελπισμένους ανθρώπους.
Ανέστιοι, διωκόμενοι, γυναίκες και παιδιά, χωρίς στον ήλιο μοίρα εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους τους και ξεκινούν για το τυφλό ταξίδι της ελπίδας. Χαμένοι για χαμένοι.
Στα ελληνικά σύνορα του περιμένουν στρατιώτες και χωροφύλακες για να τους εμποδίσουν να περάσουν τα συρματοπλέγματα. Έτσι γίνεται σε όλα τα σύνορα. Καμιά χώρα δεν ανοίγει δρόμο σε ξένους.
Καμιά κυβέρνηση -ιδίως αν είναι συντηρητική- δεν θέλει να κατανοήσει την αναγκαιότητα και το αναπόφευκτο της μετακίνησης πληθυσμών. Αλλά αυτό είναι μεγάλη κουβέντα.
Στα σύνορα όμως δεν βρίσκουν μόνο ενόπλους που τους φράζουν το δρόμο. Βρίσκουν και υποτιθέμενους υπηρέτες της ενημέρωσης. Δημοσιογράφους που έχουν ως αποστολή να μεταδώσουν τι ακριβώς συμβαίνει. Τα πραγματικά περιστατικά. Με ψυχραιμία και εντιμότητα.
Μόνη επιτρεπτή είναι η απόκλιση προς τον ανθρωπισμό. Η συμπάθεια στον δυστυχισμένο που έχει μόνο την απόγνωσή του δεν είναι παραβίαση της αντικειμενικότητας.
Αντί γι’ αυτό η δημοσιογραφία μετατρέπεται σε μηχανισμό προπαγανδιστικής σκύλευσης της ανθρώπινης δυστυχίας, υπέρ της «πατρίδας».
Στρατολογείται στο πλευρό των πιο αντιδραστικών θεωριών για «εισβολείς» και απόπειρες «εκμουσουλμανισμού της χώρας».
Απευθύνεται στα κατώτερα αισθήματα της κοινωνίας με εκφοβιστικές αναφορές σε κίνδυνους μεταφοράς νοσημάτων, επιδημιών, εγκλήματος..
Με απροκάλυπτη μισαλλοδοξία οι άνθρωποι «τακτοποιούνται» συλλήβδην ως βάρβαροι, απολίτιστοι, όργανα του Σατανά και εχθροί του έθνους -δια των χαρακτηρισμών που αναδεικνύει η κυρία Ακρίτα.
Αυτές οι «ανταποκρίσεις» δεν καταπατούν απλώς τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών. Δεν τους αναγνωρίζουν καν δικαιώματα.
Καμιά σχέση με τη δημοσιογραφία. Δεν αντιμετωπίζονται σαν άνθρωποι. Σαν πρόσωπα που το καθένα κουβαλάει την ιστορία του, τον πόνο, την απόγνωση, τον σταυρό του μαρτυρίου του. «Και τι μας νοιάζει εμάς;» είναι το μήνυμα.
Δασκαλεμένοι από τα επιτελεία- που μόλις προ ημερών έσπευσαν να δασκαλευτούν από τον Πρωθυπουργό- πολλοί από όσους στέλνονται στο «μέτωπο» λειτουργούν ως προπαγανδιστές μιας άθλιας αντίληψης.
Συγχέουν την υποχρέωση προστασίας της χώρας με την πολτοποίηση τον άλλων, των διαφορετικών και των «κατώτερων»- που αναζητούν τόσο να σταθούν και να ζήσουν.
Η δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να βοηθάει την κυβέρνηση στην πολιτική της, ούτε το κράτος στην αποστολή του. «Ο δημοσιογράφος οφείλει να αποφεύγει να ενεργεί ως αρωγός της αστυνομίας ή των άλλων υπηρεσιών ασφάλειας του κράτους», αναφέρει ο Παγκόσμιος Χάρτης Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
Η δουλειά του είναι να ρίχνει τον προβολέα στην πραγματικότητα. Να μεταφέρει αυτό που βλέπει. Αν αυτό που βλέπει στον Έβρο- ή στο Αιγαίο- είναι «όχλοι» και «ορδές» που απειλούν τους «κανονικούς» ανθρώπους στην Ελλάδα ασκεί δημοσιογραφία της ντροπής…
Γ. Λακόπουλος
anoixtoparathyro.gr
«Αγαπητοί δημοσιογράφοι της πλάκας, αθλητικοί και μη, όταν δεν έχει εξεταστεί η αίτηση ασύλου κάποιου δεν ξέρετε αν είναι «μετανάστης ή πρόσφυγας», είναι...
αιτών άσυλο, έχει δικαιώματα, έχουμε υποχρέωση απέναντι του να βοηθήσουμε. Στα σύνορα αυτή τη στιγμή δεν ξέρετε καν τι είναι οι άνθρωποι, και περιγράφοντας το θέμα σαν πολεμικοί ανταποκριτές, με λέξεις όπως «ορδές», «εισβολή», «χάος», «κίνδυνος» καταπατάτε τόσο τη δεοντολογία σας, όσο και σπέρνετε ρατσισμό και ξενοφοβία. Ο κλάδος σας ξύνει τον πάτο καθημερινά». (Έλενα Ακρίτα).
Οι περισσότεροι είναι νέα παιδιά. Τους στέλνουν να καλύψουν γεγονότα στη Λέσβο, τη Χίο και τον Έβρο- για να μείνουμε στα πρόσφατα.
Οι «έμπειροι» μένουν πίσω στην Αθήνα για να σχολιάζουν από τα κανάλια και τα ραδιόφωνα. Έχουν όμως φροντίσει να καθοδηγήσουν αναλόγως τους απεσταλμένους.
Όχι στην τεχνική του ρεπορτάζ και την μετάδοση της αλήθειας. Όχι στον ουμανισμό και την δεοντολογία της δουλειάς τους. Τους έχουν εκπαιδεύει να χρησιμοποιούν όρους σ αυτούς που αναφέρει η κυρία Έλενα Ακρίτα. Να μειώνουν, να εξευτελίζουν, να σπιλώνουν και να διασύρουν απελπισμένους ανθρώπους.
Ανέστιοι, διωκόμενοι, γυναίκες και παιδιά, χωρίς στον ήλιο μοίρα εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους τους και ξεκινούν για το τυφλό ταξίδι της ελπίδας. Χαμένοι για χαμένοι.
Στα ελληνικά σύνορα του περιμένουν στρατιώτες και χωροφύλακες για να τους εμποδίσουν να περάσουν τα συρματοπλέγματα. Έτσι γίνεται σε όλα τα σύνορα. Καμιά χώρα δεν ανοίγει δρόμο σε ξένους.
Καμιά κυβέρνηση -ιδίως αν είναι συντηρητική- δεν θέλει να κατανοήσει την αναγκαιότητα και το αναπόφευκτο της μετακίνησης πληθυσμών. Αλλά αυτό είναι μεγάλη κουβέντα.
Στα σύνορα όμως δεν βρίσκουν μόνο ενόπλους που τους φράζουν το δρόμο. Βρίσκουν και υποτιθέμενους υπηρέτες της ενημέρωσης. Δημοσιογράφους που έχουν ως αποστολή να μεταδώσουν τι ακριβώς συμβαίνει. Τα πραγματικά περιστατικά. Με ψυχραιμία και εντιμότητα.
Μόνη επιτρεπτή είναι η απόκλιση προς τον ανθρωπισμό. Η συμπάθεια στον δυστυχισμένο που έχει μόνο την απόγνωσή του δεν είναι παραβίαση της αντικειμενικότητας.
Αντί γι’ αυτό η δημοσιογραφία μετατρέπεται σε μηχανισμό προπαγανδιστικής σκύλευσης της ανθρώπινης δυστυχίας, υπέρ της «πατρίδας».
Στρατολογείται στο πλευρό των πιο αντιδραστικών θεωριών για «εισβολείς» και απόπειρες «εκμουσουλμανισμού της χώρας».
Απευθύνεται στα κατώτερα αισθήματα της κοινωνίας με εκφοβιστικές αναφορές σε κίνδυνους μεταφοράς νοσημάτων, επιδημιών, εγκλήματος..
Με απροκάλυπτη μισαλλοδοξία οι άνθρωποι «τακτοποιούνται» συλλήβδην ως βάρβαροι, απολίτιστοι, όργανα του Σατανά και εχθροί του έθνους -δια των χαρακτηρισμών που αναδεικνύει η κυρία Ακρίτα.
Αυτές οι «ανταποκρίσεις» δεν καταπατούν απλώς τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών. Δεν τους αναγνωρίζουν καν δικαιώματα.
Καμιά σχέση με τη δημοσιογραφία. Δεν αντιμετωπίζονται σαν άνθρωποι. Σαν πρόσωπα που το καθένα κουβαλάει την ιστορία του, τον πόνο, την απόγνωση, τον σταυρό του μαρτυρίου του. «Και τι μας νοιάζει εμάς;» είναι το μήνυμα.
Δασκαλεμένοι από τα επιτελεία- που μόλις προ ημερών έσπευσαν να δασκαλευτούν από τον Πρωθυπουργό- πολλοί από όσους στέλνονται στο «μέτωπο» λειτουργούν ως προπαγανδιστές μιας άθλιας αντίληψης.
Συγχέουν την υποχρέωση προστασίας της χώρας με την πολτοποίηση τον άλλων, των διαφορετικών και των «κατώτερων»- που αναζητούν τόσο να σταθούν και να ζήσουν.
Η δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να βοηθάει την κυβέρνηση στην πολιτική της, ούτε το κράτος στην αποστολή του. «Ο δημοσιογράφος οφείλει να αποφεύγει να ενεργεί ως αρωγός της αστυνομίας ή των άλλων υπηρεσιών ασφάλειας του κράτους», αναφέρει ο Παγκόσμιος Χάρτης Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
Η δουλειά του είναι να ρίχνει τον προβολέα στην πραγματικότητα. Να μεταφέρει αυτό που βλέπει. Αν αυτό που βλέπει στον Έβρο- ή στο Αιγαίο- είναι «όχλοι» και «ορδές» που απειλούν τους «κανονικούς» ανθρώπους στην Ελλάδα ασκεί δημοσιογραφία της ντροπής…
Γ. Λακόπουλος
anoixtoparathyro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου