25.8.19

Η ενεργειακή φτώχεια ήρθε για να μείνει...


Από μόνα τους τα ευρήματα που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΚΠΟΙΖΩ για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ήταν εντυπωσιακά. Το σημαντικότερο στοιχείο που περιλάμβανε η ποσοτική έρευνα με χρήση δομημένου ερωτηματολογίου, η οποία διεξήχθη το 2018, ήταν η...
έκταση της ενεργειακής φτώχειας: 51% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία, που εν προκειμένω ορίζεται ως εκείνο το ποσοστό των νοικοκυριών που δαπανούν πάνω από το 10% του ετήσιου οικογενειακού τους επιδόματος για τις ενεργειακές τους ανάγκες[1]. Είναι ένας απλός ορισμός της ενεργειακής φτώχειας που εισήχθη πρώτη φορά το 1991[2] ενώ σε ορισμένες χώρες (Αγγλία, Ιρλανδία) έχει θεσμοθετηθεί και νομοθετικά. Αν δε, κάνουμε και τη σχετική αναγωγή απαλείφοντας το 16% των ερωτηθέντων που απάντησαν «δεν ξέρω/δεν απαντώ», τότε το ποσοστό των ενεργειακών φτωχών υπερβαίνει το 60%. Πρόκειται για μέγεθος που προκαλεί δέος! Πολύ περισσότερο αν λάβουμε υπ’ όψη μας δύο επιπλέον παραμέτρους. Αρχικά, ότι υπερβαίνει σημαντικά κάθε άλλο ορισμό της φτώχειας. Για παράδειγμα το 2017 (τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ) ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ήταν 35% και τα άτομα με υλικές στερήσεις 36%. Κατά συνέπεια, η ενεργειακή φτώχεια υπερβαίνει σημαντικά την συμβατικά οριζόμενη φτώχεια, που σημαίνει ότι ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που δεν ανήκει στα φτωχά της τμήματα, συμπεριλαμβάνεται στους ενεργειακά φτωχούς! Κατά δεύτερο, ότι η ενεργειακή φτώχεια βρίσκεται σε τέτοιο θεαματικό ύψος σε μια περίοδο που η κορύφωση της κρίσης και των συμπαρομαρτούντων της (ανεργία, μείωση μισθών, κλπ) αποτελεί ένα όλο και πιο απόμακρο παρελθόν• όχι όμως η ενεργειακή φτώχεια, που όλα δείχνουν ότι ήρθε για να… μείνει.



Ξεκινώντας είναι σκόπιμο να σταθούμε, χάριν ακριβείας, στον ορισμό της ενεργειακής φτώχειας. Με βάση το Συνήγορο του Πολίτη είναι «η κατάσταση ενός νοικοκυριού που αδυνατεί να έχει πρόσβαση στις πλέον βασικές υπηρεσίες ενέργειας για επαρκή θέρμανση, μαγείρεμα, φωτισμό και χρήση οικιακών συσκευών». Το φαινόμενο αποκτά ευκρινές κοινωνικό πρόσημο αν πάρουμε υπ’ όψη μας ότι στη βιβλιογραφία θεωρείται το σημείο συνάντησης τριών διαφορετικών αιτιών: της ανόδου των τιμών της ενέργειας, της πτώσης των εισοδημάτων και της χαμηλής ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων[3]. Ως αποτέλεσμα, εκτιμάται ότι οι ενεργειακά φτωχοί στην ΕΕ ανέρχονται από 50 ως 160 εκ. άτομα, αναλόγως του πόσο αυστηρός είναι ο ορισμός. Στον υπόλοιπο κόσμο, που όλο και περισσότερο συγκλίνει με την ΕΕ, 1,06 δισ. άτομα δεν έχουν καμία πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα[4].


Για να διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του Λεωνίδα Βατικιώτη, πατήστε ΕΔΩ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: