Μέσα στον ορυμαγδό δημοσκοπήσεων, ανάμεσα στα άλλα δημοσκοπικά ευρήματα υπάρχει ένα σταθερό εύρημα που δείχνει να...
λανθάνει της προσοχής των περισσοτέρων: οι τρεις πλέον φορείς, που κατά βάση προέρχονται από τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ του καλοκαιριού του 2015, δηλαδή η Πλεύση Ελευθερίας, η Λαϊκή Ενότητα και το ΜέΡΑ25 συγκεντρώνουν αθροιστικά ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 3% έως 6%.
Το αθροιστικό αυτό ποσοστό συγκεντρώνεται μάλιστα, παρότι και στους τρεις φορείς εντοπίζονται διαφορετικές αλλά σημαντικές αδυναμίες που αφορούν τόσο τα προγράμματά τους, όσο και την οργάνωσή τους σε σχέση με ζητήματα δημοκρατίας, επάρκειας, στράτευσης μαζικών χώρων και κοινωνικών εκπροσωπήσεων. Οι τρεις κομματικοί φορείς συχνά προσκολλώνται είτε σε θέσεις και πρόσωπα, είτε σε οργανωτικά σχήματα, τα οποία δεν μπορούν να κινητοποιήσουν και να εμπνεύσουν σήμερα ένα κίνημα για την άμεση ανατροπή του μοντέλου της εξάρτησης, και του θεσμοποιημένου –υπό τύπο παρασυντάγματος– έως το 2060 μνημονίου.
Ωστόσο και παρότι τα παραπάνω ζητήματα περιορίζουν την ορμή τους, η ανάγκη του ίδιου του λαού να υπερασπιστεί την απόφαση που έλαβε το καλοκαίρι του 2015, αλλά και να πετύχει μια πραγματική και γρήγορη έξοδο από την κρίση εξακολουθεί να σπρώχνει δημοσκοπικά έναν ενδεχόμενο εκλογικό συνασπισμό των τριών φορέων –υπό όρους– έως και στην τρίτη θέση στις επερχόμενες ευρωεκλογές.
Οι ευρωεκλογές είναι κρίσιμες δεδομένου ότι είναι απαραίτητο να δοθεί μια διπλή μάχη: Αφενός ενάντια στην τριάδα Μέρκελ-Μακρόν-Τσίπρα, ως επικεφαλής των συστημικών δυνάμεων που έχουν φτιάξει μια ΕΕ που εκβιάζει και εκβιάζεται, που καταστέλλει και καταπιέζει, που ψεύδεται και που ασκεί φτηνή προπαγάνδα, που υποτάσσει και που υποτάσσεται. Αφετέρου ενάντια στις ψευδώνυμες –και όχι στις γνήσιες– «αντισυστημικές» δυνάμεις, οι οποίες εκφράζουν ό,τι πιο απωθητικό, σκοτεινό, φοβικό και παρωχημένο της ιστορίας μας, χωρίς φυσικά ποτέ να αμφισβητούν ούτε το νεοφιλελευθερισμό, ούτε την κοινωνική κρίση που ο τελευταίος προκαλεί.
Όχι συνεννοήσεις κορυφής
Η ανάγκη μιας καλής εκλογικής καταγραφής, όμως, δεν αφορά μόνο τις ευρωεκλογές, αλλά και την επάνοδο στο κέντρο του πολιτικού συστήματος, του ξεχασμένου αντι-Μνημονίου. Δηλαδή της πολιτικής πρότασης που απορρίπτει την ομαλοποίηση του μνημονικού καθεστώτος και τη θεώρηση (κοινή μεταξύ Σαμαρά και Τσίπρα) ότι θα βγούμε από τα μνημόνια διαιωνίζοντάς τα και εφαρμόζοντάς τα.
Μια τέτοια επάνοδος θα σημάνει ότι όταν οι καλλιεργούμενες από τα μνημονιακά κόμματα αυταπάτες περί εξόδου του λαού από την κρίση θα διαψευστούν στη βάση της διεθνούς οικονομικής επιβράδυνσης, της σοβούσας τραπεζικής κρίσης και της διευρυνόμενης οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας, θα υπάρχει μια προοδευτική πρόταση που θα μπορεί να εξελιχθεί –υπό όρους– σε πρόταση εξουσίας.
Βεβαίως όλη η παραπάνω εξέλιξη μεσοπρόθεσμα δεν μπορεί να λάβει χώρα παρά μόνο με μια προγραμματική και οργανωτική ανασύσταση του χώρου του αντι-Μνημονίου, ο οποίος θρυμματίστηκε και εν πολλοίς απαξιώθηκε μετά το καλοκαίρι του 2015. Μια τέτοια ανασύσταση μετά βεβαιότητας θα επανεξετάσει και θα απορρίψει πρόσωπα, θέσεις και μοντέλα που έχουν δοκιμαστεί και αποτύχει. Μπορεί να υλοποιηθεί δε, μόνο με πρωτοβουλία και ηγεμονία νέων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.
Ακόμα και μια διαδικασία εκλογικού απλώς συνασπισμού ενόψει ευρωεκλογών θα έπρεπε να είναι αποτέλεσμα της δράσης τέτοιων δυνάμεων και όχι συνεννοήσεων κορυφής.
Ωστόσο, τώρα, που οριστικοποιούνται τα ευρωψηφοδέλτια, έστω και ένας εκλογικός συνασπισμός της τελευταίας στιγμής, που θα συγκροτηθεί με συνεννόηση των ηγεσιών των τριών φορέων, θα λειτουργήσει ευεργετικά τόσο άμεσα εκλογικά όσο και μεσομακροπρόθεσμα – πάντα υπό όρους. Θα αποτελέσει δε, τη μόνη πραγματική πρόκληση τόσο προς το ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στη ΝΔ, καθώς θα επαναφέρει το ζήτημα άμεσης αλλαγής πορείας.
Υπάρχουν βεβαίως προγραμματικές διαφορές. Αυτές, όμως, δεν επηρεάζονται άμεσα από τις ευρωεκλογές. Μπορούν να συντεθούν αμέσως μετά, σε ένα κοινό και ουσιαστικό πρόγραμμα εφόσον συναποφασιστούν οι δημοκρατικές διαδικασίες. Ο λόγος της ξεχωριστής καθόδου των τριών φορέων είναι κυρίως η κατίσχυση των εγωισμών, της μικρόνου αντίληψης της καταγραφής, οι ηγεμονισμοί και οι ενδοστρεφείς αντιλήψεις των κομματικών γραφειοκρατιών.
Κάνουν λάθος, όμως, όσοι νομίζουν ότι έχουν άφθονο χρόνο, ότι μπορούν τώρα να καταγραφούν για να διαπραγματευτούν μετά μια άθροιση δυνάμεων. Στην πολιτική, πολύ συχνά οι αθροίσεις ηττημένων φορέων οδηγούν σε περαιτέρω συρρίκνωση και όχι σε επανάκαμψη. Τις ηγεσίες και των τριών φορέων δε, βαραίνει η ευθύνη της ανεπάρκειάς τους –αντικειμενικά– έως και το καλοκαίρι του 2015. Να μην προσθέσουν κι άλλες ευθύνες. Ο ίδιος ο λαός δίνει τη δυνατότητα της επανάκαμψης. Η κοινή εκλογική κάθοδος είναι και εφικτή και αναγκαία...
Θέμης Τζίμας
λανθάνει της προσοχής των περισσοτέρων: οι τρεις πλέον φορείς, που κατά βάση προέρχονται από τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ του καλοκαιριού του 2015, δηλαδή η Πλεύση Ελευθερίας, η Λαϊκή Ενότητα και το ΜέΡΑ25 συγκεντρώνουν αθροιστικά ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 3% έως 6%.
Το αθροιστικό αυτό ποσοστό συγκεντρώνεται μάλιστα, παρότι και στους τρεις φορείς εντοπίζονται διαφορετικές αλλά σημαντικές αδυναμίες που αφορούν τόσο τα προγράμματά τους, όσο και την οργάνωσή τους σε σχέση με ζητήματα δημοκρατίας, επάρκειας, στράτευσης μαζικών χώρων και κοινωνικών εκπροσωπήσεων. Οι τρεις κομματικοί φορείς συχνά προσκολλώνται είτε σε θέσεις και πρόσωπα, είτε σε οργανωτικά σχήματα, τα οποία δεν μπορούν να κινητοποιήσουν και να εμπνεύσουν σήμερα ένα κίνημα για την άμεση ανατροπή του μοντέλου της εξάρτησης, και του θεσμοποιημένου –υπό τύπο παρασυντάγματος– έως το 2060 μνημονίου.
Ωστόσο και παρότι τα παραπάνω ζητήματα περιορίζουν την ορμή τους, η ανάγκη του ίδιου του λαού να υπερασπιστεί την απόφαση που έλαβε το καλοκαίρι του 2015, αλλά και να πετύχει μια πραγματική και γρήγορη έξοδο από την κρίση εξακολουθεί να σπρώχνει δημοσκοπικά έναν ενδεχόμενο εκλογικό συνασπισμό των τριών φορέων –υπό όρους– έως και στην τρίτη θέση στις επερχόμενες ευρωεκλογές.
Οι ευρωεκλογές είναι κρίσιμες δεδομένου ότι είναι απαραίτητο να δοθεί μια διπλή μάχη: Αφενός ενάντια στην τριάδα Μέρκελ-Μακρόν-Τσίπρα, ως επικεφαλής των συστημικών δυνάμεων που έχουν φτιάξει μια ΕΕ που εκβιάζει και εκβιάζεται, που καταστέλλει και καταπιέζει, που ψεύδεται και που ασκεί φτηνή προπαγάνδα, που υποτάσσει και που υποτάσσεται. Αφετέρου ενάντια στις ψευδώνυμες –και όχι στις γνήσιες– «αντισυστημικές» δυνάμεις, οι οποίες εκφράζουν ό,τι πιο απωθητικό, σκοτεινό, φοβικό και παρωχημένο της ιστορίας μας, χωρίς φυσικά ποτέ να αμφισβητούν ούτε το νεοφιλελευθερισμό, ούτε την κοινωνική κρίση που ο τελευταίος προκαλεί.
Όχι συνεννοήσεις κορυφής
Η ανάγκη μιας καλής εκλογικής καταγραφής, όμως, δεν αφορά μόνο τις ευρωεκλογές, αλλά και την επάνοδο στο κέντρο του πολιτικού συστήματος, του ξεχασμένου αντι-Μνημονίου. Δηλαδή της πολιτικής πρότασης που απορρίπτει την ομαλοποίηση του μνημονικού καθεστώτος και τη θεώρηση (κοινή μεταξύ Σαμαρά και Τσίπρα) ότι θα βγούμε από τα μνημόνια διαιωνίζοντάς τα και εφαρμόζοντάς τα.
Μια τέτοια επάνοδος θα σημάνει ότι όταν οι καλλιεργούμενες από τα μνημονιακά κόμματα αυταπάτες περί εξόδου του λαού από την κρίση θα διαψευστούν στη βάση της διεθνούς οικονομικής επιβράδυνσης, της σοβούσας τραπεζικής κρίσης και της διευρυνόμενης οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας, θα υπάρχει μια προοδευτική πρόταση που θα μπορεί να εξελιχθεί –υπό όρους– σε πρόταση εξουσίας.
Βεβαίως όλη η παραπάνω εξέλιξη μεσοπρόθεσμα δεν μπορεί να λάβει χώρα παρά μόνο με μια προγραμματική και οργανωτική ανασύσταση του χώρου του αντι-Μνημονίου, ο οποίος θρυμματίστηκε και εν πολλοίς απαξιώθηκε μετά το καλοκαίρι του 2015. Μια τέτοια ανασύσταση μετά βεβαιότητας θα επανεξετάσει και θα απορρίψει πρόσωπα, θέσεις και μοντέλα που έχουν δοκιμαστεί και αποτύχει. Μπορεί να υλοποιηθεί δε, μόνο με πρωτοβουλία και ηγεμονία νέων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.
Ακόμα και μια διαδικασία εκλογικού απλώς συνασπισμού ενόψει ευρωεκλογών θα έπρεπε να είναι αποτέλεσμα της δράσης τέτοιων δυνάμεων και όχι συνεννοήσεων κορυφής.
Ωστόσο, τώρα, που οριστικοποιούνται τα ευρωψηφοδέλτια, έστω και ένας εκλογικός συνασπισμός της τελευταίας στιγμής, που θα συγκροτηθεί με συνεννόηση των ηγεσιών των τριών φορέων, θα λειτουργήσει ευεργετικά τόσο άμεσα εκλογικά όσο και μεσομακροπρόθεσμα – πάντα υπό όρους. Θα αποτελέσει δε, τη μόνη πραγματική πρόκληση τόσο προς το ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στη ΝΔ, καθώς θα επαναφέρει το ζήτημα άμεσης αλλαγής πορείας.
Υπάρχουν βεβαίως προγραμματικές διαφορές. Αυτές, όμως, δεν επηρεάζονται άμεσα από τις ευρωεκλογές. Μπορούν να συντεθούν αμέσως μετά, σε ένα κοινό και ουσιαστικό πρόγραμμα εφόσον συναποφασιστούν οι δημοκρατικές διαδικασίες. Ο λόγος της ξεχωριστής καθόδου των τριών φορέων είναι κυρίως η κατίσχυση των εγωισμών, της μικρόνου αντίληψης της καταγραφής, οι ηγεμονισμοί και οι ενδοστρεφείς αντιλήψεις των κομματικών γραφειοκρατιών.
Κάνουν λάθος, όμως, όσοι νομίζουν ότι έχουν άφθονο χρόνο, ότι μπορούν τώρα να καταγραφούν για να διαπραγματευτούν μετά μια άθροιση δυνάμεων. Στην πολιτική, πολύ συχνά οι αθροίσεις ηττημένων φορέων οδηγούν σε περαιτέρω συρρίκνωση και όχι σε επανάκαμψη. Τις ηγεσίες και των τριών φορέων δε, βαραίνει η ευθύνη της ανεπάρκειάς τους –αντικειμενικά– έως και το καλοκαίρι του 2015. Να μην προσθέσουν κι άλλες ευθύνες. Ο ίδιος ο λαός δίνει τη δυνατότητα της επανάκαμψης. Η κοινή εκλογική κάθοδος είναι και εφικτή και αναγκαία...
Θέμης Τζίμας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου