Η πολυσυζητημένη προτού καν προβληθεί στα σινεμά ταινία του Κώτα Γαβρά «Ενήλικοι στην Αίθουσα» δεν είχε το περιεχόμενο, ούτε και την υποδοχή που θα στοιχηματίζαμε για έναν σκηνοθέτη τέτοιου κύρους.
Και τελικά...
εγένετο χθες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ως μέρος της τελετής λήξης του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας. η αβάν-πρεμιέρ της ταινίας «Ενήλικοι στην Αίθουσα».του Κώστα Γαβρά. Ναι αυτής που, βασισμένη στο σχεδόν ομώνυμο βιβλίο («Ενήλικες στο Δωμάτιο») του Γιάνη Βαρουφάκη, είχε «κατορθώσει» το ακατόρθωτο: να… κριθεί προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων προτού καν να προβληθεί οπουδήποτε αλλού εκτός από το Φεστιβάλ Βενετίας. Κατά τον ίδιο τον Γαβρά που πήρε το λόγο πριν την χθεσινή προβολή ισχύει όμως κι ένα ακόμα παράδοξο: «Είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό κοινό βλέπει μία ταινία μου, ενώ ήδη ξέρει την ιστορία που θα αφηγηθώ. Καθένας από εσάς έχει δει το φιλμ το δικό του, το έχει σκεφτεί. Και το καταλαβαίνω. Πάνε δέκα χρόνια που ζείτε σε αυτή την κατάσταση..». Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο σκηνοθέτης δέκτης όλων αυτών των εκ των προτέρων πυρών παρακάλεσε το κοινό «να δείτε το δικό μου φιλμ, την ιδέα μου πάνω σε αυτή την κατάσταση που ξέρετε πολύ καλά, αφήνοντας τη δική σας ματιά για λίγο στην άκρη. Και ύστερα να κάνετε τη σύγκριση και να το συζητήσετε».
Παρουσίες και απουσίες
Να όμως κι ένα τρίτο παράδοξο. Μία ταινία που δυσφημίστηκε πολιτικά καταρχάς ως «προοίμιο» θα ήταν λογικό να συγκεντρώσει στην πρεμιέρα της περίεργους ενδιαφερόμενους. Αν εξαιρέσει όμως κάποιος τον ίδιο τον πρώην υπουργό Οικονομικών, νυν επικεφαλής του κόμματος ΜΕΡΑ25 και κατά μία έννοια σεναριογράφο Γιάνη Βαρουφάκη που συνοδευόταν από την σύντροφό του Δανάη Στράτου, καθώς και τη βουλευτή του ΜΕΡΑ25 Σοφία Σακοράφα, ήταν χαρακτηριστική και ηχηρή η απουσία του πολιτικού κόσμου. Ούτε όμως και ο καλλιτεχνικός κόσμος είχε την εκπροσώπηση που θα στοιχηματίζαμε. Ήταν εκεί μετρημένοι στα δάχτυλα, ο Γιώργος Νταλάρας με τη σύζυγό του Αννα Νταλάρα, ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Δημήτρης Πιατάς, ο Παντελής Βούλγαρης, ο Νίκος Περάκης, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος και ουδείς άλλος αν εξαιρέσουμε βέβαια την σύσσωμη παρουσία του καστ της ταινίας (με μόνη απουσία αυτή της Βαλέριας Γκολίνο): Χρήστος Λούλης, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Δημήτρης Τάρλοου, Χρήστος Στέργιογλου, Γιώργος Χωραφάς κλπ. Κατά τα άλλα το κοινό ήταν κυρίως οι σινεφίλ κριτικοί και απλοί θεατές που απαρτίζουν έτσι κι αλλιώς το κοινό στις Νύχτες Πρεμιέρας. Οι πολιτικοί που, από τον τέως πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα έως τον τέως υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και ολόκληρο το κυβερνητικό επιτελείο των πρώτων μηνών διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, εμπλέκονται στον κινηματογραφικό μίτο, ήταν όμως σχεδόν αναμενόμενο ότι θα απέφευγαν την «κακοτοπιά» της δημόσιας προβολής μια ταινίας που βασίζεται στη ματιά του Βαρουφάκη άρα θα τους τοποθετούσε σε αμήχανη θέση εκ των προτέρων. Γι αυτό και οι δύο πρώτοι (Τσίπρας και Τσακαλώτος) παρακολούθησαν την ταινία όπως ακούστηκε σε ιδιωτική προβολή…
Αμηχανία και ενστάσεις
Την αμηχανία ωστόσο δεν την γλίτωσαν και πολλοί από τους υπόλοιπους που παραβρέθηκαν. Κι αυτό γιατί ,κατά την άποψη πολλών μετά την προβολή, το κινηματογραφικό αποτέλεσμα ήταν κατώτερο των προσδοκιών τους αλλά και της υπογραφής του Γαβρά. Το καλό είναι βέβαια ότι πρόκειται για την πρώτη ταινία ενός σκηνοθέτη τέτοιου-διεθνούς- κύρους που μιλάει για την ελληνική κρίση με όρους πολιτικής τόλμης, χωρίς δηλαδή να λειαίνει την οξύτητα της πεζογραφικής καταρχάς περιγραφής σκηνών στο Eurogroup όπου τα πρόσωπα-κλειδιά της Ευρώπης και της Τρόικα δρουν απέναντι στον Βαρουφάκη και τους κυβερνώντες με όρους που παραπέμπουν περισσότερο σε μαφιόζικες πρακτικές παρά σε αποδεκτές πολιτικές μεθόδους. Εάν η ταινία αυτή θα έχει ενδεχομένως και μία ιστορική αξία για τα χρόνια που θα ρθουν είναι διότι παρουσιάζει τολμηρά τις εκτός μέτρου, απάνθρωπες πιέσεις και την εφιαλτική δίνη που υπέστησαν οι εκπρόσωποι της Ελλάδας εκείνη την περίοδο.
Όμως οι αμιγώς καλλιτεχνικοί όροι και η οδός που επιλέγει ο σκηνοθέτης για να φτάσει μέχρι εκεί, δεν παραπέμπει δυστυχώς σε άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα άξιο της κινηματογραφίας ενός Γαβρά: Το πολιτικό υλικό είναι υπερβολικά πολύ και πυκνό τόσο που δεν δίνεται χρόνος σε καμία ψυχολογική ανάλυση των ηρώων.Τα ¾ της ταινίας αναλώνονται σε, ανιαρά λεπτομερειακές για τον μέσο πολίτη, σκηνές από τα Eurogroup κι όλος αυτός ο περιγραφικός «ρεαλισμός» καταλήγει τελικά σε άλλες σκηνές που θα ήθελαν να είναι κορύφωση ενός δράματος με αρχαιοελληνικούς όρους, αλλά καταλήγουν ως κακοστημένο μιούζικαλ της δεκαετίας του ΄70. Σ΄αυτό συντείνει και η κακή μουσική του Ντεσπλά κάτι σαν deja ecoutee διασκευή του Ζορμπά με μπαγλαμαδάκια. Και όχι μόνον αυτό: Ο Μπουρδούμης αποδεικνύεται εξαιρετικά λίγος στο ρόλο του Τσίπρα, αδικώντας και τον εαυτό του και τον (υποβιβασμένο κα λόγω της βαρουφακικής ματιάς) ρόλο του. Το υπόλοιπο υπουργικό συμβούλιο αλλά και τα πρόσωπα-κλειδιά της Ευρώπης και της Τρόικα παρουσιάζονται με τόσο αδρά χαρακτηριστικά που μοιάζουν με καρτούν. Παρεμβάλλονται ακατανόητες σκηνές όπως αυτή π.χ.ψαράδων που κυνηγούν ξιφίες την ώρα που ο «Τσίπρας» εξομολογείται ότι αισθάνεται σαν ξιφίας πιασμένος σε μία πετονιά που τη μια λασκάρει και την άλλη τεντώνεται. Ή του γνωστού επεισοδίου με ήρωες το ζεύγος Βαρουφάκη στο εστιατόριο Γιάντες, στα Εξάρχεια, όταν δέχτηκαν τη λεκτική επίθεση αριστεριστων, σκηνή που κινηματογραφικά παρουσιάζεται εντελώς συμβολικά αλλά και άστοχα. Άλλες σκηνές θυμίζουν παλιό ελληνικό μιούζικαλ με επίσης αδρά στοιχεία couleur locale ενώ η ταινία μοιάζει να έχει γίνει πρόχειρα, βιαστικά, με προβλήματα στο μοντάζ και με αμηχανία στην εξέλιξη που λύνεται με απλοϊκά ευρήματα. Ο μόνος που διασώζεται είναι ο Χρήστος Λούλης εξαιρετικά πειστικός στο ρόλο και στην περσόνα του Βαρουφάκη κι άλλωστε εκ των πραγμάτων ο απόλυτος πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Ειλικρινά θα ευχόμασταν να μας άρεσε το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα κι αυτό γιατί είναι σχεδόν προβλέψιμο ότι ένα κακό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα θα ισχυροποιήσει-αν και δεν θα έπρεπε να συμβαίνει έτσι- και την πολιτική επιχειρηματολογία εναντίον της ταινίας. Πολλω δε μάλλον που αυτή είναι μία ταινία με την υπογραφή κύρους ενός από τους κατεξοχήν πολιτικούς σκηνοθέτες του 20ου αιώνα. Δυστυχώς αν κρίνουμε κι από την χλιαρή κι αμήχανη υποδοχή του κόσμου της πρεμιέρας, η ταινία δεν άρεσε. Όχι πολιτικά. Αυτό είναι κάτι πιο υποκειμενικό κι από ένα αποτυχημένο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Η τελική ετυμηγορία όμως θα δοθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες από την ερχόμενη Πέμπτη...
Ναταλί Χατζηαντωνίου
ethnos.gr
Και τελικά...
εγένετο χθες στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, ως μέρος της τελετής λήξης του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας. η αβάν-πρεμιέρ της ταινίας «Ενήλικοι στην Αίθουσα».του Κώστα Γαβρά. Ναι αυτής που, βασισμένη στο σχεδόν ομώνυμο βιβλίο («Ενήλικες στο Δωμάτιο») του Γιάνη Βαρουφάκη, είχε «κατορθώσει» το ακατόρθωτο: να… κριθεί προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων προτού καν να προβληθεί οπουδήποτε αλλού εκτός από το Φεστιβάλ Βενετίας. Κατά τον ίδιο τον Γαβρά που πήρε το λόγο πριν την χθεσινή προβολή ισχύει όμως κι ένα ακόμα παράδοξο: «Είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό κοινό βλέπει μία ταινία μου, ενώ ήδη ξέρει την ιστορία που θα αφηγηθώ. Καθένας από εσάς έχει δει το φιλμ το δικό του, το έχει σκεφτεί. Και το καταλαβαίνω. Πάνε δέκα χρόνια που ζείτε σε αυτή την κατάσταση..». Αυτός ήταν κι ο λόγος που ο σκηνοθέτης δέκτης όλων αυτών των εκ των προτέρων πυρών παρακάλεσε το κοινό «να δείτε το δικό μου φιλμ, την ιδέα μου πάνω σε αυτή την κατάσταση που ξέρετε πολύ καλά, αφήνοντας τη δική σας ματιά για λίγο στην άκρη. Και ύστερα να κάνετε τη σύγκριση και να το συζητήσετε».
Παρουσίες και απουσίες
Να όμως κι ένα τρίτο παράδοξο. Μία ταινία που δυσφημίστηκε πολιτικά καταρχάς ως «προοίμιο» θα ήταν λογικό να συγκεντρώσει στην πρεμιέρα της περίεργους ενδιαφερόμενους. Αν εξαιρέσει όμως κάποιος τον ίδιο τον πρώην υπουργό Οικονομικών, νυν επικεφαλής του κόμματος ΜΕΡΑ25 και κατά μία έννοια σεναριογράφο Γιάνη Βαρουφάκη που συνοδευόταν από την σύντροφό του Δανάη Στράτου, καθώς και τη βουλευτή του ΜΕΡΑ25 Σοφία Σακοράφα, ήταν χαρακτηριστική και ηχηρή η απουσία του πολιτικού κόσμου. Ούτε όμως και ο καλλιτεχνικός κόσμος είχε την εκπροσώπηση που θα στοιχηματίζαμε. Ήταν εκεί μετρημένοι στα δάχτυλα, ο Γιώργος Νταλάρας με τη σύζυγό του Αννα Νταλάρα, ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο Δημήτρης Πιατάς, ο Παντελής Βούλγαρης, ο Νίκος Περάκης, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος και ουδείς άλλος αν εξαιρέσουμε βέβαια την σύσσωμη παρουσία του καστ της ταινίας (με μόνη απουσία αυτή της Βαλέριας Γκολίνο): Χρήστος Λούλης, Αλέξανδρος Μπουρδούμης, Δημήτρης Τάρλοου, Χρήστος Στέργιογλου, Γιώργος Χωραφάς κλπ. Κατά τα άλλα το κοινό ήταν κυρίως οι σινεφίλ κριτικοί και απλοί θεατές που απαρτίζουν έτσι κι αλλιώς το κοινό στις Νύχτες Πρεμιέρας. Οι πολιτικοί που, από τον τέως πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα έως τον τέως υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και ολόκληρο το κυβερνητικό επιτελείο των πρώτων μηνών διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, εμπλέκονται στον κινηματογραφικό μίτο, ήταν όμως σχεδόν αναμενόμενο ότι θα απέφευγαν την «κακοτοπιά» της δημόσιας προβολής μια ταινίας που βασίζεται στη ματιά του Βαρουφάκη άρα θα τους τοποθετούσε σε αμήχανη θέση εκ των προτέρων. Γι αυτό και οι δύο πρώτοι (Τσίπρας και Τσακαλώτος) παρακολούθησαν την ταινία όπως ακούστηκε σε ιδιωτική προβολή…
Αμηχανία και ενστάσεις
Την αμηχανία ωστόσο δεν την γλίτωσαν και πολλοί από τους υπόλοιπους που παραβρέθηκαν. Κι αυτό γιατί ,κατά την άποψη πολλών μετά την προβολή, το κινηματογραφικό αποτέλεσμα ήταν κατώτερο των προσδοκιών τους αλλά και της υπογραφής του Γαβρά. Το καλό είναι βέβαια ότι πρόκειται για την πρώτη ταινία ενός σκηνοθέτη τέτοιου-διεθνούς- κύρους που μιλάει για την ελληνική κρίση με όρους πολιτικής τόλμης, χωρίς δηλαδή να λειαίνει την οξύτητα της πεζογραφικής καταρχάς περιγραφής σκηνών στο Eurogroup όπου τα πρόσωπα-κλειδιά της Ευρώπης και της Τρόικα δρουν απέναντι στον Βαρουφάκη και τους κυβερνώντες με όρους που παραπέμπουν περισσότερο σε μαφιόζικες πρακτικές παρά σε αποδεκτές πολιτικές μεθόδους. Εάν η ταινία αυτή θα έχει ενδεχομένως και μία ιστορική αξία για τα χρόνια που θα ρθουν είναι διότι παρουσιάζει τολμηρά τις εκτός μέτρου, απάνθρωπες πιέσεις και την εφιαλτική δίνη που υπέστησαν οι εκπρόσωποι της Ελλάδας εκείνη την περίοδο.
Όμως οι αμιγώς καλλιτεχνικοί όροι και η οδός που επιλέγει ο σκηνοθέτης για να φτάσει μέχρι εκεί, δεν παραπέμπει δυστυχώς σε άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα άξιο της κινηματογραφίας ενός Γαβρά: Το πολιτικό υλικό είναι υπερβολικά πολύ και πυκνό τόσο που δεν δίνεται χρόνος σε καμία ψυχολογική ανάλυση των ηρώων.Τα ¾ της ταινίας αναλώνονται σε, ανιαρά λεπτομερειακές για τον μέσο πολίτη, σκηνές από τα Eurogroup κι όλος αυτός ο περιγραφικός «ρεαλισμός» καταλήγει τελικά σε άλλες σκηνές που θα ήθελαν να είναι κορύφωση ενός δράματος με αρχαιοελληνικούς όρους, αλλά καταλήγουν ως κακοστημένο μιούζικαλ της δεκαετίας του ΄70. Σ΄αυτό συντείνει και η κακή μουσική του Ντεσπλά κάτι σαν deja ecoutee διασκευή του Ζορμπά με μπαγλαμαδάκια. Και όχι μόνον αυτό: Ο Μπουρδούμης αποδεικνύεται εξαιρετικά λίγος στο ρόλο του Τσίπρα, αδικώντας και τον εαυτό του και τον (υποβιβασμένο κα λόγω της βαρουφακικής ματιάς) ρόλο του. Το υπόλοιπο υπουργικό συμβούλιο αλλά και τα πρόσωπα-κλειδιά της Ευρώπης και της Τρόικα παρουσιάζονται με τόσο αδρά χαρακτηριστικά που μοιάζουν με καρτούν. Παρεμβάλλονται ακατανόητες σκηνές όπως αυτή π.χ.ψαράδων που κυνηγούν ξιφίες την ώρα που ο «Τσίπρας» εξομολογείται ότι αισθάνεται σαν ξιφίας πιασμένος σε μία πετονιά που τη μια λασκάρει και την άλλη τεντώνεται. Ή του γνωστού επεισοδίου με ήρωες το ζεύγος Βαρουφάκη στο εστιατόριο Γιάντες, στα Εξάρχεια, όταν δέχτηκαν τη λεκτική επίθεση αριστεριστων, σκηνή που κινηματογραφικά παρουσιάζεται εντελώς συμβολικά αλλά και άστοχα. Άλλες σκηνές θυμίζουν παλιό ελληνικό μιούζικαλ με επίσης αδρά στοιχεία couleur locale ενώ η ταινία μοιάζει να έχει γίνει πρόχειρα, βιαστικά, με προβλήματα στο μοντάζ και με αμηχανία στην εξέλιξη που λύνεται με απλοϊκά ευρήματα. Ο μόνος που διασώζεται είναι ο Χρήστος Λούλης εξαιρετικά πειστικός στο ρόλο και στην περσόνα του Βαρουφάκη κι άλλωστε εκ των πραγμάτων ο απόλυτος πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Ειλικρινά θα ευχόμασταν να μας άρεσε το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα κι αυτό γιατί είναι σχεδόν προβλέψιμο ότι ένα κακό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα θα ισχυροποιήσει-αν και δεν θα έπρεπε να συμβαίνει έτσι- και την πολιτική επιχειρηματολογία εναντίον της ταινίας. Πολλω δε μάλλον που αυτή είναι μία ταινία με την υπογραφή κύρους ενός από τους κατεξοχήν πολιτικούς σκηνοθέτες του 20ου αιώνα. Δυστυχώς αν κρίνουμε κι από την χλιαρή κι αμήχανη υποδοχή του κόσμου της πρεμιέρας, η ταινία δεν άρεσε. Όχι πολιτικά. Αυτό είναι κάτι πιο υποκειμενικό κι από ένα αποτυχημένο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Η τελική ετυμηγορία όμως θα δοθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες από την ερχόμενη Πέμπτη...
Ναταλί Χατζηαντωνίου
ethnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.