Πριν μερικές μέρες, ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος κατέθεσε μια «βέβηλη» και μέχρι πρότινος αδιανόητη πρόταση: να...
ενταχθούν όλα τα δημόσια νοσοκομεία σε έναν φορέα, που θα λειτουργεί με καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), όπως περίπου το «Ωνάσειο». Η πρόταση αυτή ευθυγραμμίζεται με τις ιδέες που κυκλοφορούν εδώ και καιρό στο κυβερνών κόμμα. Εξ άλλου και για τα ΑΕΙ η κ. Κεραμέως έχει προτείνει την ίδρυση ενός ΝΠΙΔ, που θα διαχειρίζονται όχι μόνο την πανεπιστημιακή περιουσία, αλλά και όλα τα έσοδα από τα ερευνητικά προγράμματα ή τις χορηγίες.
Τα ΝΠΙΔ στη δημόσια Υγεία και την Παιδεία προοιωνίζονται την καθολική εισαγωγή ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων στο Κράτος Προνοίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα νοικοκυριά και τις εργασιακές σχέσεις. Παρ’ όλα αυτά, η κριτική στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες δεν είναι εύκολη. Τα ΝΠΙΔ δεν είναι –αυτόχρημα- ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτό το καθεστώς έχουν σήμερα τα περισσότερα ερευνητικά κέντρα και πλήθος ευνομούμενων και κοινωνικά καταξιωμένων οργανισμών (όπως το Ωνάσειο που είπαμε πριν ή το Εθνικό Θέατρο). Πολλοί απ’ αυτούς τους οργανισμούς είναι ενταγμένοι στους φορείς της γενικής κυβέρνησης και υπόκεινται στους ίδιους περίπου ελέγχους με τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ).
Αυτά περί απόδοσης και λογοδοσίας. Γιατί, αν κάποιος χοντρύνει την κουβέντα, χρεώνοντας στη Νέα Δημοκρατία την πρόθεση να εγκαταλείψει το ΕΣΥ ή τα Πανεπιστήμια στη μοίρα τους, θα αντιμετωπίσει αμέσως ένα άλλο επιχείρημα: ότι η εκάστοτε κυβέρνηση μπορεί άνετα να περικόψει τη χρηματοδότηση στους οργανισμούς αυτούς, είτε πρόκειται για ΝΠΙΔ είτε για ΝΠΔΔ. Άρα, αλλού βρίσκεται η ουσία και αλλού είναι το κλειδί για να αποκαλυφθούν τα σχέδια των κερδοσκόπων.
Ας είμαστε προσγειωμένοι –και ειλικρινείς. Το Δημόσιο χρησιμοποιήθηκε πράγματι από το μετεμφυλιακό κράτος ως ένας μηχανισμός «τακτοποίησης» και ανασυγκρότησης των μεσαίων στρωμάτων, που είχαν καταστραφεί στον πόλεμο. Όμως, η φάση (πραγματικής) ανάπτυξης που ακολούθησε, από το τέλος του πολέμου μέχρι περίπου τη δεκαετία του 1970, είχε αδήριτες ανάγκες και προϋποθέσεις: οι κρατικές υπηρεσίες και οι δημόσιοι οργανισμοί έπρεπε να λειτουργούν στοιχειωδώς ορθολογικά και με κάποια επάρκεια. Αυτή η επάρκεια, μαζί με την εργασιακή ασφάλεια των δημοσίων υπαλλήλων, διαμόρφωσαν μια εικόνα στην κοινωνία. Μέχρι πρότινος, το Δημόσιο είχε ακόμη την αύρα της εγκυρότητας, της αντικειμενικότητας, της σοβαρότητας, της υπευθυνότητας. Εξ ου και η αίγλη που είχαν κατά περιόδους οργανισμοί και υπηρεσίες όπως το Γενικό Χημείο του Κράτους, ο «Δημόκριτος», η ΔΕΗ, ο «Ευαγγελισμός», η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, το ΔΙΚΑΤΣΑ, κλπ.
Μετά, επέδραμε το ΠΑΣΟΚ. Οι δημόσιοι θεσμοί, από τις ΔΕΚΟ μέχρι τα Πανεπιστήμια, δεν χρησιμοποιήθηκαν μόνο για την αποκατάσταση των πολιτικά αποκλεισμένων, όπως συνήθως διατυμπανίζεται, αλλά και ως μια ανεξάντλητη δεξαμενή πιθανών ψηφοφόρων –χειρότερα απ’ ό,τι επί καραμανλικής Δεξιάς. Οι χυδαιο-συνδικαλιστές και οι παρατρεχάμενοι του κάθε Κουτσόγιωργα και του κάθε Πάγκαλου μετέτρεψαν σιγά-σιγά ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε σε πεδίο διαμοιρασμού προνομίων και εξυπηρετήσεων. Η κατάσταση δεν άλλαξε επί Σημίτη. Αντίθετα, το φαύλο καθεστώς εδραιώθηκε και ραφιναρίστηκε με νέα μέσα. Παρά τα φτιασίδια και τη ρητορική της «αξιοκρατίας», καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία του Δημοσίου έφθιναν διαρκώς, ο κόσμος ανέπτυξε μια δυσανεξία –έως αποστροφή- προς κάθε τι που είχε την προμετωπίδα «δημόσιο». Κι έτσι, όταν ιδιωτικοποιήθηκαν η ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ κι ο ΟΤΕ δεν άνοιξε μύτη. Γιατί ν’ ανοίξει άλλωστε;
Εξ ορισμού και εκ των πραγμάτων, η Αριστερά είναι ο θεματοφύλακας των δημοσίων αγαθών και των δημοσίων θεσμών. Λειτουργώντας αταβιστικά, εξακολουθεί όμως να υπερασπίζεται ένα Δημόσιο, που ούτε Δημόσιο είναι με την ουσιαστική έννοια του όρου -δηλαδή της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος- ούτε αναγνωρίζεται πλέον ως μια κοινωνική κατάκτηση. Το θέμα έρχεται και ξανάρχεται. Η Δεξιά, γνωρίζοντας άριστα την κατάσταση, επιταχύνει με διάφορους τρόπους την απαξίωση των δημοσίων φορέων για να τους υποκαταστήσει με άλλους. Κι η Αριστερά βρίσκει τον εαυτό της να υπερασπίζεται ένα Δημόσιο που δεν έχει πια σχέση με την ισονομία, την ισοπολιτεία, την προκοπή του τόπου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κοιτάζει προς την άλλη κατεύθυνση όταν καταλογίζονται λάθη και επιλεκτική επιείκεια στη δημόσια διοίκηση. Και για να απομυθοποιούμε σιγά-σιγά ορισμένα πράγματα: πολλές δημόσιες δομές στην πραγματικότητα λειτουργούν σήμερα με καθαρά ιδιωτικο-οικονομικό τρόπο ή συμπληρωματικά προς το «μαύρο» χρήμα. Ο ιδιώτης γιατρός ή ο (άνεργος) απόφοιτος που κάνει φροντιστήριο στους μαθητές του Λυκείου έχουν κάθε λόγο να θεωρούν τον εαυτο τους αδικημένο, όταν γνωρίζουν ότι οι συνάδελφοί τους στο δημόσιο, που υποτίθεται ότι υπηρετούν με «πλήρη και αποκλειστική απασχόληση», τόχουν δίπορτο. Το ίδιο ισχύει και για τους μικροεπαγγελματίες όταν συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους υπαλλήλους των τεχνικών υπηρεσιών απανταχού στο Δημόσιο.
Δεν είναι όμως μόνο τα άτυπα ή τα θεσμοθετημένα προνόμια. Είναι και η προκλητική συμπεριφορά, το «μπαϊράκι». Το Υπουργείο Παιδείας έμεινε κάποτε χωρίς λειτουργική τεχνική υπηρεσία και το ίδιο συνέβη σε αρκετά Πανεπιστήμια. Τα συνεργεία που αποκαθιστούσαν ζημιές στην ύδρευση ήταν παροιμιώδη για την αφασία τους: ένας δούλευε και τρεις κοιτούσαν καπνίζοντας. Ευτυχώς που εφευρέθηκαν τα ΚΕΠ, γιατί πριν από αυτά ο πολίτης που ήθελε να διεκπεραιώσει κάποια υποχρέωσή του σε δημόσια υπηρεσία έπρεπε να πάρει δυο μέρες άδεια και να περιμένει άπειρες ώρες για να τελειώσει ο υπάλληλος το κοτσομπολιό και να κάνει επιτέλους τη δουλειά του. Δεν λέω για τις συντάξεις στα 40 και τα 45, γιατί αυτό ήταν μια κατάντια, που αμέσως ή εμμέσως την ανεχτήκαμε όλοι μας.
Όλα αυτά δεν υπονοούν ότι το Δημόσιο είναι «μεγάλο» και πρέπει να περιοριστεί -όπως πρεσβεύουν οι νεοφιλελεύθεροι. Το Δημόσιο είναι στρεβλό, διαβρωμένο, εκφυλισμένο, εργαλειακό. Και γι’ αυτό, η υπεράσπισή του πρέπει στο εξής να συνδυάζεται με τη σκληρή κριτική στα κακώς κείμενα. Η Αριστερά δεν θα πάει μακριά, αν δεν επεξεργαστεί ένα σώμα νέων κανόνων και μια νέα πολιτική για τη δημόσια διοίκηση και τους δημόσιους οργανισμούς.
Για να το πούμε αλλιώς και πέρα απ’ το παραμύθι που μας πουλάει ο κάθε κρατικοδίαιτος συνδικαλιστής: το καθοριστικό είναι αν ο τάδε ή ο δείνα οργανισμός εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες ή δουλεύει με βάση το «ό,τι αρπάξουμε»˙ το πόσες ευκαιρίες και πόσες ρήτρες εσόδων έχουν οι υπάλληλοι και τα διοικητικά στελέχη του˙ το αν καταλογίζονται ευθύνες σε περιπτώσεις καραμπινάτης αργομισθίας˙ το πόσο τηρείται το ωράριο˙ και το πώς αποτρέπονται εύνοιες και συναλλαγή με τα ιδιωτικά συμφέροντα. Γι’ αυτά –και μόνο γι’ αυτά- ενδιαφέρεται ο καταταλαιπωρημένος Έλλην πολίτης...
Σπύρος Γεωργάτος
Πηγή: tvxs.gr
ενταχθούν όλα τα δημόσια νοσοκομεία σε έναν φορέα, που θα λειτουργεί με καθεστώς νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), όπως περίπου το «Ωνάσειο». Η πρόταση αυτή ευθυγραμμίζεται με τις ιδέες που κυκλοφορούν εδώ και καιρό στο κυβερνών κόμμα. Εξ άλλου και για τα ΑΕΙ η κ. Κεραμέως έχει προτείνει την ίδρυση ενός ΝΠΙΔ, που θα διαχειρίζονται όχι μόνο την πανεπιστημιακή περιουσία, αλλά και όλα τα έσοδα από τα ερευνητικά προγράμματα ή τις χορηγίες.
Τα ΝΠΙΔ στη δημόσια Υγεία και την Παιδεία προοιωνίζονται την καθολική εισαγωγή ιδιωτικο-οικονομικών κριτηρίων στο Κράτος Προνοίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα νοικοκυριά και τις εργασιακές σχέσεις. Παρ’ όλα αυτά, η κριτική στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες δεν είναι εύκολη. Τα ΝΠΙΔ δεν είναι –αυτόχρημα- ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτό το καθεστώς έχουν σήμερα τα περισσότερα ερευνητικά κέντρα και πλήθος ευνομούμενων και κοινωνικά καταξιωμένων οργανισμών (όπως το Ωνάσειο που είπαμε πριν ή το Εθνικό Θέατρο). Πολλοί απ’ αυτούς τους οργανισμούς είναι ενταγμένοι στους φορείς της γενικής κυβέρνησης και υπόκεινται στους ίδιους περίπου ελέγχους με τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ).
Αυτά περί απόδοσης και λογοδοσίας. Γιατί, αν κάποιος χοντρύνει την κουβέντα, χρεώνοντας στη Νέα Δημοκρατία την πρόθεση να εγκαταλείψει το ΕΣΥ ή τα Πανεπιστήμια στη μοίρα τους, θα αντιμετωπίσει αμέσως ένα άλλο επιχείρημα: ότι η εκάστοτε κυβέρνηση μπορεί άνετα να περικόψει τη χρηματοδότηση στους οργανισμούς αυτούς, είτε πρόκειται για ΝΠΙΔ είτε για ΝΠΔΔ. Άρα, αλλού βρίσκεται η ουσία και αλλού είναι το κλειδί για να αποκαλυφθούν τα σχέδια των κερδοσκόπων.
Ας είμαστε προσγειωμένοι –και ειλικρινείς. Το Δημόσιο χρησιμοποιήθηκε πράγματι από το μετεμφυλιακό κράτος ως ένας μηχανισμός «τακτοποίησης» και ανασυγκρότησης των μεσαίων στρωμάτων, που είχαν καταστραφεί στον πόλεμο. Όμως, η φάση (πραγματικής) ανάπτυξης που ακολούθησε, από το τέλος του πολέμου μέχρι περίπου τη δεκαετία του 1970, είχε αδήριτες ανάγκες και προϋποθέσεις: οι κρατικές υπηρεσίες και οι δημόσιοι οργανισμοί έπρεπε να λειτουργούν στοιχειωδώς ορθολογικά και με κάποια επάρκεια. Αυτή η επάρκεια, μαζί με την εργασιακή ασφάλεια των δημοσίων υπαλλήλων, διαμόρφωσαν μια εικόνα στην κοινωνία. Μέχρι πρότινος, το Δημόσιο είχε ακόμη την αύρα της εγκυρότητας, της αντικειμενικότητας, της σοβαρότητας, της υπευθυνότητας. Εξ ου και η αίγλη που είχαν κατά περιόδους οργανισμοί και υπηρεσίες όπως το Γενικό Χημείο του Κράτους, ο «Δημόκριτος», η ΔΕΗ, ο «Ευαγγελισμός», η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, το ΔΙΚΑΤΣΑ, κλπ.
Μετά, επέδραμε το ΠΑΣΟΚ. Οι δημόσιοι θεσμοί, από τις ΔΕΚΟ μέχρι τα Πανεπιστήμια, δεν χρησιμοποιήθηκαν μόνο για την αποκατάσταση των πολιτικά αποκλεισμένων, όπως συνήθως διατυμπανίζεται, αλλά και ως μια ανεξάντλητη δεξαμενή πιθανών ψηφοφόρων –χειρότερα απ’ ό,τι επί καραμανλικής Δεξιάς. Οι χυδαιο-συνδικαλιστές και οι παρατρεχάμενοι του κάθε Κουτσόγιωργα και του κάθε Πάγκαλου μετέτρεψαν σιγά-σιγά ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε σε πεδίο διαμοιρασμού προνομίων και εξυπηρετήσεων. Η κατάσταση δεν άλλαξε επί Σημίτη. Αντίθετα, το φαύλο καθεστώς εδραιώθηκε και ραφιναρίστηκε με νέα μέσα. Παρά τα φτιασίδια και τη ρητορική της «αξιοκρατίας», καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία του Δημοσίου έφθιναν διαρκώς, ο κόσμος ανέπτυξε μια δυσανεξία –έως αποστροφή- προς κάθε τι που είχε την προμετωπίδα «δημόσιο». Κι έτσι, όταν ιδιωτικοποιήθηκαν η ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ κι ο ΟΤΕ δεν άνοιξε μύτη. Γιατί ν’ ανοίξει άλλωστε;
Εξ ορισμού και εκ των πραγμάτων, η Αριστερά είναι ο θεματοφύλακας των δημοσίων αγαθών και των δημοσίων θεσμών. Λειτουργώντας αταβιστικά, εξακολουθεί όμως να υπερασπίζεται ένα Δημόσιο, που ούτε Δημόσιο είναι με την ουσιαστική έννοια του όρου -δηλαδή της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος- ούτε αναγνωρίζεται πλέον ως μια κοινωνική κατάκτηση. Το θέμα έρχεται και ξανάρχεται. Η Δεξιά, γνωρίζοντας άριστα την κατάσταση, επιταχύνει με διάφορους τρόπους την απαξίωση των δημοσίων φορέων για να τους υποκαταστήσει με άλλους. Κι η Αριστερά βρίσκει τον εαυτό της να υπερασπίζεται ένα Δημόσιο που δεν έχει πια σχέση με την ισονομία, την ισοπολιτεία, την προκοπή του τόπου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κοιτάζει προς την άλλη κατεύθυνση όταν καταλογίζονται λάθη και επιλεκτική επιείκεια στη δημόσια διοίκηση. Και για να απομυθοποιούμε σιγά-σιγά ορισμένα πράγματα: πολλές δημόσιες δομές στην πραγματικότητα λειτουργούν σήμερα με καθαρά ιδιωτικο-οικονομικό τρόπο ή συμπληρωματικά προς το «μαύρο» χρήμα. Ο ιδιώτης γιατρός ή ο (άνεργος) απόφοιτος που κάνει φροντιστήριο στους μαθητές του Λυκείου έχουν κάθε λόγο να θεωρούν τον εαυτο τους αδικημένο, όταν γνωρίζουν ότι οι συνάδελφοί τους στο δημόσιο, που υποτίθεται ότι υπηρετούν με «πλήρη και αποκλειστική απασχόληση», τόχουν δίπορτο. Το ίδιο ισχύει και για τους μικροεπαγγελματίες όταν συγκρίνουν τον εαυτό τους με τους υπαλλήλους των τεχνικών υπηρεσιών απανταχού στο Δημόσιο.
Δεν είναι όμως μόνο τα άτυπα ή τα θεσμοθετημένα προνόμια. Είναι και η προκλητική συμπεριφορά, το «μπαϊράκι». Το Υπουργείο Παιδείας έμεινε κάποτε χωρίς λειτουργική τεχνική υπηρεσία και το ίδιο συνέβη σε αρκετά Πανεπιστήμια. Τα συνεργεία που αποκαθιστούσαν ζημιές στην ύδρευση ήταν παροιμιώδη για την αφασία τους: ένας δούλευε και τρεις κοιτούσαν καπνίζοντας. Ευτυχώς που εφευρέθηκαν τα ΚΕΠ, γιατί πριν από αυτά ο πολίτης που ήθελε να διεκπεραιώσει κάποια υποχρέωσή του σε δημόσια υπηρεσία έπρεπε να πάρει δυο μέρες άδεια και να περιμένει άπειρες ώρες για να τελειώσει ο υπάλληλος το κοτσομπολιό και να κάνει επιτέλους τη δουλειά του. Δεν λέω για τις συντάξεις στα 40 και τα 45, γιατί αυτό ήταν μια κατάντια, που αμέσως ή εμμέσως την ανεχτήκαμε όλοι μας.
Όλα αυτά δεν υπονοούν ότι το Δημόσιο είναι «μεγάλο» και πρέπει να περιοριστεί -όπως πρεσβεύουν οι νεοφιλελεύθεροι. Το Δημόσιο είναι στρεβλό, διαβρωμένο, εκφυλισμένο, εργαλειακό. Και γι’ αυτό, η υπεράσπισή του πρέπει στο εξής να συνδυάζεται με τη σκληρή κριτική στα κακώς κείμενα. Η Αριστερά δεν θα πάει μακριά, αν δεν επεξεργαστεί ένα σώμα νέων κανόνων και μια νέα πολιτική για τη δημόσια διοίκηση και τους δημόσιους οργανισμούς.
Για να το πούμε αλλιώς και πέρα απ’ το παραμύθι που μας πουλάει ο κάθε κρατικοδίαιτος συνδικαλιστής: το καθοριστικό είναι αν ο τάδε ή ο δείνα οργανισμός εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες ή δουλεύει με βάση το «ό,τι αρπάξουμε»˙ το πόσες ευκαιρίες και πόσες ρήτρες εσόδων έχουν οι υπάλληλοι και τα διοικητικά στελέχη του˙ το αν καταλογίζονται ευθύνες σε περιπτώσεις καραμπινάτης αργομισθίας˙ το πόσο τηρείται το ωράριο˙ και το πώς αποτρέπονται εύνοιες και συναλλαγή με τα ιδιωτικά συμφέροντα. Γι’ αυτά –και μόνο γι’ αυτά- ενδιαφέρεται ο καταταλαιπωρημένος Έλλην πολίτης...
Σπύρος Γεωργάτος
Πηγή: tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου