Θα μετρήσω ως το δέκα και θα έχεις μείνει μόνος...
Στάθης Τσαγκαρουσιανος
Ένα... Οι φίλοι σου φεύγουν στα νησιά. Σου στέλνουν κάρτες. Τηλεφωνήματα. Σου δίνουν τα κλειδιά τους να προσέχεις τα φυλλόδεντρα.
Δυο... Στην απέναντι πόρτα κάθεται σκόνη. Κανείς δε νοιάζεται.
Τρία... Ο δρόμος αδειάζει. Οι γάτες τον διασχίζουν ανενόχλητες.
Τέσσερα... Ο Λυκαβηττός κατεβάζει δροσιά. Βάζεις...
Θελόνιους Μονκ στις 3 το πρωί και κανείς δεν σου λέει «Σώπα».
Πέντε... Όλοι ζητάνε άδεια στο γραφείο. Ετοιμάζουν βαλίτσες. Μιλάνε σε μια γλώσσα ξένη, ακαταλαβίστικη -νησιά και ερωτόλογα μπερδεύονται στα επίσημα έγγραφα, ημερομηνίες αναχώρησης, αεροπορικά εισιτήρια, οι νότιες θάλασσες πνίγουν τις δακτυλογράφους.
Έξι... Οι εφημερίδες γράφουν ότι ο Πειραιάς βυθίστηκε.
Επτά... Η τηλεόραση παίζει καρτούν στο prime time.
Οκτώ... Χτυπάει το τηλέφωνο και είναι μια παλιά αγάπη. Σε θυμήθηκα, λέει, είμαι μόνη, έλα στον κρεμαστό μου κήπο στις εννιά.
Εννιά... Τα σεντόνια σου είναι μονά και ατσαλάκωτα.
Δέκα... θέλεις να μείνεις μόνος.
Είσαι μόνος.
Είσαι ένας άντρας στα 30. Έχεις ζήσει πολλών ειδών καλοκαίρια. Καλοκαίρια που έχεις ξεχάσει γιατί ήταν σαν αντανάκλαση ενός άλλου κόσμου.
Φοράς ένα άσπρο πουκάμισο, μπότες, ένα λινό παντελόνι. Είσαι απροσδιόριστος. Τίποτα δε σου κάνει εντύπωση. Βαριέσαι τα κλαμπ. Βαριέσαι εσένα. Στην επόμενη φράση μου, θα σε πιάσει αγωνία θα κατέβεις τις σκάλες. Κατεβαίνεις τις σκάλες, θα πάρεις τους δρόμους. Σε βλέπω.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου