Είναι προφανές ότι πολιτική δεν γίνεται με το «εάν τα πράγματα είχαν υπάρξει αλλιώς», σε τέτοιες υποθετικές ερωτήσεις μόνο υποθετικές απαντήσεις μπορεί να πάρει κανείς, όμως, βλέποντας τον...
Αλέξη Τσίπρα στον ΣΚΑΙ, πέντε μέρες πριν τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου, δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς για κάποια πράγματα.
Νωρίτερα…». Κυρίως άνθρωποι που κινούνται στο χώρο του ευρύτερου κέντρου και αυτό είναι εύλογο. Ο Τσίπρας στη συνέντευξή του έκανε, πράγματι, κάτι που ίσως θα έπρεπε να είχε κάνει νωρίτερα, αν όχι εξ αρχής: Εμφανίστηκε σαν ένας ηγέτης κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας, αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά θα μπορούσε να τον συνδέσει πλέον όχι απλώς με τη ριζοσπαστική αλλά και με τη γενικότερη αριστερή «ταμπέλα». Χαρακτήρισε το ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της «κεντροαριστεράς», άλλωστε, ευθέως.
Είναι σαφές πλέον ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό είναι, ακόμα κι αν γι’ αλλού ξεκίνησε κι αλλού η ζωή τον πήγε: Ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που προσπαθεί να συνδυάσει τις κοινωνικές πολιτικές με την οικονομική ανάπτυξη. Σε όχι και πολύ ευνοϊκές συνθήκες, ειδικότερες (στην Ελλάδα) και γενικότερες (στην Ευρώπη και τον κόσμο). Το κατά πόσο το καταφέρνει είναι μια άλλη κουβέντα, μην τα μπλέξουμε, εδώ το ερώτημα είναι άλλο:
Καθένας κρίνεται για αυτό που λέει ότι είναι. Εάν ο Τσίπρας, λοιπόν, μάς είχε πει από την αρχή «γειά σας, είμαι η νέα ευρωπαϊκή πρόταση για τη σοσιαλδημοκρατία», θα τον είχαμε αντιμετωπίσει και κρίνει διαφορετικά;
Πιθανώς. Αλλά το πρώτο ερώτημα είναι εάν θα του είχαμε κατ΄ αρχήν δώσει σημασία και αν θα τον είχαμε εκλέξει.
Όπως εκλέξαμε τον Ανδρέα, το ’81, ας πούμε…
«ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο»…
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 1981 εξελέγη με βασικά -ανάμεσα στα άλλα- συνθήματα τα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και «έξω οι βάσεις του θανάτου» και τα λοιπά. Τα συνθήματα αυτά, τα οποίες βροντοφωνάχτηκαν από τη βάση κυρίως των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ -που είναι grosso modo η ίδια με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές- δεν αμφισβητήθηκαν από τον Ανδρέα, αν και δεν ξεκίνησαν από αυτόν. Ο ίδιος πίστευε σε μια ειδικού τύπου σχέση με την ΕΟΚ, παρ’ ότι ήταν καχύποπτος προς τις εξαρτήσεις της Ελλάδας από τους «ξένους» (Αμερικάνους κυρίως αλλά και τις Ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις). Γεγονός παραμένει ότι δεν φύγαμε ποτέ από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου φέρεται ότι είχε πει σε στενό του συνεργάτη το 1983: «Αν όλοι αυτοί που μας ψήφισαν το ’81 νόμιζαν ότι πράγματι θα φεύγαμε από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ δεν θα μας είχαν ψηφίσει. Απλώς τους άρεσε να το λέμε και να το φωνάζουμε».
Η ανακολουθία αυτή, όμως, δεν πληρώθηκε από το ΠΑΣΟΚ, σε αντίθεση με τις ανακολουθίες του ΣΥΡΙΖΑ, που τις φορτώθηκε πακέτο ο Τσίπρας και απολογείται σήμερα κυρίως γι’ αυτές («μα, κύριε Πρόεδρε, το 2015 λέγατε άλλα…»). Και αυτό φυσικά οφείλεται στο γεγονός ότι μπορεί τότε να μην βγήκαμε από ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, όμως επί χρόνια και με διάφορους τρόπους το χρήμα έρεε άφθονο προς την κοινωνία, μέσω ημετέρων και μη.
Το ΠΑΣΟΚ δεν αστικοποιήθηκε, ήταν εξ αρχής αστικό κόμμα, δεν το έκρυψε ποτέ, και ήλθε σε μια εποχή που ο κόσμος επιζητούσε μια πιο ριζοσπαστική μορφή αστικής πολιτικής. Κοινωνικές ελευθερίες και γεφύρωση των οικονομικών ανισοτήτων ήταν τα βασικά ζητούμενα και τα πέτυχε και τα δύο. Το πώς το πέτυχε είναι άλλη υπόθεση.
Ήταν επίσης μια εποχή που η σοσιαλδημοκρατία φάνταζε ως η μόνη βιώσιμη λύση για την Ευρώπη και μάλλον ήταν. Για να είμαστε και λίγο ειλικρινείς, ίσως ακόμα να είναι.
Μεσολάβησαν πολλά, όμως, και η σοσιαλδημοκρατία κατάφερε να χαντακωθεί από μόνη της, κυρίως λόγω των σκανδάλων και της διαφθοράς, τα οποία όχι απλώς έπνιξαν μια-μια τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, αλλά κατάφεραν να την απαξιώσουν γενικότερα στη συνείδηση του κόσμου και να φέρουν σταδιακά στο προσκήνιο τα πολιτικά φαινόμενα του σήμερα.
Όσο ο κόσμος άλλαζε, οι σοσιαλδημοκράτες τάιζαν τις offshore τους και ο κόσμος αυτό δεν το συγχωρεί. Δεν συγχωρεί επίσης ότι -σε μεγάλο βαθμό- όλα αυτά οδήγησαν και στα χαοτικά χρέη και ελλείματα του σήμερα, που καλούνται να πληρώσουν οι λαοί.
Το εκλογικό σώμα, που έχει αποδειχθεί ότι έχει διαφορετικό βαθμό ανοχής στα σκάνδαλα και τη διαφθορά, είναι πάντα προετοιμασμένο να την αποδεχθεί ως de facto κατάσταση από δεξιές κυβερνήσεις, όχι όμως από εκείνους που του υπόσχονται ένα «διαφορετικό» κόσμο. Και η σοσιαλδημοκρατία αυτό είχε κάνει.
Εάν, λοιπόν, ο Τσίπρας εμφανιζόταν το 2010-2015 ως η νέα ελπίδα της σοσιαλδημοκρατίας, οι πιθανότητες λένε ότι θα είχε χαθεί στην απαξίωση και την αφάνεια. Όχι μόνο λόγω των αριστερών του καταβολών, αλλά κυρίως επειδή το γενικότερο περιβάλλον ήταν πολύ αρνητικό για κάτι τέτοιο.
Θα είχε βρεθεί να παλεύει μόνος του, χάνοντας τόσο το έρεισμά του στο φυσικό του χώρο, την Αριστερά, όσο και στους κεντρώους ψηφοφόρους που ήθελαν να τιμωρήσουν οτιδήποτε είχε επάνω του, έστω και με καραμπόλα, την ένδειξη «ΠΑΣΟΚ».
Ως η ριζοσπαστική, αριστερή πρόταση, τους κέρδισε και τους δύο.
Και στην πορεία τούς απογοήτευσε και τους δύο.
Για τους αριστερούς δεν ήταν αρκετά αριστερός, για τους κεντρώους ήταν εκείνος δε κατάφερε να τους κάνει ξανά μεσαία τάξη με το πάτημα ενός κουμπιού. Ή και με μαγικά, δικό του θέμα.
Η ακροβασία που επιχείρησε ο Τσίπρας -συνειδητά ή όχι, αυτό μόνο ο ίδιος το ξέρει- ήταν πολύ κοντινή σε εκείνη του Ανδρέα το ’81. Η βασική διαφορά τους είναι ότι ο ένας είχε στο σεντούκι χρήματα κι έτσι αγόραζε χρόνο, ενώ ο άλλος μόνο χρέη και ο χρόνος μέτρησε εις βάρος του. Ο ένας εξαγόρασε την απογοήτευση από τις «ιδεολογικές» ανακολουθίες, μετεξελίσσοντας το κόμμα του ώσπου να το αποδεχθεί ο κόσμος γι’ αυτό που πραγματικά ήταν, ο άλλος δεν είχε τα μέσα να το κάνει. Και ξέμεινε από χρόνο. Ωρίμασε όμως.
Τι μπορεί να κάνει μετά τις 7 Ιουλίου ο Τσίπρας;
Ό,τι θέλει. Να αποσυρθεί, να πάει διακοπές, να παντρευτεί την Περιστέρα, να ασχοληθεί με τα παιδιά του, ή να κάνει αντιπολίτευση. Όλα δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να υφίσταται ως υπολογίσιμη δύναμη στη Βουλή.
Το θέμα είναι τι είδους αντιπολίτευση θα κάνει και ως τι. Από εκεί θα κριθεί το μέλλον του, πιο πολύ κι από τα χρόνια που κυβέρνησε.
Εάν καταφέρει να κρατήσει κοντά του τον κόσμο που τον έχει αποδεχθεί ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα, χωρίς να πέσει πάλι σε λαϊκίστικες πρακτικές και ρητορικές, έχει βάσιμες ελπίδες να επανέλθει μετά από μια τετραετία και να διεκδικήσει την εξουσία ως αυτό που δεν υπάρχει πλέον στην Ελλάδα: Ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με ψύχραιμες προτάσεις.
Δείχνει να θέλει να το κάνει. Έχει χρόνο, εξάλλου. Μικρός είναι.
Μαρία Δεδούση
cnn.gr
Αλέξη Τσίπρα στον ΣΚΑΙ, πέντε μέρες πριν τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου, δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς για κάποια πράγματα.
Νωρίτερα…». Κυρίως άνθρωποι που κινούνται στο χώρο του ευρύτερου κέντρου και αυτό είναι εύλογο. Ο Τσίπρας στη συνέντευξή του έκανε, πράγματι, κάτι που ίσως θα έπρεπε να είχε κάνει νωρίτερα, αν όχι εξ αρχής: Εμφανίστηκε σαν ένας ηγέτης κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας, αποφεύγοντας οποιαδήποτε αναφορά θα μπορούσε να τον συνδέσει πλέον όχι απλώς με τη ριζοσπαστική αλλά και με τη γενικότερη αριστερή «ταμπέλα». Χαρακτήρισε το ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της «κεντροαριστεράς», άλλωστε, ευθέως.
Είναι σαφές πλέον ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό είναι, ακόμα κι αν γι’ αλλού ξεκίνησε κι αλλού η ζωή τον πήγε: Ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που προσπαθεί να συνδυάσει τις κοινωνικές πολιτικές με την οικονομική ανάπτυξη. Σε όχι και πολύ ευνοϊκές συνθήκες, ειδικότερες (στην Ελλάδα) και γενικότερες (στην Ευρώπη και τον κόσμο). Το κατά πόσο το καταφέρνει είναι μια άλλη κουβέντα, μην τα μπλέξουμε, εδώ το ερώτημα είναι άλλο:
Καθένας κρίνεται για αυτό που λέει ότι είναι. Εάν ο Τσίπρας, λοιπόν, μάς είχε πει από την αρχή «γειά σας, είμαι η νέα ευρωπαϊκή πρόταση για τη σοσιαλδημοκρατία», θα τον είχαμε αντιμετωπίσει και κρίνει διαφορετικά;
Πιθανώς. Αλλά το πρώτο ερώτημα είναι εάν θα του είχαμε κατ΄ αρχήν δώσει σημασία και αν θα τον είχαμε εκλέξει.
Όπως εκλέξαμε τον Ανδρέα, το ’81, ας πούμε…
«ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο»…
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 1981 εξελέγη με βασικά -ανάμεσα στα άλλα- συνθήματα τα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και «έξω οι βάσεις του θανάτου» και τα λοιπά. Τα συνθήματα αυτά, τα οποίες βροντοφωνάχτηκαν από τη βάση κυρίως των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ -που είναι grosso modo η ίδια με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές- δεν αμφισβητήθηκαν από τον Ανδρέα, αν και δεν ξεκίνησαν από αυτόν. Ο ίδιος πίστευε σε μια ειδικού τύπου σχέση με την ΕΟΚ, παρ’ ότι ήταν καχύποπτος προς τις εξαρτήσεις της Ελλάδας από τους «ξένους» (Αμερικάνους κυρίως αλλά και τις Ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις). Γεγονός παραμένει ότι δεν φύγαμε ποτέ από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου φέρεται ότι είχε πει σε στενό του συνεργάτη το 1983: «Αν όλοι αυτοί που μας ψήφισαν το ’81 νόμιζαν ότι πράγματι θα φεύγαμε από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ δεν θα μας είχαν ψηφίσει. Απλώς τους άρεσε να το λέμε και να το φωνάζουμε».
Η ανακολουθία αυτή, όμως, δεν πληρώθηκε από το ΠΑΣΟΚ, σε αντίθεση με τις ανακολουθίες του ΣΥΡΙΖΑ, που τις φορτώθηκε πακέτο ο Τσίπρας και απολογείται σήμερα κυρίως γι’ αυτές («μα, κύριε Πρόεδρε, το 2015 λέγατε άλλα…»). Και αυτό φυσικά οφείλεται στο γεγονός ότι μπορεί τότε να μην βγήκαμε από ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, όμως επί χρόνια και με διάφορους τρόπους το χρήμα έρεε άφθονο προς την κοινωνία, μέσω ημετέρων και μη.
Το ΠΑΣΟΚ δεν αστικοποιήθηκε, ήταν εξ αρχής αστικό κόμμα, δεν το έκρυψε ποτέ, και ήλθε σε μια εποχή που ο κόσμος επιζητούσε μια πιο ριζοσπαστική μορφή αστικής πολιτικής. Κοινωνικές ελευθερίες και γεφύρωση των οικονομικών ανισοτήτων ήταν τα βασικά ζητούμενα και τα πέτυχε και τα δύο. Το πώς το πέτυχε είναι άλλη υπόθεση.
Ήταν επίσης μια εποχή που η σοσιαλδημοκρατία φάνταζε ως η μόνη βιώσιμη λύση για την Ευρώπη και μάλλον ήταν. Για να είμαστε και λίγο ειλικρινείς, ίσως ακόμα να είναι.
Μεσολάβησαν πολλά, όμως, και η σοσιαλδημοκρατία κατάφερε να χαντακωθεί από μόνη της, κυρίως λόγω των σκανδάλων και της διαφθοράς, τα οποία όχι απλώς έπνιξαν μια-μια τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, αλλά κατάφεραν να την απαξιώσουν γενικότερα στη συνείδηση του κόσμου και να φέρουν σταδιακά στο προσκήνιο τα πολιτικά φαινόμενα του σήμερα.
Όσο ο κόσμος άλλαζε, οι σοσιαλδημοκράτες τάιζαν τις offshore τους και ο κόσμος αυτό δεν το συγχωρεί. Δεν συγχωρεί επίσης ότι -σε μεγάλο βαθμό- όλα αυτά οδήγησαν και στα χαοτικά χρέη και ελλείματα του σήμερα, που καλούνται να πληρώσουν οι λαοί.
Το εκλογικό σώμα, που έχει αποδειχθεί ότι έχει διαφορετικό βαθμό ανοχής στα σκάνδαλα και τη διαφθορά, είναι πάντα προετοιμασμένο να την αποδεχθεί ως de facto κατάσταση από δεξιές κυβερνήσεις, όχι όμως από εκείνους που του υπόσχονται ένα «διαφορετικό» κόσμο. Και η σοσιαλδημοκρατία αυτό είχε κάνει.
Εάν, λοιπόν, ο Τσίπρας εμφανιζόταν το 2010-2015 ως η νέα ελπίδα της σοσιαλδημοκρατίας, οι πιθανότητες λένε ότι θα είχε χαθεί στην απαξίωση και την αφάνεια. Όχι μόνο λόγω των αριστερών του καταβολών, αλλά κυρίως επειδή το γενικότερο περιβάλλον ήταν πολύ αρνητικό για κάτι τέτοιο.
Θα είχε βρεθεί να παλεύει μόνος του, χάνοντας τόσο το έρεισμά του στο φυσικό του χώρο, την Αριστερά, όσο και στους κεντρώους ψηφοφόρους που ήθελαν να τιμωρήσουν οτιδήποτε είχε επάνω του, έστω και με καραμπόλα, την ένδειξη «ΠΑΣΟΚ».
Ως η ριζοσπαστική, αριστερή πρόταση, τους κέρδισε και τους δύο.
Και στην πορεία τούς απογοήτευσε και τους δύο.
Για τους αριστερούς δεν ήταν αρκετά αριστερός, για τους κεντρώους ήταν εκείνος δε κατάφερε να τους κάνει ξανά μεσαία τάξη με το πάτημα ενός κουμπιού. Ή και με μαγικά, δικό του θέμα.
Η ακροβασία που επιχείρησε ο Τσίπρας -συνειδητά ή όχι, αυτό μόνο ο ίδιος το ξέρει- ήταν πολύ κοντινή σε εκείνη του Ανδρέα το ’81. Η βασική διαφορά τους είναι ότι ο ένας είχε στο σεντούκι χρήματα κι έτσι αγόραζε χρόνο, ενώ ο άλλος μόνο χρέη και ο χρόνος μέτρησε εις βάρος του. Ο ένας εξαγόρασε την απογοήτευση από τις «ιδεολογικές» ανακολουθίες, μετεξελίσσοντας το κόμμα του ώσπου να το αποδεχθεί ο κόσμος γι’ αυτό που πραγματικά ήταν, ο άλλος δεν είχε τα μέσα να το κάνει. Και ξέμεινε από χρόνο. Ωρίμασε όμως.
Τι μπορεί να κάνει μετά τις 7 Ιουλίου ο Τσίπρας;
Ό,τι θέλει. Να αποσυρθεί, να πάει διακοπές, να παντρευτεί την Περιστέρα, να ασχοληθεί με τα παιδιά του, ή να κάνει αντιπολίτευση. Όλα δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να υφίσταται ως υπολογίσιμη δύναμη στη Βουλή.
Το θέμα είναι τι είδους αντιπολίτευση θα κάνει και ως τι. Από εκεί θα κριθεί το μέλλον του, πιο πολύ κι από τα χρόνια που κυβέρνησε.
Εάν καταφέρει να κρατήσει κοντά του τον κόσμο που τον έχει αποδεχθεί ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα, χωρίς να πέσει πάλι σε λαϊκίστικες πρακτικές και ρητορικές, έχει βάσιμες ελπίδες να επανέλθει μετά από μια τετραετία και να διεκδικήσει την εξουσία ως αυτό που δεν υπάρχει πλέον στην Ελλάδα: Ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με ψύχραιμες προτάσεις.
Δείχνει να θέλει να το κάνει. Έχει χρόνο, εξάλλου. Μικρός είναι.
Μαρία Δεδούση
cnn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου