Και ενώ όλη η Γαλλία περίμενε τον Εμανουέλ Μακρόν να εκφωνήσει, στις 8 ακριβώς, τα μέτρα που αποφάσισε ύστερα από τον Μεγάλο εθνικό διάλογο (αν αποδώσουμε έτσι το Grand débat national) που ο ίδιος είχε δρομολογήσει ως απάντηση στο...
κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, κι ενώ τα κανάλια έκαναν εικασίες, εδώ και μέρες, για το περιεχόμενο των προεδρικών εξαγγελιών στο πολυαναμενόμενο διάγγελμα, η φοβερή πυρκαγιά, που ξέσπασε στη Νοτρ Νταμ, στην Παναγία των Παρισίων, ανάγκασε τον Πρόεδρο να αναβάλει το διάγγελμα προς το έθνος.
Η καταστροφή είναι, θαρρώ η λέξη ταιριάζει, αδιανόητη: κατέρρευσε το βέλος, η οροφή του καμπαναριού, κατέρρευσε και η στέγη.
Φαίνεται πως για τη φωτιά φταίνε κάποιες εργασίες που γίνονταν στον ναό -περισσότερα δεν είναι γνωστά τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Ούτε είναι γνωστή η έκταση των ζημιών, που φοβόμαστε πως θα είναι πολύ μεγάλη. Βλέπετε, παρόλο που συνέβη μέσα στην καρδιά της μεγαλούπολης, η πυρκαγιά δεν είναι τόσο εύκολο να αντιμετωπιστεί -τα Κανανταίρ δεν μπορούν να ρίξουν νερό σε αστικό πυκνοδομημένο περιβάλλον, χώρια που κάτι τέτοιο μάλλον θα κατέστρεφε όσα μέρη του κτιρίου είχαν απομείνει.
Στη διαδικτυωμένη εποχή μας, τέτοια γεγονότα τα ζει κανείς σε απευθείας μετάδοση. Αυτό έγινε χτες το βράδυ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όπου, αν εξαιρέσεις τον περιστασιακό σκατόψυχο που έβρισκε σκόπιμο να επισημάνει πως «το διέλυσε το γαλλικό κράτος ο αριστερός ο Μακρόν, έτσι είναι οι αριστεροί» (βρήκε τον αριστερό, μεταξύ μας), οι υπόλοιποι σχολιαστές, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, ήταν περίλυποι, φαρμακωμένοι, λες και βλέπαν το σπίτι τους να καίγεται, όπως σχολίασε κάποιος.
Ίσως επειδή το Παρίσι είναι η αγαπημένη πόλη πολλών, ίσως επειδή έχει παράδοση να καλοδέχεται και να φιλοξενεί συμπατριώτες μας, ίσως επειδή πρόκειται για ένα μνημείο οχτώ αιώνων, πάντως η συμφορά άγγιξε πολύ και πολλούς. Πολλοί νιώσαμε σαν να χάθηκε κάτι δικό μας, νιώσαμε την αίσθηση της ανεπίστρεπτης απώλειας που συνηθίζουμε να τη συνδέουμε με θάνατο αγαπημένου προσώπου. Άλλοι σκέφτηκαν πως άφησαν μέσα στ’ αποκαΐδια ένα κομμάτι απ’ τον εαυτό τους.
Είπα πιο πάνω για μνημείο οχτώ αιώνων, αλλά δεν είχε όλο το μνημείο αυτή την ηλικία. Για παράδειγμα, το βέλος που κατέρρευσε, δεν ήταν το αρχικό, του 1230. Στη μεγάλη ανακαίνιση του 19ου αιώνα, το αρχικό βέλος αντικαταστάθηκε -και αυτό το νεότερο, που πρέπει να τοποθετήθηκε στη δεκαετία του 1860, κατέρρευσε χτες, έχοντας ηλικία όχι εφτακοσίων αλλά «μόνο» εκατον πενήντα ετών.
Της ιδιας, νεότερης, εποχής είναι και οι γκαρκούγιες (έτσι τις έλεγε ο Βάρναλης) δηλαδή οι τερατόμορφες υδρορρόες του ναού, που μαζί με τα άλλα τερατάκια (χίμαιρες τα λένε αυτά, θαρρώ) έχουν αποτροπαϊκή αποστολή και προφυλάσσουν τον ναό από το κακό (όχι πάντα από τη φωτιά, όπως φάνηκε). Υπήρχαν τέτοια μεσαιωνικά τερατόμορφα αγάλματα, αλλά τον 19ο αιώνα, όταν η εκκλησία είχε παρακμάσει και βρισκόταν σε κακό χάλι, δεν είχαν μείνει παρά ελάχιστα ίχνη τους. Αυτά που βλέπαμε τοποθετήθηκαν κατά τη μεγάλη ανακαίνιση του 19ου αιώνα, ανακαίνιση που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απήχηση που είχε το μυθιστόρημα του Ουγκό.
Άλλη φωτιά, μεγάλη και καταστροφική εννοώ, δεν βρίσκω να έχει χτυπήσει την εκκλησία. Εδώ, η τέχνη προλαβαίνει τη ζωή. Ο μεγάλος Βίκτωρ Ουγκό, στο μεγαλειώδες μυθιστόρημα που αφιέρωσε στον ναό της πόλης του, και που το παρουσιάσαμε εδώ, φαντάζεται την εκκλησιά να καίγεται -και να κατακαίει τους επίδοξους κουρσευτές της. Στο δέκατο βιβλίο, όταν τα λεφούσια των ζητιάνων κάνουν έφοδο για να κυριέψουν την εκκλησιά, ο Κουασιμόδος για να τους απομακρύνει σοφίζεται να τους περεχύσει με λιωμένο μολύβι.
Ας δούμε πώς περιγράφει ο Ουγκό τη σκηνή, σε μετάφραση του αγαπημένου μου Γιώργου Κοτζιούλα, που επανεκδόθηκε πρόσφατα και που, απ’ όσο είδα, δεν έχει κάποια ψεγάδια που βαραίνουν την καλή κατά τα άλλα νεότερη μετάφραση του Ανδρ. Παππά:
Τα μάτια ολουνών υψώθηκαν τότε ψηλά, στην εκκλησία. Εκείνο που έβλεπαν εκεί ήταν αφάνταστο. Στην κορφή της ψηλότερης στοάς, πιο πάνω κι από τον κεντρικό φεγγίτη, μια φλόγα ανέβαινε με στροβίλους από σπίθες ανάμεσα στα δυο καμπαναριά, μια μεγάλη φλόγα ασυγκράτητη και ξεφρενιασμένη, που κάθε τόσο ο αέρας παράσερνε ένα ξέφτι της μέσα στον καπνό.
Κάτω απ’ αυτή τη φλόγα, κάτω απ’ το σκοτεινό κιγκλίδωμα, με τ’ ανοίγματά του που λαμποκοπούσαν, δυο λούκια με στόματα τεράτων ξερνούσαν ασταμάτητα αυτήν την πυρωμένη βροχή, που ξέχυνε τον ασημόχρωμο κρουνό της απάνω στο σκοτάδι της χαμηλότερης μπροστινής πλευράς. Όσο ζύγωναν στο έδαφος,, οι δυο αυλακιές του λιωμένου μολυβιού πλάταιναν σαν πίδακες, σαν το νερό που ξεπηδάει απ’ τις τρύπες του σιντριβανιού.
Κάτω απ’ τη φλόγα, οι τεράστιοι πύργοι, που καθένας τους πρόβαλλε δυο όψεις τραχιές και απότομες, τη μια κατάμαυρη, την άλλη κατακόκκινη, φαίνονταν ακόμα μεγαλύτεροι με το πελώριο μάκρος της σκιάς που έριχναν ίσαμε τα ουράνια. Τ’ αμέτρητα ανάγλυφά τους, παραστάσεις δαιμόνων και δρακόντων, έπαιρναν μια πένθιμη όψη. Το ταραγμένο φέγγισμα της φλόγας τα’δειχνε να σαλεύουνε στο μάτι.
Αυτή όμως ήταν λογοτεχνική φωτιά -όχι καταστροφική σαν τη χτεσινή.
Πόσο καταστροφική; Όλα χαλάνε κι όλα φτιάχνονται, ειδικά στις μέρες μας που -υποθέτω- θα τα έχουν όλα ψηφιοποιήσει.
Φτιάχνονται, αλλά φοβάμαι όχι «σε δυο μήνες το πολύ», όπως άκουσα να λέει κάποιος υπεραισιόδοξος φίλος. Δεν θέλω να στοιχηματίσω, αλλά φοβάμαι πως ούτε σε δέκα χρόνια δεν θα έχει ολοκληρωθεί η ανακαίνιση.
Την Παναγία των Παρισίων την έχω επισκεφτεί πολλές φορές, άλλοτε από μέσα, άλλοτε απέξω, πότε μόνος, πότε με παρέα, πότε οικογενειακώς. Ωστόσο, δεν αξιώθηκα ν’ ανέβω τις σκάλες προς το καμπαναριό -είχε πάντα μεγάλη ουρά και το ανάβαλλα, λέγοντας πως έχουμε καιρό. Τώρα πια δεν έχουμε. Έτσι διδάσκεται κανείς να μην αναβάλλει.
Να μνημονέψουμε λοιπόν σήμερα το μνημείο που λαβώθηκε βαριά. Ακούω τα σχόλιά σας.
ΥΓ Κανονικά σήμερα θα ξεκινούσε η δημοσίευση, σε συνέχειες, ενός βιβλίου του πατέρα μου. Αναβάλλεται για αύριο, προφανώς...
Νίκος Σαραντάκος
sarantakos.wordpress.com
κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, κι ενώ τα κανάλια έκαναν εικασίες, εδώ και μέρες, για το περιεχόμενο των προεδρικών εξαγγελιών στο πολυαναμενόμενο διάγγελμα, η φοβερή πυρκαγιά, που ξέσπασε στη Νοτρ Νταμ, στην Παναγία των Παρισίων, ανάγκασε τον Πρόεδρο να αναβάλει το διάγγελμα προς το έθνος.
Η καταστροφή είναι, θαρρώ η λέξη ταιριάζει, αδιανόητη: κατέρρευσε το βέλος, η οροφή του καμπαναριού, κατέρρευσε και η στέγη.
Φαίνεται πως για τη φωτιά φταίνε κάποιες εργασίες που γίνονταν στον ναό -περισσότερα δεν είναι γνωστά τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Ούτε είναι γνωστή η έκταση των ζημιών, που φοβόμαστε πως θα είναι πολύ μεγάλη. Βλέπετε, παρόλο που συνέβη μέσα στην καρδιά της μεγαλούπολης, η πυρκαγιά δεν είναι τόσο εύκολο να αντιμετωπιστεί -τα Κανανταίρ δεν μπορούν να ρίξουν νερό σε αστικό πυκνοδομημένο περιβάλλον, χώρια που κάτι τέτοιο μάλλον θα κατέστρεφε όσα μέρη του κτιρίου είχαν απομείνει.
Στη διαδικτυωμένη εποχή μας, τέτοια γεγονότα τα ζει κανείς σε απευθείας μετάδοση. Αυτό έγινε χτες το βράδυ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όπου, αν εξαιρέσεις τον περιστασιακό σκατόψυχο που έβρισκε σκόπιμο να επισημάνει πως «το διέλυσε το γαλλικό κράτος ο αριστερός ο Μακρόν, έτσι είναι οι αριστεροί» (βρήκε τον αριστερό, μεταξύ μας), οι υπόλοιποι σχολιαστές, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, ήταν περίλυποι, φαρμακωμένοι, λες και βλέπαν το σπίτι τους να καίγεται, όπως σχολίασε κάποιος.
Ίσως επειδή το Παρίσι είναι η αγαπημένη πόλη πολλών, ίσως επειδή έχει παράδοση να καλοδέχεται και να φιλοξενεί συμπατριώτες μας, ίσως επειδή πρόκειται για ένα μνημείο οχτώ αιώνων, πάντως η συμφορά άγγιξε πολύ και πολλούς. Πολλοί νιώσαμε σαν να χάθηκε κάτι δικό μας, νιώσαμε την αίσθηση της ανεπίστρεπτης απώλειας που συνηθίζουμε να τη συνδέουμε με θάνατο αγαπημένου προσώπου. Άλλοι σκέφτηκαν πως άφησαν μέσα στ’ αποκαΐδια ένα κομμάτι απ’ τον εαυτό τους.
Είπα πιο πάνω για μνημείο οχτώ αιώνων, αλλά δεν είχε όλο το μνημείο αυτή την ηλικία. Για παράδειγμα, το βέλος που κατέρρευσε, δεν ήταν το αρχικό, του 1230. Στη μεγάλη ανακαίνιση του 19ου αιώνα, το αρχικό βέλος αντικαταστάθηκε -και αυτό το νεότερο, που πρέπει να τοποθετήθηκε στη δεκαετία του 1860, κατέρρευσε χτες, έχοντας ηλικία όχι εφτακοσίων αλλά «μόνο» εκατον πενήντα ετών.
Της ιδιας, νεότερης, εποχής είναι και οι γκαρκούγιες (έτσι τις έλεγε ο Βάρναλης) δηλαδή οι τερατόμορφες υδρορρόες του ναού, που μαζί με τα άλλα τερατάκια (χίμαιρες τα λένε αυτά, θαρρώ) έχουν αποτροπαϊκή αποστολή και προφυλάσσουν τον ναό από το κακό (όχι πάντα από τη φωτιά, όπως φάνηκε). Υπήρχαν τέτοια μεσαιωνικά τερατόμορφα αγάλματα, αλλά τον 19ο αιώνα, όταν η εκκλησία είχε παρακμάσει και βρισκόταν σε κακό χάλι, δεν είχαν μείνει παρά ελάχιστα ίχνη τους. Αυτά που βλέπαμε τοποθετήθηκαν κατά τη μεγάλη ανακαίνιση του 19ου αιώνα, ανακαίνιση που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απήχηση που είχε το μυθιστόρημα του Ουγκό.
Άλλη φωτιά, μεγάλη και καταστροφική εννοώ, δεν βρίσκω να έχει χτυπήσει την εκκλησία. Εδώ, η τέχνη προλαβαίνει τη ζωή. Ο μεγάλος Βίκτωρ Ουγκό, στο μεγαλειώδες μυθιστόρημα που αφιέρωσε στον ναό της πόλης του, και που το παρουσιάσαμε εδώ, φαντάζεται την εκκλησιά να καίγεται -και να κατακαίει τους επίδοξους κουρσευτές της. Στο δέκατο βιβλίο, όταν τα λεφούσια των ζητιάνων κάνουν έφοδο για να κυριέψουν την εκκλησιά, ο Κουασιμόδος για να τους απομακρύνει σοφίζεται να τους περεχύσει με λιωμένο μολύβι.
Ας δούμε πώς περιγράφει ο Ουγκό τη σκηνή, σε μετάφραση του αγαπημένου μου Γιώργου Κοτζιούλα, που επανεκδόθηκε πρόσφατα και που, απ’ όσο είδα, δεν έχει κάποια ψεγάδια που βαραίνουν την καλή κατά τα άλλα νεότερη μετάφραση του Ανδρ. Παππά:
Τα μάτια ολουνών υψώθηκαν τότε ψηλά, στην εκκλησία. Εκείνο που έβλεπαν εκεί ήταν αφάνταστο. Στην κορφή της ψηλότερης στοάς, πιο πάνω κι από τον κεντρικό φεγγίτη, μια φλόγα ανέβαινε με στροβίλους από σπίθες ανάμεσα στα δυο καμπαναριά, μια μεγάλη φλόγα ασυγκράτητη και ξεφρενιασμένη, που κάθε τόσο ο αέρας παράσερνε ένα ξέφτι της μέσα στον καπνό.
Κάτω απ’ αυτή τη φλόγα, κάτω απ’ το σκοτεινό κιγκλίδωμα, με τ’ ανοίγματά του που λαμποκοπούσαν, δυο λούκια με στόματα τεράτων ξερνούσαν ασταμάτητα αυτήν την πυρωμένη βροχή, που ξέχυνε τον ασημόχρωμο κρουνό της απάνω στο σκοτάδι της χαμηλότερης μπροστινής πλευράς. Όσο ζύγωναν στο έδαφος,, οι δυο αυλακιές του λιωμένου μολυβιού πλάταιναν σαν πίδακες, σαν το νερό που ξεπηδάει απ’ τις τρύπες του σιντριβανιού.
Κάτω απ’ τη φλόγα, οι τεράστιοι πύργοι, που καθένας τους πρόβαλλε δυο όψεις τραχιές και απότομες, τη μια κατάμαυρη, την άλλη κατακόκκινη, φαίνονταν ακόμα μεγαλύτεροι με το πελώριο μάκρος της σκιάς που έριχναν ίσαμε τα ουράνια. Τ’ αμέτρητα ανάγλυφά τους, παραστάσεις δαιμόνων και δρακόντων, έπαιρναν μια πένθιμη όψη. Το ταραγμένο φέγγισμα της φλόγας τα’δειχνε να σαλεύουνε στο μάτι.
Αυτή όμως ήταν λογοτεχνική φωτιά -όχι καταστροφική σαν τη χτεσινή.
Πόσο καταστροφική; Όλα χαλάνε κι όλα φτιάχνονται, ειδικά στις μέρες μας που -υποθέτω- θα τα έχουν όλα ψηφιοποιήσει.
Φτιάχνονται, αλλά φοβάμαι όχι «σε δυο μήνες το πολύ», όπως άκουσα να λέει κάποιος υπεραισιόδοξος φίλος. Δεν θέλω να στοιχηματίσω, αλλά φοβάμαι πως ούτε σε δέκα χρόνια δεν θα έχει ολοκληρωθεί η ανακαίνιση.
Την Παναγία των Παρισίων την έχω επισκεφτεί πολλές φορές, άλλοτε από μέσα, άλλοτε απέξω, πότε μόνος, πότε με παρέα, πότε οικογενειακώς. Ωστόσο, δεν αξιώθηκα ν’ ανέβω τις σκάλες προς το καμπαναριό -είχε πάντα μεγάλη ουρά και το ανάβαλλα, λέγοντας πως έχουμε καιρό. Τώρα πια δεν έχουμε. Έτσι διδάσκεται κανείς να μην αναβάλλει.
Να μνημονέψουμε λοιπόν σήμερα το μνημείο που λαβώθηκε βαριά. Ακούω τα σχόλιά σας.
ΥΓ Κανονικά σήμερα θα ξεκινούσε η δημοσίευση, σε συνέχειες, ενός βιβλίου του πατέρα μου. Αναβάλλεται για αύριο, προφανώς...
Νίκος Σαραντάκος
sarantakos.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου