Όγδοη και τελευταία στροφή του περισκόπιου της μνήμης στις εντυπώσεις, τα συναισθήματα και τις εικόνες που δημιουργούσαν οι εφημερίδες στην μακροχρόνια περίοδο της ακμής τους. Η...
ολιγοήμερη σειρά του Harddog «Θυμάμαι από τις εφημερίδες...» περιηγήθηκε στη
λαθρανάγνωση, στην αναμονή του εφημεριδοπώλη, στα «προνόμια» του περιπτερά, στα μουντζουρωμένα χέρια μετά την ανάγνωση και σε άλλα. Σήμερα, μαζί με τις τρεις τελευταίες εικόνες συνοψίζουμε όσα προηγήθηκε στο μπλογκ για να φτιάξουμε ένα ενιαίο κείμενο. Το οποίο, βέβαια, θα μπορούσε να συμπληρωθεί και με άλλες αναπολήσεις, αλλά ως εδώ. Λοιπόν: Θυμάμαι από τις εφημερίδες...
...τα έκτακτα παραρτήματα στα μεγάλα γεγονότα και τις φωνές των εφημεριδοπωλών σαν τελαλάληδες ειδήσεων να τρέχουν τους δρόμους. Κάποιοι έκοβαν το κάπα: «Έ(κ)τακτο - Έ(κ)τακτοοοοο»!
... τους πελάτες που είχαν δώσει πάγια εντολή στον περιπτερά να τους κρατάει κάθε μέρα –κάθε μέρα!– μια Νέα ή μια Βραδυνή ή μια Απογευματινή, όλες εκείνες που είχαν συχνά μηδέν, ή ελάχιστες, επιστροφές κι αν αργούσες δεν τις προλάβαινες.
...τους αναγνώστες να περιμένουν στο περίπτερο τους διανομείς του πρακτορείου για να πάρουν πρώτοι τη δική τους εφημερίδα.
...την ανάγνωση με βουλιμία, αμέσως μετά τη αγορά: στη διαδρομή με τα πόδια από το περίπτερο στο σπίτι, στο μαγαζί ή στο γραφείο, σκυμμένο κεφάλι και βιαστική ματιά στους τίτλους. Πώς είμαστε σήμερα χωμένοι μέσα στις οθόνες; Κάπως έτσι χωμένοι μέσα στις ανοιγμένες σελίδες!
Και από τα προηγούμενα «Θυμάμαι» της σειράς που δημοσιεύτηκε: Θυμάμαι...
...τα γραφεία γεμάτα από δημοσιογράφους που έγραφαν με το χέρι, στη γραφομηχανή αργότερα, κι αν ερχόταν κάποιος έκτακτος συνεργάτης δεν είχε πού να κάτσει. Το φαινόμενο ήταν εντονότατο στα γραφεία των αθλητικών εφημερίδων που τα βράδια της Κυριακής έπασχαν από τον υπερπληθυσμό των νεαρών συνεργατών καθώς έρχονταν από τα γήπεδα των μικρών κατηγοριών –με τη λάμψη των νιάτων στα μάτια και την προσδοκία της μεγάλης καριέρας στον νου– για να γράψουν τα μονόστηλα ή τα δίστηλά τους και μετά να φύγουν για να καθίσουν άλλοι στη θέση τους, και κατόπιν άλλοι κι άλλοι.
...που κάποιοι ηλικιωμένοι κοιμόντουσαν έχοντας καλυμμένο το πρόσωπο με μια ανοικτή εφημερίδα. Τους έπαιρνε ο ύπνος ξαπλωμένους στον καναπέ ή στην ξύλινη σεζ λογκ κάτω από την κληματαριά της αυλής διαβάζοντάς την. Κι όταν ξυπνούσαν συνέχιζαν να τη διαβάζουν
μέχρι να ξανακοιμηθούν, βάζοντας πάλι εφημερίδα σεμεδάκι στο πρόσωπο.
...τη συνωμοτική παράδοση της Αυγής, των Νέων, του Έθνους, της Δημοκρατικής Αλλαγής, της Ελευθερίας, και λοιπών «μιαρών» από τον περιπτερά στον πελάτη και την επιχείρηση φυγάδευσης του φύλλου (προς αποφυγήν του βλέμματος του χωροφύλακα), γυρισμένου ανάποδα για να μη φαίνεται το λογότυπο. Θυμάμαι, ακόμα, όλες αυτές και κάποιες άλλες «ανατρεπτικές» εφημερίδες, να αγοράζονται από διπλαναγνώστες μαζί με εκείνες που ήταν «ελευθέρας αποδοχής» και να μπαίνουν η μια μέσα στην άλλη. Από μέσα η «μιαρή» κι απέξω η Καθημερινή, η Απογευματινή, η Βραδυνή, ο Εθνικός Κήρυξ κ.λπ.
...τους λαθραναγνώστες στα λεωφορεία με χωμένο το πρόσωπο στις ανοικτές σελίδες του διπλανού –ή και του μπροστινού όρθιου συνεπιβάτη, όπως ακριβώς με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Παντελή Ζερβό στο Ζητείται ψεύτης.
...τους περιπτεράδες που μακάριζαν εαυτούς για τα τυχερά του επαγγέλματος επειδή μπορούσαν να διαβάζουν τσάμπα όσες εφημερίδες ήθελαν αυτοί, όσα Ρομάντσο και Θησαυρούς και Πάνθεον οι γυναίκες τους και όσους Μικρούς Ήρωες, Γκαούρ Ταρζάν και Μανίνες ήθελαν τα παιδιά τους.
... τις νύχτες (από τα μεσάνυχτα ως το πρωί) τους πάγκους των εφημερίδων που έζωναν περιμετρικά την Ομόνοια (σχεδόν κάθε πεζοδρόμιο και πάγκος). Ήταν ζωσμένοι κι αυτοί από κόσμο που είχε κατέβει από τα σταθμευμένα πρόχειρα ΙΧ, με τα αλάρμ αναμμένα. Θυμάμαι εκείνον τον κόσμο να φεύγει φορτωμένος με μια αγκαλιά εφημερίδες –αρωματισμένος με την παλιά σχεδόν ξεχασμένη μυρωδιά του φρεσκοτυπωμένου χαρτιού.
...τις συνέπειες της σχολαστικής ανάγνωσης της εφημερίδας μετά από ώρα. Ήταν τα μελανωμένα χέρια, σαν να καθάριζες σουπιές! Κι αυτό το μελάνι μεταφερόταν συχνά στα ρούχα –«Χριστιανέ μου, δεν σε προλαβαίνω σε πουκάμισα» του έλεγε η συμβία, καθόλου θυμωμένα βέβαια.
.. τα χρόνια που τα σώματα των εφημερίδων στα δημοσιογραφικά γραφεία, άλλαζαν χέρια, ξεφυλλίζονταν, διαβάζονταν, σημειώνονταν με στιλό –κάποιες φορές και να πετσοκόβονταν με το ψαλίδι ή το κοπίδι για να κρατηθούν αποκόμματα σε προσωπικά αρχεία. (Και κάποιες φωνές: «Ρε σεις, ποιος το ΄κοψε αυτό;»).
...τα καφενεία που σύχναζαν οι πατεράδες μας, όπου υπήρχαν στη διάθεση των θαμώνων όχι μια, αλλά πολλές εφημερίδες της ημέρας. Όλες ανάρπαστες! Έπρεπε να την είχες στημένη για να πάρεις μία τη στιγμή που κάποιος την ακουμπούσε τυλιγμένη στο τραπεζάκι του...
harddog-sport.glogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου