— Πω πω, τι όμορφο που είναι το μωρό σας!
— Α! αυτό δεν είναι τίποτα. Που να δείτε τη φωτογραφία του!
Ο παραπάνω διάλογος περικλείει μία από τις πολλές αξιώσεις μας για ψευδαισθήσεις. Και πράγματι οι δημοσιογραφικές κυρίες, όπως η...
Μάρα Ζαχαρέα ή η Σία Κοσιώνη, θα υποβάθμιζαν κατά πολύ τη δουλειά τους αν μετρίαζαν λιγάκι, ως όφειλαν, τις προσδοκίες τους για επιτυχή έκβαση των προσωπικών υποθέσεών τους, δηλαδή, των συζύγων τους οι οποίοι πολιτεύονται με το brand name της οικογενείας.
Για μία ακόμα φορά: κανένας σταθμός, κανένα διακαναλικό σύστημα μετάδοσης των ντιμπέιτ –ο οποιοσδήποτε σταθμός ή οποιαδήποτε εφημερίδα‒ δεν ταυτίζεται με τη δημοκρατία. Ούτε ποτέ θεμελιώθηκε έτσι κάποιος έγκυρος μηχανισμός παραγωγής πολιτικής. Απεναντίας, ιστορικά, τα μίντια πολλαπλών σκοπών θεμελίωσαν τους εγκυρότερους μηχανισμούς μαύρου πολιτικού χρήματος και παραπολιτικής.
Και εφόσον όλοι –μα όλοι‒ οι ιδιοκτήτες των καναλιών, μαζί με τη δημόσια τηλεόραση, θεωρούν ότι ενισχύουν τον πολιτικό διάλογο, ας σκεφτούν ότι η πολιτική έχει κανόνες και περιορισμούς τους οποίους παραβιάζουν καθημερινά, όταν μεταφέρουν την ενημέρωση και τον πολιτικό πολιτισμό στα ελληνικά νοικοκυριά, μαζί με τις πολιτικές τους προτιμήσεις – την υπερ-ΣΥΡΙΖΑ και, συνήθως, την αντι-ΣΥΡΙΖΑ και αντι-Τσίπρα επιλογή τους.
Για να δείτε τη διαφορά, την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, είχε ζητηθεί από τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς να αναθέτουν σε άλλους τις σχετικές αρμοδιότητες σύνταξης ειδήσεων όταν ετίθεντο ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων και περιπτώσεις εργαζόμενων που συνδέονται με σημαντικούς κυβερνητικούς φορείς ή που έχουν οικογενειακές σχέσεις με υψηλόβαθμα πολιτικά πρόσωπα.
Ας δούμε το θέμα στην πραγματική του διάσταση. Κανένα ντιμπέιτ δεν άλλαξε ποτέ ριζικά τα πολιτικά πράγματα. Ούτε καν το πρώτο στην ιστορία, το 1960, μεταξύ του πορφυρογέννητου Τζον Φ. Κένεντι και Ρίτσαρντ Νίξον ο οποίος είχε επικεντρωθεί στην ουσία αλλά όχι στην εμφάνιση. Απλώς, επιβεβαίωσε τη δύναμη της εικόνας, όσο κι αν συζητιέται η δημοσκόπηση που είχε δείξει τότε ότι, από αυτούς που είχαν δει το ντιμπέιτ στην τηλεόραση, το 30% θεωρούσε νικητή τον Κένεντι και το 29% τον Νίξον, ενώ όσοι την είχαν ακούσει από το ραδιόφωνο, ήθελαν νικητή τον Νίξον με ποσοστά 49% έναντι 21%.
Το ντιμπέιτ, ως μη όφειλε, είναι ένα απλό επικοινωνιακό τερπίπι, με πολλή πόζα, μεγάλη προετοιμασία και μπόλικη παραπολιτική: ποιος έφτασε πρώτος, πού κάθισε, τι φορούσε, ποιον χαιρέτησε και ποιον όχι κ.λπ. Αποδεικνύει την τεχνική της παρουσίασης και όχι την ουσία του πολιτικού.
Επιπλέον θέτει μια σειρά από ερωτήματα που οφείλει να εγείρει το πολιτικό σώμα σχετικά με την «επινόηση» και το πλασάρισμα προς «κατανάλωση» του «πολιτικού προϊόντος». Το μεγαλύτερο ερώτημα είναι το αν αυτή η «έντεχνη τηλε-πώληση πολιτικής» αναποκρίνεται στην πραγματικότητα και τις ανάγκες της κοινωνίας και όχι στις ανάγκες του συστήματος που θέλει να σπεκουλάρει, να βγει στον αφρό, να επιβραβευτεί και, μάλιστα, με γκλαμουράτο κι ευχάριστο τρόπο.
Αυτή η διαδικασία νοηματοδότησης καταλήγει στο ακριβώς αντίθετό της. Στη μη-νοηματοδότηση. Στην καλύτερη περίπτωση οδηγεί στην αποστροφή του Σεφέρη: «…Η Ελλάδα, η χώρα των παράλληλων μονολόγων…»
Υποθέτει μια κοινωνία που ακούει βλέπει και κρίνει συναινετικά, ενώ από τα πριν είναι ντρεσαρισμένη να μην ακούει, να μην βλέπει και να μην κρίνει. Συνεπάγεται υποκείμενα που καταναλώνουν προγραμματικούς χάρτες οι οποίοι ενσωματώνουν ή αναπαριστούν την κοινωνική απραξία και την αδυναμία κατανόησης της πραγματικής κατάστασής τους, μέσω ενός διαρκούς επικοινωνιακού θορύβου (background noise) και αυτοματισμών «κωδικοποίησης-αποκωδικοποίησης» (encoding-decoding) που μας φέρνουν πιο κοντά –και όλο πιο κοντά‒ στη μετανεωτερικότητά μας, τη μετα-αλήθεια μας, στο μετα-βλέπουμε. Και αποκρύπτει το μείζον: την κυρίαρχη τάση του ιδιοστασιακού ελληνικού υπο-αστισμού, της αποσυνδεδεμένης κανονικότητας, τον θρίαμβο των ικανοποιημένων βλακών και τυράννων του ίδιου τους του εαυτού.
Με τον τρόπο που σχεδιάζεται και όπως γίνεται, το ντιμπέιτ είναι κάτι χειρότερο από πασαρέλα∙ δεν πείθει κανέναν – παρά μόνον τους ήδη πεπεισμένους και αυτούς που έχουν ιδιοτελείς προσδοκίες. Η στημένη αντιπαράθεση αδρανοποιεί οποιαδήποτε αίσθηση συλλογικότητας για την οποία διψάει η δημοκρατία. Δείχνει τον πολιτικό αντίπαλο ως ένοχο για το προπατορικό αμάρτημα. Υπηρετεί εκείνο το σύστημα που αξιώνει ‒και μόνον‒ την αναπαραγωγή του. Πολλοί, οι επικοινωνιολόγοι και οι λοιποί της νομενκλατούρας και των κομματικών απαράτ, βγάζουν τις μεζούρες κι αρχίζουν να μετράνε, φράσεις, αστοχίες, φάουλ, αμηχανίες, σούξου μούξου. «Διασκέδαση μέχρι θανάτου» όπως ήταν ο τίτλος του βιβλίου του Νιλ Πόστμαν για τον δημόσιο λόγο στην εποχή του θεάματος (εκδ. Δρομέας, 1998).
Οι λοιποί, αρχίζουν να προσεύχονται με την ταυτότητα στα δόντια, άλλοι να καταριούνται κι άλλοι να νιώθουν πως βρίσκονται στα βάθη της αβύσσου… «Με φαντάζομαι στην Κόλαση» έγραφε ο Ρεμπώ «επομένως είμαι… Το μόνο βέβαιο είναι, ότι η σάρκα μου που καίγεται, έχει αρχίζει να μυρίζει». Ας το ξαναρωτήσω. Μας αρέσει έτσι;...
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου