Περίπου 6,9 εκατομμύρια παιδιά ή το 7% των παιδιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζουν σε κάποια χώρα διαφορετική από εκείνη της ιθαγένειας/υπηκοότητας τους, σύμφωνα με μια νέα μελέτη του...
επιστημονικού Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Ελλάδα είναι η χώρα της ΕΕ με τον μεγαλύτερο αριθμό αιτήσεων ασύλου παιδιών αναλογικά με τον πληθυσμό της και τρίτη σε απόλυτο αριθμό αιτήσεων μετά τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Η Ελλάδα εμφανίζεται ότι φιλοξενούσε το 2018 περίπου 190.500 παιδιά και νέους έως 19 ετών με ιθαγένεια άλλης χώρας (ευρωπαϊκής και μη), έναντι 180.300 το 2014. Από αυτά, περίπου τα 34.000 είχαν ιθαγένεια άλλης χώρας της ΕΕ (αντίστροφα, περίπου 51.000 παιδιά με ελληνική ιθαγένεια ζούσαν πέρυσι σε άλλη χώρα της ΕΕ, έναντι 45.000 το 2014). Η χώρα μας έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, με 9,12% (μετά την Αυστρία με 9,5%), όσον αφορά την αναλογία των ατόμων με άλλη ιθαγένεια στο σύνολο του πληθυσμού έως 19 ετών.
Ο συνολικός πληθυσμός ανηλίκων και ενηλίκων με ιθαγένεια άλλης χώρας που φιλοξενούσε η Ελλάδα, σύμφωνα με το JRC, ήταν το 2018 σχεδόν 605.000 άτομα (το 5,6% του πληθυσμού της χώρας), έναντι 662.300 το 2014 (6,1% του πληθυσμού).
Η μελέτη του Κέντρου Μετανάστευσης και Δημογραφίας του JRC (με τίτλο "Data on Children in Migration") επιβεβαιώνει ότι υπάρχει ιδιαίτερα άνιση κατανομή των αιτήσεων ασύλου παιδιών στις χώρες της Ευρώπης, με μερικές να δέχονται πολύ περισσότερα παιδιά από άλλες. Η χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό αιτήσεων ασύλου παιδιών, αναλογικά με τον πληθυσμό της, είναι η Ελλάδα και ακολουθούν κατά σειρά Κύπρος, Γερμανία, Μάλτα, Λουξεμβούργο, Αυστρία και Σουηδία.
Η Ελλάδα υπήρξε «πρωταθλήτρια» τόσο το 2018 (184 αιτήσεις ασύλου παιδιών ανά 100.000 κατοίκους της χώρας μας), όσο και το 2017 (183 αιτήσεις/100.000 κάτοικοι). Ο αριθμός των αιτήσεων βαίνει αυξανόμενος, καθώς για την χώρα μας η αναλογία το 2014 ήταν μόνο 12 αιτήσεις ασύλου παιδιών ανά 100.000 κατοίκους, το 2015 ήταν 22 και το 2016 είχε εκτιναχθεί στις 182 αιτήσεις ανά 100.000 κατοίκους. Το 2018 το 29% των αιτήσεων ασύλου παιδιών που υποβλήθηκαν στην Ελλάδα, είχαν ως βασικές χώρες προέλευσης τη Συρία (29%), το Αφγανιστάν (23%) και το Ιράκ (20%), ενώ αισθητή ήταν η αύξηση παιδιών από την Τουρκία (8% των συνολικών αιτήσεων).
Για την Κύπρο, η εξέλιξη της αναλογίας διαχρονικά ήταν 41 αιτήσεις παιδιών ανά 100.000 κάτοικοι το 2014, 60 το 2015, 80 το 2016, 80 το 2017 και 120 το 2018. Συγκριτικά, ο μέσος όρος αιτήσεων ασύλου παιδιών (ανά 100.000 κατοίκους) στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28 κρατών μελών ήταν μόνο 35 το 2018 έναντι 39 το 2017, 56 το 2016 και 93 το 2015, με άλλα λόγια συνολικά η ΕΕ δέχεται ολοένα λιγότερες αναλογικά αιτήσεις, αλλά ορισμένες χώρες όπως η Ελλάδα επιβαρύνονται περισσότερο.
Σε ορισμένες χώρες, οι αιτήσεις ασύλου παιδιών σε σχέση με τον πληθυσμό τους (ανά 100.000 κατοίκους) είναι πολύ λίγες, π.χ. το 2018 ήσαν μόνο 12 στη Βουλγαρία και στη Βρετανία, έξι στην Ιταλία, πέντε στην Κροατία, τρεις στην Ουγγαρία, στην Πολωνία και στην Πορτογαλία, δύο στη Ρουμανία, στη Λετονία και στην Τσεχία και μόνο μία σε Σλοβακία και Εσθονία. Μεγάλες χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία τα τελευταία χρόνια βρίσκονται συστηματικά αρκετά κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, όσον αφορά τις αιτήσεις ασύλου παιδιών.
Μεταξύ 2014-2018 τα παιδιά που μετανάστευσαν στην Ευρώπη από χώρα εκτός της ΕΕ, αυξήθηκαν κατά 17%, ενώ όσα προήλθαν από άλλη χώρα της ΕΕ (εσωτερική ευρωπαϊκή μετανάστευση), αυξήθηκαν κατά 32%. Η μελέτη επισημαίνει ότι τα μόνα αξιόπιστα στοιχεία για την παιδική μετανάστευση από μη ευρωπαϊκές χώρες αφορούν τις αιτήσεις ασύλου, ενώ τονίζει ότι για ορισμένες χώρες (μεταξύ των οποίων η Ελλάδα και η Κύπρος) τα στοιχεία για τους μετανάστες εμφανίζουν ελλείψεις.
Η μελέτη τονίζει ότι η μετανάστευση μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά την ταυτότητα, ανάπτυξη και ψυχική κατάσταση ενός παιδιού, ιδιαίτερα αν αυτή συνοδεύεται από αρνητικές και τραυματικές εμπειρίες και αν το παιδί είναι ασυνόδευτο και έχει διαφύγει από εμπόλεμες περιοχές. Σύμφωνα με το JRC, το 2018 τρία στα τέσσερα ασυνόδευτα παιδιά (το 75%) ήσαν 16 έως 17 ετών, τονίζεται όμως συχνά η δυσκολία προσδιορισμού της πραγματικής ηλικίας των παιδιών, ακόμη και με ιατρικές εξετάσεις, καθώς και η έλλειψη ενός σχετικού πανευρωπαϊκού πρωτοκόλλου ιατρικής αξιολόγησης σε τέτοιες περιπτώσεις...
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου