Παρά τα όσα λέγονται ότι η νέα κυβέρνηση δεν έχει περίοδο χάριτος, στην πραγματικότητα --εκτός απροόπτου-- ο Μητσοτάκης...
θα είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού, χωρίς σοβαρές αμφισβητήσεις, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2019 και πιθανόν μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Για το ίδιο διάστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ κατά κανόνα δεν θα μπορεί να ασκεί αντιπολίτευση, η οποία να βρίσκει ευρύτερη απήχηση από το δικό του πολιτικό-εκλογικό ακροατήριο.
Αν και κατά γενική ομολογία, ο Μητσοτάκης και το επιτελείο του έδειξαν ότι είχαν προετοιμάσει τουλάχιστον τα πρώτα τους βήματα ως κυβέρνηση, τα δύσκολα είναι μπροστά. Αυτή την περίοδο τα ποια αρνητικά παραβλέπονται από τα Μίντια και την κοινή γνώμη, ενώ αντιθέτως υπερτονίζονται τα όποια θετικά. Έτσι συμβαίνει --περισσότερο ή λιγότερο-- με όλες τις νέες κυβερνήσεις.
Ωστόσο, η περίοδος χάριτος από τη φύση της ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι εάν θα έλθει η ημερομηνία λήξεως, αλλά εάν το θετικό κλίμα θα αξιοποιηθεί για να πραγματοποιηθούν αναγκαίες εξυγιαντικές και αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις. Αυτό είναι κοινός τόπος στα λόγια, αλλά μάλλον σπάνιο στην πράξη. Η πείρα αποδεικνύει ότι για αρκετές νέες κυβερνήσεις η περίοδος χάριτος λειτούργησε σαν πολιτική παγίδα. Αφέθηκαν στη θαλπωρή της, θεωρώντας υποσυνείδητα ότι το πολιτικό καλοκαίρι θα κρατήσει αιώνια.
Τα δύο κύρια μέτωπα
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, λοιπόν, θα κριθεί κυρίως σε δύο μέτωπα:
Πρώτον, από το εάν κάνει βήματα για να οικοδομήσει ένα υγιές και παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης. Πρόκειται αναμφίβολα για αντικειμενικά δύσκολο εγχείρημα, κυρίως λόγω των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, αλλά και λόγω των εγγενών παθογενειών της ελληνικής οικονομίας-κοινωνίας και του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά είναι ζωτική ανάγκη να ανέβουμε πίστα.
Δεύτερον, από το εάν θα καταφέρει να αποτρέψει πιθανό τουρκικό τυχοδιωκτισμό και εάν αυτός εκδηλωθεί εάν θα καταφέρει να τον ανασχέσει, να τον αντιμετωπίσει χωρίς εθνικές ζημιές.
Προφανώς, υπάρχουν και όλα τα άλλα ανοικτά μέτωπα, εσωτερικά και εξωτερικά, αλλά τα δύο παραπάνω είναι που θα καθορίσουν --όχι περιστασιακά-- το πολιτικό κλίμα. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Μητσοτάκης έχει εξοικείωση, ισχυρό ενδιαφέρον και προσωπική άποψη για ζητήματα που έχουν να κάνουν με την οικονομία, ανεξαρτήτως το πως τον κρίνει κανείς. Και όπως φάνηκε από τη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος εκεί ρίχνει το βάρος.
Η επιλογή του δεν είναι παράλογη, αν ληφθεί υπόψη η μνημονιακή σκληρή δοκιμασία και η ζωτική ανάγκη η ελληνική οικονομία --κατ' επέκταση και η κοινωνία-- να ξανασταθεί στα πόδια της. Από την άλλη πλευρά, όμως, η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα εθνικής ασφαλείας, λόγω του χρόνιου τουρκικού επεκτατισμού. Αυτό σημαίνει πως η κάθε κυβέρνηση οφείλει να έχει επάρκεια στο κρίσιμο αυτό επίπεδο.
Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας
Ο Μητσοτάκης, όμως, ούτε εξοικείωση έχει, ούτε ζωηρό ενδιαφέρον για τα ζητήματα εθνικής ασφαλείας. Όσο δε για την προσωπική του άποψη, όπως προκύπτει από δηλώσεις και πράξεις μέχρι τώρα, είναι γενική και μάλλον αβαθής. Εάν ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει σχετικό έλλειμμα, πρέπει να το καλύψει. Αυτό σημαίνει πρώτα έμπειρη πολιτική ηγεσία στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας.
Ο υπουργός Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος μπορεί να μην έχει μεγάλη εμπειρία, αλλά κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, έχοντας αντιληφθεί την ουσία του προβλήματος που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Δίπλα του, άλλωστε, έχει ως υφυπουργό τον έμπειρο στρατηγό Στεφανή. Χωρίς ιδιαίτερη πείρα είναι και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, αν και έχει αποδείξει ότι είναι προσεκτικός και μαθαίνει. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, σημαντικό ρόλο ήδη παίζει η διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού πρέσβειρα Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Σε κάθε περίπτωση όλοι τους θα κριθούν από το έργο τους, οπότε οι εκ των προτέρων κρίσεις έχουν μικρή αξία.
Τα ποια πρόσωπα στελεχώνουν τον ευρύτερο τομέα της εθνικής ασφάλειας έχει οπωσδήποτε κρίσιμη σημασία, αλλά ακόμα σημαντικότερο είναι να λειτουργήσει θεσμικά ένα συγκροτημένο επιτελείο. Με άλλα λόγια, να δημιουργηθεί --επιτέλους-- Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Για την περίπτωση της σημερινής κυβέρνησης αυτή η ανάγκη --για τους λόγους που προανέφερα-- είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Θεσμικό κενό στην εθνική ασφάλεια
Στα σοβαρά κράτη το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας δεν είναι απλώς ένα όργανο, τα μέλη του οποίου κάθε τόσο συνεδριάζουν για να εγκρίνουν προαγωγές ή αγορά οπλικών συστημάτων, όπως συμβαίνει με το ΚΥΣΕΑ. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας πρέπει να είναι το διαρκές επιτελείο, το οποίο, μέσω της μόνιμης Γραμματείας του (πρέπει να αποτελείται από εκπροσώπους όλων των συναρμόδιων υπηρεσιών), καθημερινά θα συγκεντρώνει όλες τις πληροφορίες και θα εκπονεί τα σενάρια για τον χειρισμό ενδεχόμενων κρίσεων, με βάση τις επεξεργασίες της κάθε αρμόδιας υπηρεσίας. Πρέπει να είναι το όργανο, στο οποίο θα συγκλίνουν και θα ενοποιούνται οι αντιλήψεις και η βούληση των αρμόδιων υπουργείων και υπηρεσιών. Μέσω αυτού πρέπει να διαμορφώνεται εθνική στρατηγική και να χαράσσεται γραμμή πλεύσης σε τακτικό επίπεδο.
Η σχετική προαναγγελία από τον Μητσοτάκη δυστυχώς εκφυλίστηκε στον διορισμό συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, ο οποίος στην πράξη --με βάση τις αρμοδιότητές του-- δεν είναι τίποτα περισσότερο από στρατιωτικός σύμβουλος του πρωθυπουργού και σύνδεσμός του με το υπουργείο Άμυνας. Στην πραγματικότητα, ο Μητσοτάκης χρησιμοποίησε τον όρο "Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας" για να ακυρώσει την προεκλογική δέσμευσή του για συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.
Είναι γεγονός ότι παραδοσιακά οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, καθώς και ο διοικητής της ΕΥΠ, δεν θέλουν ένα μόνιμο όργανο που εκ των πραγμάτων θα τους εποπτεύει. Προτιμούν να είναι αφεντικά στα "φέουδά" τους. Δεν γνωρίζω εάν αυτή ήταν η αιτία που για μία ακόμα φορά ακυρώθηκε η συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Είναι αναμφισβήτητο, όμως, ότι την έλλειψή του έχουμε πληρώσει ακριβά. Ας θυμηθούμε μόνο την εικόνα αλαλούμ που παρουσίαζε η ελληνική κυβέρνηση και κατ' επέκταση οι αρμόδιοι ελληνικοί κρατικοί μηχανισμοί στην κρίση των Ιμίων (αρχές 1996)...
Σταύρος Λυγερός
slpress.gr
θα είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού, χωρίς σοβαρές αμφισβητήσεις, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2019 και πιθανόν μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Για το ίδιο διάστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ κατά κανόνα δεν θα μπορεί να ασκεί αντιπολίτευση, η οποία να βρίσκει ευρύτερη απήχηση από το δικό του πολιτικό-εκλογικό ακροατήριο.
Αν και κατά γενική ομολογία, ο Μητσοτάκης και το επιτελείο του έδειξαν ότι είχαν προετοιμάσει τουλάχιστον τα πρώτα τους βήματα ως κυβέρνηση, τα δύσκολα είναι μπροστά. Αυτή την περίοδο τα ποια αρνητικά παραβλέπονται από τα Μίντια και την κοινή γνώμη, ενώ αντιθέτως υπερτονίζονται τα όποια θετικά. Έτσι συμβαίνει --περισσότερο ή λιγότερο-- με όλες τις νέες κυβερνήσεις.
Ωστόσο, η περίοδος χάριτος από τη φύση της ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι εάν θα έλθει η ημερομηνία λήξεως, αλλά εάν το θετικό κλίμα θα αξιοποιηθεί για να πραγματοποιηθούν αναγκαίες εξυγιαντικές και αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις. Αυτό είναι κοινός τόπος στα λόγια, αλλά μάλλον σπάνιο στην πράξη. Η πείρα αποδεικνύει ότι για αρκετές νέες κυβερνήσεις η περίοδος χάριτος λειτούργησε σαν πολιτική παγίδα. Αφέθηκαν στη θαλπωρή της, θεωρώντας υποσυνείδητα ότι το πολιτικό καλοκαίρι θα κρατήσει αιώνια.
Τα δύο κύρια μέτωπα
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, λοιπόν, θα κριθεί κυρίως σε δύο μέτωπα:
Πρώτον, από το εάν κάνει βήματα για να οικοδομήσει ένα υγιές και παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης. Πρόκειται αναμφίβολα για αντικειμενικά δύσκολο εγχείρημα, κυρίως λόγω των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, αλλά και λόγω των εγγενών παθογενειών της ελληνικής οικονομίας-κοινωνίας και του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά είναι ζωτική ανάγκη να ανέβουμε πίστα.
Δεύτερον, από το εάν θα καταφέρει να αποτρέψει πιθανό τουρκικό τυχοδιωκτισμό και εάν αυτός εκδηλωθεί εάν θα καταφέρει να τον ανασχέσει, να τον αντιμετωπίσει χωρίς εθνικές ζημιές.
Προφανώς, υπάρχουν και όλα τα άλλα ανοικτά μέτωπα, εσωτερικά και εξωτερικά, αλλά τα δύο παραπάνω είναι που θα καθορίσουν --όχι περιστασιακά-- το πολιτικό κλίμα. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Μητσοτάκης έχει εξοικείωση, ισχυρό ενδιαφέρον και προσωπική άποψη για ζητήματα που έχουν να κάνουν με την οικονομία, ανεξαρτήτως το πως τον κρίνει κανείς. Και όπως φάνηκε από τη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος εκεί ρίχνει το βάρος.
Η επιλογή του δεν είναι παράλογη, αν ληφθεί υπόψη η μνημονιακή σκληρή δοκιμασία και η ζωτική ανάγκη η ελληνική οικονομία --κατ' επέκταση και η κοινωνία-- να ξανασταθεί στα πόδια της. Από την άλλη πλευρά, όμως, η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα εθνικής ασφαλείας, λόγω του χρόνιου τουρκικού επεκτατισμού. Αυτό σημαίνει πως η κάθε κυβέρνηση οφείλει να έχει επάρκεια στο κρίσιμο αυτό επίπεδο.
Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας
Ο Μητσοτάκης, όμως, ούτε εξοικείωση έχει, ούτε ζωηρό ενδιαφέρον για τα ζητήματα εθνικής ασφαλείας. Όσο δε για την προσωπική του άποψη, όπως προκύπτει από δηλώσεις και πράξεις μέχρι τώρα, είναι γενική και μάλλον αβαθής. Εάν ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει σχετικό έλλειμμα, πρέπει να το καλύψει. Αυτό σημαίνει πρώτα έμπειρη πολιτική ηγεσία στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας.
Ο υπουργός Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος μπορεί να μην έχει μεγάλη εμπειρία, αλλά κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, έχοντας αντιληφθεί την ουσία του προβλήματος που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Δίπλα του, άλλωστε, έχει ως υφυπουργό τον έμπειρο στρατηγό Στεφανή. Χωρίς ιδιαίτερη πείρα είναι και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, αν και έχει αποδείξει ότι είναι προσεκτικός και μαθαίνει. Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, σημαντικό ρόλο ήδη παίζει η διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού πρέσβειρα Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Σε κάθε περίπτωση όλοι τους θα κριθούν από το έργο τους, οπότε οι εκ των προτέρων κρίσεις έχουν μικρή αξία.
Τα ποια πρόσωπα στελεχώνουν τον ευρύτερο τομέα της εθνικής ασφάλειας έχει οπωσδήποτε κρίσιμη σημασία, αλλά ακόμα σημαντικότερο είναι να λειτουργήσει θεσμικά ένα συγκροτημένο επιτελείο. Με άλλα λόγια, να δημιουργηθεί --επιτέλους-- Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Για την περίπτωση της σημερινής κυβέρνησης αυτή η ανάγκη --για τους λόγους που προανέφερα-- είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Θεσμικό κενό στην εθνική ασφάλεια
Στα σοβαρά κράτη το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας δεν είναι απλώς ένα όργανο, τα μέλη του οποίου κάθε τόσο συνεδριάζουν για να εγκρίνουν προαγωγές ή αγορά οπλικών συστημάτων, όπως συμβαίνει με το ΚΥΣΕΑ. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας πρέπει να είναι το διαρκές επιτελείο, το οποίο, μέσω της μόνιμης Γραμματείας του (πρέπει να αποτελείται από εκπροσώπους όλων των συναρμόδιων υπηρεσιών), καθημερινά θα συγκεντρώνει όλες τις πληροφορίες και θα εκπονεί τα σενάρια για τον χειρισμό ενδεχόμενων κρίσεων, με βάση τις επεξεργασίες της κάθε αρμόδιας υπηρεσίας. Πρέπει να είναι το όργανο, στο οποίο θα συγκλίνουν και θα ενοποιούνται οι αντιλήψεις και η βούληση των αρμόδιων υπουργείων και υπηρεσιών. Μέσω αυτού πρέπει να διαμορφώνεται εθνική στρατηγική και να χαράσσεται γραμμή πλεύσης σε τακτικό επίπεδο.
Η σχετική προαναγγελία από τον Μητσοτάκη δυστυχώς εκφυλίστηκε στον διορισμό συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, ο οποίος στην πράξη --με βάση τις αρμοδιότητές του-- δεν είναι τίποτα περισσότερο από στρατιωτικός σύμβουλος του πρωθυπουργού και σύνδεσμός του με το υπουργείο Άμυνας. Στην πραγματικότητα, ο Μητσοτάκης χρησιμοποίησε τον όρο "Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας" για να ακυρώσει την προεκλογική δέσμευσή του για συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.
Είναι γεγονός ότι παραδοσιακά οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, καθώς και ο διοικητής της ΕΥΠ, δεν θέλουν ένα μόνιμο όργανο που εκ των πραγμάτων θα τους εποπτεύει. Προτιμούν να είναι αφεντικά στα "φέουδά" τους. Δεν γνωρίζω εάν αυτή ήταν η αιτία που για μία ακόμα φορά ακυρώθηκε η συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Είναι αναμφισβήτητο, όμως, ότι την έλλειψή του έχουμε πληρώσει ακριβά. Ας θυμηθούμε μόνο την εικόνα αλαλούμ που παρουσίαζε η ελληνική κυβέρνηση και κατ' επέκταση οι αρμόδιοι ελληνικοί κρατικοί μηχανισμοί στην κρίση των Ιμίων (αρχές 1996)...
Σταύρος Λυγερός
slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου