23.5.19

Το «όχι» «ναι»...


Δημήτρης Νανούρης

ΣΙΧΑΘΗΚΑ ΤΑ ΧΑΛΙΑ των χαχόλων πολιτικών ταγών. Η διαδρομή προς την κάλπη ξυπνάει τα πιο ταπεινά ορμέμφυτα μέσα τους και, καθώς δεν έχουν συναίσθηση της...
γελοιότητάς τους, τα εξωτερικεύουν στα μπαλκόνια κι όποιον πάρει ο χάρος. Παίρνει και σηκώνει συνήθως τη συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων, που φασκελώνεται μετά τις εκλογές, αλλά στερνή μου γνώση...

ΑΝΤΙΠΑΡΕΡΧΟΜΑΙ τον μεταξύ τους πόλεμο με στίχους του Πολέμη, που συναντήθηκε με τις επουράνιες μούσες τέτοιες μέρες του 1924. Ανατρέχοντας στα ποιήματά του, ξανάζησα τα χρόνια του Δημοτικού, βρήκα μολαταύτα ορισμένα που κολλάνε γάντι στην παρούσα συγκυρία. Ο πρωταγωνιστής τού παρακάτω το ’ριξε στο ποτό θρηνώντας την οικογένειά του, θα μπορούσε κάλλιστα όμως να ’ναι απλώς κοψοχέρης. Ιδού:

ΝΕΡΩΜΕΝΟ ΚΡΑΣΙ Ο,τι κι αν είχε το ’χασε, γυναίκα, βιος, παιδιά του·/ τίποτε δεν τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά./ Πέταξ’ η έννοια από τον νου κι η ελπίδα απ’ την καρδιά του/ κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.// Οπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του/ και ζει δίχως ο δύστυχος να ξέρει το γιατί./ Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του/ του κάκου εκεί ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.// «Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη, τι το νερώνεις το κρασί και πίνω απ’ το ξανθό/ και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι/ κι από το σώσμα το τραχύ πίνω και δεν μεθώ;// Δεν ήρθα για ξεφάντωμα, μήτε για πανηγύρι,/ ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά»./ Κι ο κάπελας γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι/ με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά:// «Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα που απελπισμένος χύνεις/ πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές,/ και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;/ Τι φταίω εγώ κι αν δεν μεθάς, τι φταίω εγώ κι αν κλαις;».

ΣΕΡΕΝΑΤΑ Ξύπνησε, περδικόστηθη/ και περιστερομάτα,/ τ’ αστέρια –ανάθεμά τα–/ τα κρύβει η συννεφιά./ Κρέμασε στο παράθυρο/ τη μεταξένια σκάλα,/ δέσε την στα μεγάλα/ και στ’ αργυρά καρφιά.// Το λάφι σου ονειρεύεται/ και τ’ άσπρο σου γεράκι·/ παίζει με τ’ αγεράκι/ στο ρέμα η καλαμιά./ Στον πύργο αποκοιμήθηκαν/ οι σκλάβες σου κι οι σκλάβοι,/ δεν θα με καταλάβει/ κανένας και καμιά.// Ρίξε τη μεταξόσκαλα/ να ’ρθω στην αγκαλιά σου,/ μες στη μοσχοβολιά σου,/ κρίνε καμαρωτέ./ Να ’ρθω να γείρω ολόχαρος/ στη μαλακή σου στρώση,/ αχ! κι ας μην ξημερώσει/ ποτέ, ποτέ, ποτέ!

ΞΕΧΕΙΛΙΖΕΙ ΛΥΡΙΣΜΟ το προηγούμενο και ασφαλώς το επόμενο, που προβλέπει τα χαΐρια του πρωθυπουργού εκατό χρόνια πριν: Οπως το ρόδο τ’ αγαπώ μ’ όλα τ’ αγκάθια πο’ ’χει,/ έτσι αγαπώ τα χείλη σου κι όταν μου λένε τ’ «όχι»./ Ξέρω μια τέχνη αλάθευτη και τ’ αγκαθάκια βγάνω,/ ξέρω λογάκια μυστικά και τ’ «όχι» «ναι» το κάνω...

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: