6.8.19

Τα κατά (μνημονιακή) συνθήκη ψεύδη...

Οι εκλογές της 7ης Ιουλίου είχαν κύριο αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός νέου ισχυρού δικομματισμού, πάνω στον οποίο μπορεί πλέον να αρθρωθεί η νέα μας «κανονικότητα».

Όπως...
όλοι οι δικομματισμοί δε, έχει θεμελιώδη προϋπόθεση μια κυρίαρχη συναίνεση. Στην περίπτωσή μας, λοιπόν, κέντρο αυτής της ισχυρής συναίνεσης είναι η παραδοχή πως «τα μνημόνια τελείωσαν». Οι διαφωνίες αφορούν τις ευθύνες του καθενός, την πιθανή καθυστέρηση του επιτεύγματος ή το «δυσανάλογο κόστος». Το «μεταμνημονιακό» δεδομένο της νέας κατάστασης, ωστόσο, δεν αμφισβητείται -αποτελεί τον βασικό γνώμονα για την άσκηση πολιτικής, η οποία, όπως σύσσωμος ο δικομματισμός συνομολογεί, θα πρέπει να στραφεί στην «ανάπτυξη», στην «παραγωγική ανασυγκρότηση», στην «αποπολιτικοποίηση (sic) του κράτους» και, μέσω αυτών, στη βαθμιαία και νουνεχή «άρση των αδικιών».

Αυτή η μακρο-συστημική συναίνεση διαμορφώνει συνολικά τις αντιλήψεις και τις στάσεις της κοινωνίας, τους φόβους και τις ελπίδες (!) της κοινωνικής πλειοψηφίας. Πρόκειται, λοιπόν, για το καίριο σημείο γύρω από το οποίο οικοδομείται η αστική πολιτική στην Ελλάδα, αυτό που οι ψυχαναλυτές λακανικού προσανατολισμού αποκαλούν point de capiton (σημείο διαρραφής). Το σημείο, δηλαδή, γύρω από το οποίο μπορούν να αρθρωθούν όλες οι επιμέρους «αφηγήσεις», οι οποίες έτσι μπορούν να εμφανίζονται και ως «ανταγωνιστικές» ακόμα. Με αυτόν τον τρόπο, ο δικομματισμός σταθεροποιεί το σύστημα, ενώ δίνει την εντύπωση πως δεν είναι «ένα», αλλά «δύο». Αυτός ο αναδιπλασιασμός τού, εν πολλοίς, ίδιου είναι όρος για τη σταθερότητα - προϋπόθεση, όμως, για την εμφάνισή του είναι η θεμελιώδης συναίνεση, που αρθρώνεται γύρω από την «ευχάριστη αλήθεια»: Μνημόνια τέλος.

Πρόκειται για τεράστιο ψέμα. Οπως σωστά είχε επισημανθεί, εξ αρχής, στις αριστερές αναλύσεις της ελληνικής κρίσης, τα μνημόνια δεν ήταν συμφωνίες με τους «δανειστές», αλλά καθεστώς. Η εγκαθίδρυση του μνημονιακού καθεστώτος υπήρξε η πεμπτουσία της κυρίαρχης πολιτικής. Και αποτέλεσε τη μείζονα επιτυχία της ελληνικής άρχουσας τάξης και των «δανειστών».

Το να ισχυρίζεσαι πως ένα καθεστώς έπαψε να υφίσταται γιατί σταμάτησαν τα δάνεια που το στήριξαν κατά την εγκατάστασή του, αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα στραμπουλιγμένης λογικής. Πολύ αποτελεσματικής, ωστόσο, στο μέτρο που τα δύο κυβερνητικά μας κόμματα, το καθένα με τον τρόπο του, κατάφεραν να «πείσουν» τη μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος πως το «αντιμνημόνιο» είναι παρωχημένο και όσοι θέτουν ζητήματα ριζικής αντίθεσης στο καθεστώς αποτελούν γραφικούς οπαδούς μιας ηλίθιας «ηθικής της πεποίθησης», για να θυμηθούμε και τον Μαξ Βέμπερ!

Η εγκαθιδρυμένη συναίνεση περιλαμβάνει, επιπλέον, μια σειρά από παραδοχές και αποκρύψεις.

Οι πρώτες εμφανίζονται με τρόπο ρητό. Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν καμιά διαφωνία σε ό,τι αφορά τον ακραία φιλοαμερικανικό προσανατολισμό της «πολυδιάστατης» εξωτερικής μας πολιτικής. Δεν διανοούνται να αποκλίνουν ούτε κατά κεραία από το δόγμα της προνομιακής γεωπολιτικά σχέσης με τον Νετανιάχου και τον Σίσι. Δεν διαφοροποιούνται ούτε λεκτικά σε ό,τι αφορά τη μεγάλη «αναπτυξιακή» σημασία των εξορύξεων στις θάλασσές μας. Σε ό,τι αφορά ειδικά την «ευρωπαϊκή μας προοπτική», η τήρηση των συμφωνηθέντων είναι το κοινά και ευλαβικά αποδεκτό άρθρο πίστης - τουλάχιστον μέχρι το 2060!

Θα μπορούσα να παραθέσω εκατοντάδες σημεία συμφωνίας των δύο. Βασικότερες, ωστόσο, ακόμη είναι οι αποκρύψεις, αυτά που δεν εμφανίζονται σε πρώτο πλάνο πια, τα «λησμονημένα».

Να, μερικά. Ελάχιστα από τα πολλά:

α. Η ελληνική κρίση, αντίθετα από ό,τι συστημικοί παπαγάλοι έχουν επιβάλει ως «αλήθεια», οφείλεται κατά βάση στις τράπεζες και όχι στο Δημόσιο. Οι ελληνικές τράπεζες, με ποσοστά κέρδους της τάξης του 200% το 2005, είχαν καταφέρει στη δεκαετία 1998-2008 να μετατρέψουν τον λόγο καταθέσεων-δανείων από 2 σε μόλις 0,85, ενώ στα χρόνια 2002-2007 αύξησαν τον δικό τους δανεισμό από ξένα ιδρύματα κατά 550%, από 19 δισ. σε 112 δισ.
β. Η αύξηση του δημόσιου χρέους σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στη δική τους διάσωση. Που ήρθε να προστεθεί στη διαχρονική απόκλιση των εσόδων από τις δαπάνες κατά 5 μονάδες του ΑΕΠ. Με απλά αλλά ξεχασμένα λόγια, το σύνολο του δημόσιου χρέους οφείλεται στο γεγονός της φοροκλοπής, της φοροδιαφυγής και των φοροαπαλλαγών των «ευκατάστατων» συμπατριωτών μας - της κοινωνικής συμμαχίας που μας κυβερνά και εξαναγκάζει να φορολογούνται μόνο μισθωτοί και συνταξιούχοι, ενώ κλέβει και τον ΦΠΑ.
γ. Τα μνημόνια κατάφεραν μια τρομερή επιδείνωση της αρχικής διανομής σε βάρος της εργασίας, με το μερίδιο της τελευταίας να πέφτει από 54% σε 49% και να σταθεροποιείται στο επίπεδο αυτό. Αυτό σημαίνει μια ετήσια μεταφορά από τους μισθούς στα κέρδη της τάξης των 10 δισ. ευρώ.
Συνιστούν αυτά «κανονικότητα» οποιουδήποτε είδους;

Μπορούμε να μιλάμε για, μερική έστω, άρση του μνημονιακού καθεστώτος, όσο δεν αντιμετωπίζονται ριζικά αυτά και άλλα αντίστοιχα;

Το αντίθετο. Γι’ αυτό η διαρκής αποκάλυψη, η εμμονική επανάληψη είναι όρος για την ανασύνταξη του ανταγωνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, προϋπόθεση για την άμυνα της μισθωτής πλειοψηφίας.

Χρήστος Λάσκος

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: