...και η κατασκευή της σεξουαλικότητας μέσα από τη χριστιανική αφήγηση...
Για να καταλάβει κάποιος τις δηλώσεις του μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου γύρω από το πρωκτικό σεξ και τη συνέπειά του να οδηγεί σε γεννήσεις ομοφυλόφιλων παιδιών, πρέπει να κοιτάξει πώς η Καθολική Εκκλησία (αξιοποιώντας τις ιατρικές επιταγές) εδραίωσε την εξομολόγηση ορίζοντας τον ρόλο των υποκειμένων στο...
σεξ. Η λειτουργία της εξομολόγησης έσπρωξε το σεξ πιο βαθιά στα όρια της ιδιωτικής σφαίρας, δίνοντάς του τον μυστικιστικό χαρακτήρα μιας πρακτικής που είναι ανάμεσα στο ζευγάρι του οποίου τη σχέση έχει σφραγίσει η Εκκλησία μέσα από τον γάμο, που σκοπό έχει την τεκνοποίηση («Δος αυτοίς καρπόν κοιλίας»).
Αυτό που σε μεγάλο βαθμό αντιλαμβανόμαστε ως σεξουαλικότητα στη δυτική κουλτούρα είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα κοινωνικών, πολιτικών και θεσμικών διεργασιών που ξεκινούν από την Ευρώπη του 18ου αιώνα.
Οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους οριοθετούμε το ηθικό και το ανήθικο, το πρόστυχο και το ταπεινό, το ορθόδοξο και το ανορθόδοξο, το «φυσιολογικό» και το «ανώμαλο» αποτελούν στον μεγαλύτερο βαθμό κοινωνικές κατασκευές, που έχουν τις ρίζες τους τόσο στην εξέλιξη των θετικών επιστημών και της ιατρικής ειδικότερα όσο και στη -σε κοινωνικό επίπεδο- συμβολή της Εκκλησίας.
Στο τρίτομο έργο του «Η Ιστορία της Σεξουαλικότητας» o Μισέλ Φουκό μελετάει πώς η διαμόρφωση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα σε οντότητες με κοινωνική, πολιτική και θεσμική οργάνωση περιλάμβαναν δομές όπως το σχολείο, η φυλακή, το νοσοκομείο, η εκκλησία, εντός των οποίων οι άνθρωποι καλούνταν να επιτελέσουν συγκεκριμένους ρόλους υιοθετώντας συγκεκριμένους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά και ενσωματώνοντας τις αντίστοιχες κοινωνικές ή άλλες ταυτότητες.
Ετσι, για παράδειγμα, τα σχολεία αρρένων και θηλέων δεν είχαν μόνο διδακτικό ρόλο (και πολλές φορές με βασανιστικά αυστηρούς και βίαιους τρόπους πειθαρχίας) αλλά και εκπαίδευαν τα παιδιά με βάση τους κοινωνικούς ρόλους που θα είχαν ως ενήλικες. Τα αγόρια εκπαιδεύονταν με άξονα την επιστημονική γνώση πεδίων όπως τα μαθηματικά, οι φυσικές επιστήμες και η φιλοσοφία, ενώ τα κορίτσια λάμβαναν γνώση που θα τα ετοίμαζε να αναλάβουν τον ρόλο της αστής οικοδέσποινας, της συζύγου, της τροφού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι στην Ελλάδα η μέχρι πολύ πρόσφατα διδασκαλία των οικοκυρικών και μετέπειτα μάθημα οικιακής οικονομίας, όχι μόνο στο σχολείο αλλά και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας).
Στη διαμόρφωση της έμφυλης και της σεξουαλικής ταυτότητας στη βάση του βιολογικού φύλου συνέτειναν και οι θετικές επιστήμες, οριοθετώντας το αναπαραγωγικό, το «φυσιολογικό» και το ασφαλές σεξ ως την ιατρικά αποδεκτή και προτεινόμενη μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας. Το σεξ έπρεπε συνεπώς να πληροί βασικούς κανόνες υγιεινής (για την προστασία από ασθένειες όπως η σύφιλη, που αποτελούσε ένα μεγάλο πρόβλημα της περιόδου) και να είναι αναπαραγωγικό (προφανώς εξαιρώντας το ομοφυλοφιλικό, το πρωκτικό και το στοματικό σεξ ως μη αναπαραγωγικό και επισφαλές από πλευράς υγείας).
Για να καταλάβει όμως κανείς τις δηλώσεις του μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου γύρω από το πρωκτικό σεξ και τη συνέπειά του να οδηγεί σε γεννήσεις ομοφυλόφιλων παιδιών, πρέπει να κοιτάξει πώς η Καθολική Εκκλησία (αξιοποιώντας τις ιατρικές επιταγές) εδραίωσε την εξομολόγηση ορίζοντας τον ρόλο των υποκειμένων στο σεξ. Η λειτουργία της εξομολόγησης έσπρωξε το σεξ πιο βαθιά στα όρια της ιδιωτικής σφαίρας, δίνοντάς του τον μυστικιστικό χαρακτήρα μιας πρακτικής που είναι ανάμεσα στο ζευγάρι του οποίου τη σχέση έχει σφραγίσει η Εκκλησία μέσα από τον γάμο, που σκοπό έχει την τεκνοποίηση («Δος αυτοίς καρπόν κοιλίας»).
Παράλληλα, έχοντας ως δεδομένο ότι ο άντρας έχει ανάγκη να κάνει σεξ από τη φύση του αλλά δεν πρέπει να κάνει σεξ με πόρνες, γυναίκες αμφιβόλου ηθικής ή άλλες γυναίκες πλην της νόμιμης συζύγου, η γυναίκα, για να κρατήσει τον σύζυγό της κοντά της, είναι «υποχρεωμένη» να κάνει σεξ για να τεκνοποιήσει και δεν πρέπει να παρασύρεται από τις «γήινες», ηθικά μεμπτές απολαύσεις του σεξ, χωρίς τον σκοπό της αναπαραγωγής.
Εφόσον σκοπός για τη γυναίκα αποτελούσε να «χαρίσει στον νόμιμο σύζυγό της ένα παιδί» (άρα η μητρότητα αποτελούσε εκπλήρωση του καθήκοντος της καλή συζύγου), δεν θεωρούνταν «φυσιολογικό» ούτε και ενάρετο να αντλεί απόλαυση από το σεξ.
Ο οργασμός θεωρούνταν μια ψυχογενής κατάσταση, μια μορφή σχιζοφρένειας, που καλούνταν η ενάρετη, αστή γυναίκα να αντιμετωπίσει πηγαίνοντας στον γιατρό της, τον ειδικό, ή να προσεύχεται και να εξομολογείται για να απαλλαγεί από το «ακάθαρτο πνεύμα».
Στο πλαίσιο αυτό η Εκκλησία επιτηρούσε και παρατηρούσε με εξαιρετική λεπτομέρεια τις σεξουαλικές πρακτικές του ποιμνίου και αυτοπροσδιορίστηκε ως ο θεσμός που έπρεπε και νομιμοποιούνταν να καθοδηγεί τους «ενάρετους χριστιανούς» προς μια ηθική οικογενειακή (ιδιωτική) ζωή. Οι θρησκευτικές επιταγές για το σεξ, μέσα από τη λεπτομερέστατη παρατήρηση της εξομολόγησης, αφορούσαν κυρίως το ποιες πρακτικές ήταν ορθόδοξες ή ανορθόδοξες, ποιες παραβίαζαν το ενάρετο και το ηθικό στο πλαίσιο ενός γάμου και στη διαδικασία της τεκνοποίησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν υπάρχει χώρος ούτε για ζευγάρι που δεν τεκνοποιεί ή γυναίκα που επιλέγει να τερματίσει μια κύηση.
Παράλληλα σε αρκετές περιπτώσεις πολιτισμικών αφηγήσεων όπως είναι οι θρησκείες, άρα και ο χριστιανισμός (που έχει στοιχεία από άλλες αφηγήσεις όπως το Δωδεκάθεο), υπάρχουν δάνεια στοιχεία από τη μια αφήγηση στην άλλη αλλά και δάνεια στοιχεία μέσα στο πλαίσιο μιας κοινής αφήγησης. Ετσι λοιπόν τόσο η μέρα του αγέννητου παιδιού (που εδραιώθηκε πρώτα σε καθολικές χώρες κυρίως της Λατινικής Αμερικής), όσο και η κατασκευή του σεξ, της σεξουαλικότητας και του ρόλου της γυναίκας σε αυτό είναι μια αναμενόμενη περίπτωση δανείου ανάμεσα στην Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, που διαμορφώνεται μέσα από τα ειδικά χαρακτηριστικά της κάθε μίας από τις δύο θρησκευτικές αφηγήσεις.
Συνεπώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει αυτό το δάνειο στοιχείο, όχι μόνο ως κάτι ενδογενές στη χριστιανική αφήγηση, αλλά και ως ένα συμπληρωματικό στοιχείο στην πολιτική αφήγηση «2.000 ευρώ για κάθε ελληνόπουλο που γεννιέται» και ως εκ τούτου στην επιστροφή μιας ευρύτερης αφήγησης που δένει πολιτισμικά την πατρίδα, την (ορθόδοξη) θρησκεία και την οικογένεια...
Δέσποινα Χρονάκη
efsyn.gr
Για να καταλάβει κάποιος τις δηλώσεις του μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου γύρω από το πρωκτικό σεξ και τη συνέπειά του να οδηγεί σε γεννήσεις ομοφυλόφιλων παιδιών, πρέπει να κοιτάξει πώς η Καθολική Εκκλησία (αξιοποιώντας τις ιατρικές επιταγές) εδραίωσε την εξομολόγηση ορίζοντας τον ρόλο των υποκειμένων στο...
σεξ. Η λειτουργία της εξομολόγησης έσπρωξε το σεξ πιο βαθιά στα όρια της ιδιωτικής σφαίρας, δίνοντάς του τον μυστικιστικό χαρακτήρα μιας πρακτικής που είναι ανάμεσα στο ζευγάρι του οποίου τη σχέση έχει σφραγίσει η Εκκλησία μέσα από τον γάμο, που σκοπό έχει την τεκνοποίηση («Δος αυτοίς καρπόν κοιλίας»).
Αυτό που σε μεγάλο βαθμό αντιλαμβανόμαστε ως σεξουαλικότητα στη δυτική κουλτούρα είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα κοινωνικών, πολιτικών και θεσμικών διεργασιών που ξεκινούν από την Ευρώπη του 18ου αιώνα.
Οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους οριοθετούμε το ηθικό και το ανήθικο, το πρόστυχο και το ταπεινό, το ορθόδοξο και το ανορθόδοξο, το «φυσιολογικό» και το «ανώμαλο» αποτελούν στον μεγαλύτερο βαθμό κοινωνικές κατασκευές, που έχουν τις ρίζες τους τόσο στην εξέλιξη των θετικών επιστημών και της ιατρικής ειδικότερα όσο και στη -σε κοινωνικό επίπεδο- συμβολή της Εκκλησίας.
Στο τρίτομο έργο του «Η Ιστορία της Σεξουαλικότητας» o Μισέλ Φουκό μελετάει πώς η διαμόρφωση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα σε οντότητες με κοινωνική, πολιτική και θεσμική οργάνωση περιλάμβαναν δομές όπως το σχολείο, η φυλακή, το νοσοκομείο, η εκκλησία, εντός των οποίων οι άνθρωποι καλούνταν να επιτελέσουν συγκεκριμένους ρόλους υιοθετώντας συγκεκριμένους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά και ενσωματώνοντας τις αντίστοιχες κοινωνικές ή άλλες ταυτότητες.
Ετσι, για παράδειγμα, τα σχολεία αρρένων και θηλέων δεν είχαν μόνο διδακτικό ρόλο (και πολλές φορές με βασανιστικά αυστηρούς και βίαιους τρόπους πειθαρχίας) αλλά και εκπαίδευαν τα παιδιά με βάση τους κοινωνικούς ρόλους που θα είχαν ως ενήλικες. Τα αγόρια εκπαιδεύονταν με άξονα την επιστημονική γνώση πεδίων όπως τα μαθηματικά, οι φυσικές επιστήμες και η φιλοσοφία, ενώ τα κορίτσια λάμβαναν γνώση που θα τα ετοίμαζε να αναλάβουν τον ρόλο της αστής οικοδέσποινας, της συζύγου, της τροφού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι στην Ελλάδα η μέχρι πολύ πρόσφατα διδασκαλία των οικοκυρικών και μετέπειτα μάθημα οικιακής οικονομίας, όχι μόνο στο σχολείο αλλά και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας).
Στη διαμόρφωση της έμφυλης και της σεξουαλικής ταυτότητας στη βάση του βιολογικού φύλου συνέτειναν και οι θετικές επιστήμες, οριοθετώντας το αναπαραγωγικό, το «φυσιολογικό» και το ασφαλές σεξ ως την ιατρικά αποδεκτή και προτεινόμενη μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας. Το σεξ έπρεπε συνεπώς να πληροί βασικούς κανόνες υγιεινής (για την προστασία από ασθένειες όπως η σύφιλη, που αποτελούσε ένα μεγάλο πρόβλημα της περιόδου) και να είναι αναπαραγωγικό (προφανώς εξαιρώντας το ομοφυλοφιλικό, το πρωκτικό και το στοματικό σεξ ως μη αναπαραγωγικό και επισφαλές από πλευράς υγείας).
Για να καταλάβει όμως κανείς τις δηλώσεις του μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτου γύρω από το πρωκτικό σεξ και τη συνέπειά του να οδηγεί σε γεννήσεις ομοφυλόφιλων παιδιών, πρέπει να κοιτάξει πώς η Καθολική Εκκλησία (αξιοποιώντας τις ιατρικές επιταγές) εδραίωσε την εξομολόγηση ορίζοντας τον ρόλο των υποκειμένων στο σεξ. Η λειτουργία της εξομολόγησης έσπρωξε το σεξ πιο βαθιά στα όρια της ιδιωτικής σφαίρας, δίνοντάς του τον μυστικιστικό χαρακτήρα μιας πρακτικής που είναι ανάμεσα στο ζευγάρι του οποίου τη σχέση έχει σφραγίσει η Εκκλησία μέσα από τον γάμο, που σκοπό έχει την τεκνοποίηση («Δος αυτοίς καρπόν κοιλίας»).
Παράλληλα, έχοντας ως δεδομένο ότι ο άντρας έχει ανάγκη να κάνει σεξ από τη φύση του αλλά δεν πρέπει να κάνει σεξ με πόρνες, γυναίκες αμφιβόλου ηθικής ή άλλες γυναίκες πλην της νόμιμης συζύγου, η γυναίκα, για να κρατήσει τον σύζυγό της κοντά της, είναι «υποχρεωμένη» να κάνει σεξ για να τεκνοποιήσει και δεν πρέπει να παρασύρεται από τις «γήινες», ηθικά μεμπτές απολαύσεις του σεξ, χωρίς τον σκοπό της αναπαραγωγής.
Εφόσον σκοπός για τη γυναίκα αποτελούσε να «χαρίσει στον νόμιμο σύζυγό της ένα παιδί» (άρα η μητρότητα αποτελούσε εκπλήρωση του καθήκοντος της καλή συζύγου), δεν θεωρούνταν «φυσιολογικό» ούτε και ενάρετο να αντλεί απόλαυση από το σεξ.
Ο οργασμός θεωρούνταν μια ψυχογενής κατάσταση, μια μορφή σχιζοφρένειας, που καλούνταν η ενάρετη, αστή γυναίκα να αντιμετωπίσει πηγαίνοντας στον γιατρό της, τον ειδικό, ή να προσεύχεται και να εξομολογείται για να απαλλαγεί από το «ακάθαρτο πνεύμα».
Στο πλαίσιο αυτό η Εκκλησία επιτηρούσε και παρατηρούσε με εξαιρετική λεπτομέρεια τις σεξουαλικές πρακτικές του ποιμνίου και αυτοπροσδιορίστηκε ως ο θεσμός που έπρεπε και νομιμοποιούνταν να καθοδηγεί τους «ενάρετους χριστιανούς» προς μια ηθική οικογενειακή (ιδιωτική) ζωή. Οι θρησκευτικές επιταγές για το σεξ, μέσα από τη λεπτομερέστατη παρατήρηση της εξομολόγησης, αφορούσαν κυρίως το ποιες πρακτικές ήταν ορθόδοξες ή ανορθόδοξες, ποιες παραβίαζαν το ενάρετο και το ηθικό στο πλαίσιο ενός γάμου και στη διαδικασία της τεκνοποίησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν υπάρχει χώρος ούτε για ζευγάρι που δεν τεκνοποιεί ή γυναίκα που επιλέγει να τερματίσει μια κύηση.
Παράλληλα σε αρκετές περιπτώσεις πολιτισμικών αφηγήσεων όπως είναι οι θρησκείες, άρα και ο χριστιανισμός (που έχει στοιχεία από άλλες αφηγήσεις όπως το Δωδεκάθεο), υπάρχουν δάνεια στοιχεία από τη μια αφήγηση στην άλλη αλλά και δάνεια στοιχεία μέσα στο πλαίσιο μιας κοινής αφήγησης. Ετσι λοιπόν τόσο η μέρα του αγέννητου παιδιού (που εδραιώθηκε πρώτα σε καθολικές χώρες κυρίως της Λατινικής Αμερικής), όσο και η κατασκευή του σεξ, της σεξουαλικότητας και του ρόλου της γυναίκας σε αυτό είναι μια αναμενόμενη περίπτωση δανείου ανάμεσα στην Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, που διαμορφώνεται μέσα από τα ειδικά χαρακτηριστικά της κάθε μίας από τις δύο θρησκευτικές αφηγήσεις.
Συνεπώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει αυτό το δάνειο στοιχείο, όχι μόνο ως κάτι ενδογενές στη χριστιανική αφήγηση, αλλά και ως ένα συμπληρωματικό στοιχείο στην πολιτική αφήγηση «2.000 ευρώ για κάθε ελληνόπουλο που γεννιέται» και ως εκ τούτου στην επιστροφή μιας ευρύτερης αφήγησης που δένει πολιτισμικά την πατρίδα, την (ορθόδοξη) θρησκεία και την οικογένεια...
Δέσποινα Χρονάκη
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου