Παντελής Μπουκάλας
Μπορούμε να το ονομάσουμε δόγμα-ντουμπλ φας, δόγμα-Ιανό ή δόγμα-χαμαιλέοντα: Φοριέται και το μέσα και το έξω του, ανάλογα με το κέφι ή το σεκλέτι της στιγμής. Είναι διπρόσωπο, με το...
ένα από τα συστεγαζόμενα πρόσωπα χαμογελαστό ή και υπεροπτικό και το άλλο μελαγχολικό, αν όχι βαριά πένθιμο.
Και αλλάζει το χρώμα του ανάλογα με το σε ποιον απευθύνεται. Για να τιμήσουμε και την αρχαιοελληνική μυθολογία, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα δόγμα-Πρωτέα, το οποίο, κρατώντας άθικτη την ουσία του, μεταμορφώνεται για να ξεφύγει από τη λογική του μέτρου (όπως προσπάθησε να ξεφύγει από τον Μενέλαο ο «πολύβουλος» θαλασσινός θεός) ή για να προσαρμοστεί στο εκάστοτε εξωτερικό ερέθισμα ή στην περιστασιακή ψυχική διάθεση: αλλιώς μιλάς με Ελληνα ή με ξένο, αν είσαι τσαντισμένος από την εφορία ή χαλαρός στις διακοπές σου, κτλ.
Πέντε λέξεις και τρεις τελείες συνθέτουν το δόγμα μας – οι τελείες των αποσιωπητικών, που υπονοούνται και στον προφορικό λόγο, για να επιτείνουν τη σημασία του: «Αυτά μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν...» Ποια «αυτά»; Σχεδόν τα πάντα. Τα αγαθά και τα κάκιστα. Τα αξιέπαινα και τα κατακριτέα. Τα αξιοζήλευτα και τα οβελιστέα. Τα παραδειγματικά και τα απαράδεκτα. Καθόλου απίθανο δεν είναι ν’ ακούσουμε τον ίδιο χρήστη του πανίσχυρου κλισέ να το εκσφενδονίζει πότε με πλήρως απαξιωτική σημασία («πςς, στην Ελλάδα ζεις, τι περιμένεις...») και πότε με νόημα τιμητικότατο: «Γεια σου ρε Ελλάδα αθάνατη με τα ωραία σου». Με αυτά τα δυο «πότε» να μην απέχουν ιδιαίτερα αλλά να βρίσκονται κοντά, πολύ κοντά· να τέμνονται.
Αν ήμασταν μοιρασμένοι, περίπου μισοί μισοί (ακόμα καλύτερα αν αφήναμε χώρο για να υπάρξει και μια τρίτη ομάδα, των ενδιάμεσων, των μη απολυτοφρόνων), με τη μία ομάδα να υποστηρίζει το δόγμα στη θετική του τιμή και την άλλη στην αρνητική, θα το παίρναμε απόφαση. Θα λέγαμε πως έτσι είναι τα ανθρώπινα, να μη συμφωνούμε όλοι, και θα δοκιμάζαμε να συζητήσουμε, να συνεννοηθούμε. Αντί όμως να είμαστε μισοί μισοί, φαίνεται πως ο καθένας μας είναι μισός μισός, με αλληλομαχόμενα και τελικά αλληλοακυρωνόμενα τα δύο του μισά.
Ανεβοκατεβαίνουμε ταχύτατα τη σκάλα της αξιολόγησης των πραγμάτων όχι σαν φορείς αντιφάσεων, πράγμα λογικό, αλλά σαν πλάσματα που μόνο σε καθεστώς αμφιθυμίας μπορούν να υπάρξουν. Αθεοι ή αρνησίθεοι το πρωί, θρήσκοι το βράδυ. Ελλαδολάτρες στο γεύμα, ελληνομάχοι στο δείπνο. Είναι άλλωστε του συρμού να διαχωρίζουμε την Ελλάδα από τους Ελληνες που όντως ζουν σ’ αυτήν και τη συνδημιουργούν, λες και κάπου κρύβονται οι ιδεώδεις κάτοικοί της, οι «αυθεντικοί».
Από τον ύμνο ώς τον αμανέ, ένα τσιγάρο δρόμος: «Μόνο στην Ελλάδα έχουμε μια γλώσσα πάμπλουτη, που τροφοδότησε τις περισσότερες, αν όχι όλες τις γλώσσες του κόσμου». Ναι αλλά «μόνο στην Ελλάδα η γλώσσα φθείρεται ραγδαία και οι νέοι δεν χρησιμοποιούν πάνω από τρακόσιες λέξεις». «Μόνο στην Ελλάδα έχουμε γονίδια φιλοξενίας». Πλην όμως, «μόνο στην Ελλάδα έχουμε τόσο πολλούς προσφυγομάχους και μεταναστοφάγους». Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβει κάποιος –αρκεί η στοιχειώδης παρακολούθηση του γύρω κόσμου– ότι δεν στέκει κανένα από αυτά τα «μόνο», τόσο τα υμνητικά όσο και τα μελανογραφικά. Η «παμμήτειρα ελληνική» με τα τέσσερα εκατομμύρια λέξεων (ή πέντε; η καταμέτρηση συνεχίζεται...) είναι αυτοκολακευτικό μύθευμα, όπως μύθευμα είναι (αλλά αυτομαστιγωτικό) τα περί θανάτου της γλώσσας μας ή περί ανίατης λεξιπενίας των νέων. Μύθος, δεν χρειάζεται να μας το πουν οι βιολόγοι, τα «γονίδια φιλοξενίας», την ύπαρξη των οποίων την υποστηρίζουν κυρίως οι πολιτικοί, που διαθέτουν και τα εντελώς δικά τους άκρα: τον προεκλογικό αίνο «στη μνήμη, τη σοφία και την κρίση του λαού» και το μετεκλογικό «κατηγορώ» εναντίον των «αμνημόνων, ανοήτων και αχαρίστων ψηφοφόρων». Αλλά μύθος και το υψηλότερο στην Ευρώπη ποσοστό μισοξενισμού – αρκεί μια ματιά στα εκλογικά αποτελέσματα μιας ντουζίνας χωρών για να το παραδεχτούμε.
Το ίδιο εύκολα αποδεικνύεται ότι δεν διαθέτουν ούτε ένα ισχνό έρεισμα τα ρεκόρ με τα οποία τιμάμε ή επιτιμάμε τη χώρα μας: «Μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν τόσο ωραίες παραλίες και τόσο ωραία ηλιοβασιλέματα» – λες και αρκεί το φέισμπουκ και το ίνσταγκραμ για να γνωρίσουμε τον κόσμο όλο, ώστε να κρίνουμε και να βαθμολογήσουμε «αντικειμενικά» τα δειλινά. Ή, κάτι αντίθετο αλλά από την ίδια λογική εκπορευόμενο: «Μόνο στην Ελλάδα ξεφτιλίσαμε το σύστημα VAR από την πρώτη αγωνιστική του πρωταθλήματος». Το ’γραψαν πολλοί αθλητικογράφοι αυτό και το ’παν εκατομμύρια οπαδοί, του Ολυμπιακού, του ΠΑΟΚ, της ΑΕΚ, του Παναθηναϊκού, του Πανιωνίου... Μόνο που ο καθένας φορούσε τα γυαλιά της λατρεμένης του ομάδας, κι όλοι μαζί, εθελοτυφλούντες, δεν κατάφεραν να δουν ότι δριμύτατα παράπονα για το νέο σύστημα διατυπώθηκαν και στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Ισπανία, από κάποια Ρεάλ.
Υμνωδοί και μοιρολογίστρες ξεδιψούν στην ίδια πηγή: της ακρισίας. Της ελλιπούς πληροφόρησης, που μεταμφιέζεται σε ακλόνητη πεποίθηση. Αλλά είπαμε. Το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι ο ίδιος ομιλητής ή γραφιάς, ο ίδιος δημοσιολόγος, πολιτικός, μητροπολίτης κ.ο.κ., μπορεί μια χαρά να υποδυθεί εναλλάξ και τους δύο ρόλους. Σε μια αέναη σκυταλοδρομία αμφιθυμίας. Από την αυτοϋπερτίμηση στην αυτοϋποτίμηση, και πάλι από την αρχή. Από τον λαό τον περιούσιο και ανάδελφο στη μάζα των ουτιδανών ή στον «λαό-βδέλυγμα».
Αν λοιπόν θα ’πρεπε να αποδώσουμε καλά και σώνει ένα κοινό διαχρονικό γνώρισμα στον λαό ή τη φυλή μας, ίσως θα μας διευκόλυνε ο όρος «αμφιθυμία». Σίγουρα πάντως δεν υπάρχει λόγος να επιμείνουμε στον χαρακτηρισμό «κλαψοπούλια» που απέδιδε στους Ελληνες ο Αδαμάντιος Κοραής, χαριεντιζόμενος. Ούτε βέβαια μπορούμε να συνυπογράψουμε την άποψη που υποστήριζε το 1859 ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, περί «της φιλοθρήνου και μεμψιμοίρου φύσεως της γενεάς, έκ τινος ενδομύχου, εγκαρδίου, αυτομάτου ροπής προς το έλεγος, το δεινολόγημα, την αυτοπάθειαν ή, ακριβέστερον, την ανθρωποπάθειαν». Στο βιβλίο του «Πόθεν η κοινή λέξις “τραγουδώ”: Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως» αυτά, οι περί φυλετικής μελαγχολίας αποφάνσεις του οποίου έχουν και σήμερα υποστηρικτές.
Δεν ασχολούμαι τώρα πρώτη φορά με το δόγμα «Μόνο εδώ...» Πέρυσι, τέτοιον καιρό περίπου, έγραφα στην «Κ» κυρίως για την απαξιωτική χρήση του στερεοτύπου. Για την εμμονή μας δηλαδή να μειώνουμε τον τόπο μας και τους ανθρώπους του, συλλήβδην, χρησιμοποιώντας επί δεκαετίες, συχνότατα και πανεύκολα, το μοτίβο «μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν τέτοια πράγματα». Πρόκειται για επωδό-δόγμα. Δεν επικαλείται στοιχεία. Δεν κομίζει αποδείξεις. Προβάλλεται σαν αυτονόητο και, διά της επαναλήψεως, επιβάλλεται σαν αυτοδίκαιο. Δεν συνεχίζουμε τάχα να πιστεύουμε ότι «μόνο στην Ελλάδα είναι τόσο ανώριμο το πολιτικό σύστημα», όταν έχουμε μπροστά στα μάτια μας κοτζάμ Μεγάλη Βρετανία παραδομένη στο διαλυτικό γκροτέσκο;..
Καθημερινή
Μπορούμε να το ονομάσουμε δόγμα-ντουμπλ φας, δόγμα-Ιανό ή δόγμα-χαμαιλέοντα: Φοριέται και το μέσα και το έξω του, ανάλογα με το κέφι ή το σεκλέτι της στιγμής. Είναι διπρόσωπο, με το...
ένα από τα συστεγαζόμενα πρόσωπα χαμογελαστό ή και υπεροπτικό και το άλλο μελαγχολικό, αν όχι βαριά πένθιμο.
Και αλλάζει το χρώμα του ανάλογα με το σε ποιον απευθύνεται. Για να τιμήσουμε και την αρχαιοελληνική μυθολογία, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα δόγμα-Πρωτέα, το οποίο, κρατώντας άθικτη την ουσία του, μεταμορφώνεται για να ξεφύγει από τη λογική του μέτρου (όπως προσπάθησε να ξεφύγει από τον Μενέλαο ο «πολύβουλος» θαλασσινός θεός) ή για να προσαρμοστεί στο εκάστοτε εξωτερικό ερέθισμα ή στην περιστασιακή ψυχική διάθεση: αλλιώς μιλάς με Ελληνα ή με ξένο, αν είσαι τσαντισμένος από την εφορία ή χαλαρός στις διακοπές σου, κτλ.
Πέντε λέξεις και τρεις τελείες συνθέτουν το δόγμα μας – οι τελείες των αποσιωπητικών, που υπονοούνται και στον προφορικό λόγο, για να επιτείνουν τη σημασία του: «Αυτά μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν...» Ποια «αυτά»; Σχεδόν τα πάντα. Τα αγαθά και τα κάκιστα. Τα αξιέπαινα και τα κατακριτέα. Τα αξιοζήλευτα και τα οβελιστέα. Τα παραδειγματικά και τα απαράδεκτα. Καθόλου απίθανο δεν είναι ν’ ακούσουμε τον ίδιο χρήστη του πανίσχυρου κλισέ να το εκσφενδονίζει πότε με πλήρως απαξιωτική σημασία («πςς, στην Ελλάδα ζεις, τι περιμένεις...») και πότε με νόημα τιμητικότατο: «Γεια σου ρε Ελλάδα αθάνατη με τα ωραία σου». Με αυτά τα δυο «πότε» να μην απέχουν ιδιαίτερα αλλά να βρίσκονται κοντά, πολύ κοντά· να τέμνονται.
Αν ήμασταν μοιρασμένοι, περίπου μισοί μισοί (ακόμα καλύτερα αν αφήναμε χώρο για να υπάρξει και μια τρίτη ομάδα, των ενδιάμεσων, των μη απολυτοφρόνων), με τη μία ομάδα να υποστηρίζει το δόγμα στη θετική του τιμή και την άλλη στην αρνητική, θα το παίρναμε απόφαση. Θα λέγαμε πως έτσι είναι τα ανθρώπινα, να μη συμφωνούμε όλοι, και θα δοκιμάζαμε να συζητήσουμε, να συνεννοηθούμε. Αντί όμως να είμαστε μισοί μισοί, φαίνεται πως ο καθένας μας είναι μισός μισός, με αλληλομαχόμενα και τελικά αλληλοακυρωνόμενα τα δύο του μισά.
Ανεβοκατεβαίνουμε ταχύτατα τη σκάλα της αξιολόγησης των πραγμάτων όχι σαν φορείς αντιφάσεων, πράγμα λογικό, αλλά σαν πλάσματα που μόνο σε καθεστώς αμφιθυμίας μπορούν να υπάρξουν. Αθεοι ή αρνησίθεοι το πρωί, θρήσκοι το βράδυ. Ελλαδολάτρες στο γεύμα, ελληνομάχοι στο δείπνο. Είναι άλλωστε του συρμού να διαχωρίζουμε την Ελλάδα από τους Ελληνες που όντως ζουν σ’ αυτήν και τη συνδημιουργούν, λες και κάπου κρύβονται οι ιδεώδεις κάτοικοί της, οι «αυθεντικοί».
Από τον ύμνο ώς τον αμανέ, ένα τσιγάρο δρόμος: «Μόνο στην Ελλάδα έχουμε μια γλώσσα πάμπλουτη, που τροφοδότησε τις περισσότερες, αν όχι όλες τις γλώσσες του κόσμου». Ναι αλλά «μόνο στην Ελλάδα η γλώσσα φθείρεται ραγδαία και οι νέοι δεν χρησιμοποιούν πάνω από τρακόσιες λέξεις». «Μόνο στην Ελλάδα έχουμε γονίδια φιλοξενίας». Πλην όμως, «μόνο στην Ελλάδα έχουμε τόσο πολλούς προσφυγομάχους και μεταναστοφάγους». Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβει κάποιος –αρκεί η στοιχειώδης παρακολούθηση του γύρω κόσμου– ότι δεν στέκει κανένα από αυτά τα «μόνο», τόσο τα υμνητικά όσο και τα μελανογραφικά. Η «παμμήτειρα ελληνική» με τα τέσσερα εκατομμύρια λέξεων (ή πέντε; η καταμέτρηση συνεχίζεται...) είναι αυτοκολακευτικό μύθευμα, όπως μύθευμα είναι (αλλά αυτομαστιγωτικό) τα περί θανάτου της γλώσσας μας ή περί ανίατης λεξιπενίας των νέων. Μύθος, δεν χρειάζεται να μας το πουν οι βιολόγοι, τα «γονίδια φιλοξενίας», την ύπαρξη των οποίων την υποστηρίζουν κυρίως οι πολιτικοί, που διαθέτουν και τα εντελώς δικά τους άκρα: τον προεκλογικό αίνο «στη μνήμη, τη σοφία και την κρίση του λαού» και το μετεκλογικό «κατηγορώ» εναντίον των «αμνημόνων, ανοήτων και αχαρίστων ψηφοφόρων». Αλλά μύθος και το υψηλότερο στην Ευρώπη ποσοστό μισοξενισμού – αρκεί μια ματιά στα εκλογικά αποτελέσματα μιας ντουζίνας χωρών για να το παραδεχτούμε.
Το ίδιο εύκολα αποδεικνύεται ότι δεν διαθέτουν ούτε ένα ισχνό έρεισμα τα ρεκόρ με τα οποία τιμάμε ή επιτιμάμε τη χώρα μας: «Μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν τόσο ωραίες παραλίες και τόσο ωραία ηλιοβασιλέματα» – λες και αρκεί το φέισμπουκ και το ίνσταγκραμ για να γνωρίσουμε τον κόσμο όλο, ώστε να κρίνουμε και να βαθμολογήσουμε «αντικειμενικά» τα δειλινά. Ή, κάτι αντίθετο αλλά από την ίδια λογική εκπορευόμενο: «Μόνο στην Ελλάδα ξεφτιλίσαμε το σύστημα VAR από την πρώτη αγωνιστική του πρωταθλήματος». Το ’γραψαν πολλοί αθλητικογράφοι αυτό και το ’παν εκατομμύρια οπαδοί, του Ολυμπιακού, του ΠΑΟΚ, της ΑΕΚ, του Παναθηναϊκού, του Πανιωνίου... Μόνο που ο καθένας φορούσε τα γυαλιά της λατρεμένης του ομάδας, κι όλοι μαζί, εθελοτυφλούντες, δεν κατάφεραν να δουν ότι δριμύτατα παράπονα για το νέο σύστημα διατυπώθηκαν και στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Ισπανία, από κάποια Ρεάλ.
Υμνωδοί και μοιρολογίστρες ξεδιψούν στην ίδια πηγή: της ακρισίας. Της ελλιπούς πληροφόρησης, που μεταμφιέζεται σε ακλόνητη πεποίθηση. Αλλά είπαμε. Το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι ο ίδιος ομιλητής ή γραφιάς, ο ίδιος δημοσιολόγος, πολιτικός, μητροπολίτης κ.ο.κ., μπορεί μια χαρά να υποδυθεί εναλλάξ και τους δύο ρόλους. Σε μια αέναη σκυταλοδρομία αμφιθυμίας. Από την αυτοϋπερτίμηση στην αυτοϋποτίμηση, και πάλι από την αρχή. Από τον λαό τον περιούσιο και ανάδελφο στη μάζα των ουτιδανών ή στον «λαό-βδέλυγμα».
Αν λοιπόν θα ’πρεπε να αποδώσουμε καλά και σώνει ένα κοινό διαχρονικό γνώρισμα στον λαό ή τη φυλή μας, ίσως θα μας διευκόλυνε ο όρος «αμφιθυμία». Σίγουρα πάντως δεν υπάρχει λόγος να επιμείνουμε στον χαρακτηρισμό «κλαψοπούλια» που απέδιδε στους Ελληνες ο Αδαμάντιος Κοραής, χαριεντιζόμενος. Ούτε βέβαια μπορούμε να συνυπογράψουμε την άποψη που υποστήριζε το 1859 ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, περί «της φιλοθρήνου και μεμψιμοίρου φύσεως της γενεάς, έκ τινος ενδομύχου, εγκαρδίου, αυτομάτου ροπής προς το έλεγος, το δεινολόγημα, την αυτοπάθειαν ή, ακριβέστερον, την ανθρωποπάθειαν». Στο βιβλίο του «Πόθεν η κοινή λέξις “τραγουδώ”: Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως» αυτά, οι περί φυλετικής μελαγχολίας αποφάνσεις του οποίου έχουν και σήμερα υποστηρικτές.
Δεν ασχολούμαι τώρα πρώτη φορά με το δόγμα «Μόνο εδώ...» Πέρυσι, τέτοιον καιρό περίπου, έγραφα στην «Κ» κυρίως για την απαξιωτική χρήση του στερεοτύπου. Για την εμμονή μας δηλαδή να μειώνουμε τον τόπο μας και τους ανθρώπους του, συλλήβδην, χρησιμοποιώντας επί δεκαετίες, συχνότατα και πανεύκολα, το μοτίβο «μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν τέτοια πράγματα». Πρόκειται για επωδό-δόγμα. Δεν επικαλείται στοιχεία. Δεν κομίζει αποδείξεις. Προβάλλεται σαν αυτονόητο και, διά της επαναλήψεως, επιβάλλεται σαν αυτοδίκαιο. Δεν συνεχίζουμε τάχα να πιστεύουμε ότι «μόνο στην Ελλάδα είναι τόσο ανώριμο το πολιτικό σύστημα», όταν έχουμε μπροστά στα μάτια μας κοτζάμ Μεγάλη Βρετανία παραδομένη στο διαλυτικό γκροτέσκο;..
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου