Δεν είναι μία, δεν είναι δύο, δεν είναι τρεις. Είναι τόσες και άλλες τόσες! Και, φυσικά, τις ακύρωσα όλες. Μία μία. Με τη σειρά κι ανάκατα. Δεν άφησα καμία που...
να μην κάνω ακριβώς το αντίθετο από ό,τι έλεγε.
Δεν είμαι, βέβαια, πάντα έτσι. Είναι, όμως, κάποιες μέρες (Παρασκευές κατά βάση) που έρχομαι κι απογίνομαι. Δεν ξεκινάω έτσι -απογίνομαι στην πορεία. Και, φυσικά, πάντα πέφτω πάνω τους.
Πρωί Παρασκευής, με το άγχος στον θεό, ψάχνω να παρκάρω. Αυτή τη συνηθειούλα που έχουν οι Αθηναίοι να παρκάρουν αφήνοντας ένα μέτρο μπρος κι ένα πίσω, μη και χρειαστεί να στρίψουν πάνω από μία φορά το τιμόνι, λες κι οδηγούν νταλίκα, να μου την εξηγήσει κάποιος μπορεί; Ερμαιο των οδηγών δαύτων, δεν βρίσκω θέση ούτε για δείγμα. Και, ξαφνικά, να σου μία (σε γωνία βέβαια, αλλά στην αναβροχιά...). Μένω λοιπόν στην άκρη με αλάρμ, περιμένοντας. Και τότε, περνάει δίπλα μου.
Κυριούλα, εξηνταφεύγα, απλή, με μαλλί κομμωτηρίου κομοδινάτο με κάτι από καρότο, που αμέριμνη πάει τον δρόμο της, κοντοστέκεται και μου χτυπάει το τζάμι: «Εδώ που είσαστε είναι πάρκιγνκ, δεν το βλέπετε;». Αυτό ήταν! Από εκείνη τη στιγμή, άρχιζα να τις αφανίζω μία μία... Κατεβάζω παράθυρο. «Εσείς δεν με βλέπετε, μου φαίνεται! Τα αλάρμ δεν τα βλέπετε; Δεν θα μείνω εδώ. Ελεος πια, έτοιμη την έχετε την παρατήρηση πρωί πρωί. Νομίζετε ότι είμαστε όλοι συνταξιούχοι, που άλλη δουλειά δεν έχουμε από το να κάνουμε παρατηρήσεις και να βλέπουμε Μενεγάκη; Αφού σας νοιάζει τόσο ο περιβάλλων χώρος, μαζέψτε τα σκουπίδια που κλοτσάτε στο πεζοδρόμιο και αφήστε με στην ησυχία μου!».
Τα δύο γεγονότα που ακολούθησαν ήταν και τα δύο καταφανώς εναντίον μου. Η κυρία κούνησε, με το δίκιο της, το κεφάλι της υποτιμητικά και συνέχισε τον δρόμο της. Αυτό ήταν το πρώτο. Οσο για την αφεντιά μου, δεν ένιωσα ούτε στιγμή άσχημα για το γλωσσάρι που της έβγαλα, χωρίς κανένα λόγο. Αυτό ήταν το δεύτερο.
Με τα τούτα και τα κείνα, παρκάρω, βγαίνω και τότε τόνε βλέπω. Εναν κυριούλη ογδονταφεύγα, με το μπαστουνάκι και τα άσπρα του μαλλάκια να έρχεται προς το μέρος μου αργά αργά, καθώς ετοιμαζόταν να μπει στο σπίτι του, που είχε δυο-τρία σκαλάκια μπροστά. Θέλοντας να καθαρίσω λίγο το κάρμα μου, το οποίο είχα χιλιοβρομίσει μόλις δίχως ίχνος μετάνοιας, του λέω: «Χρειάζεστε βοήθεια;». Μια μου δίνει με το μπαστούνι στο αέρα κι αρχίζει ν' ανεβαίνει χωρίς να πει κουβέντα. Αλλη μια με το μπαστούνι και πετάει στον δρόμο κάτι διαφημιστικά που είχαν αφήσει στο πορτόνι του. Γυρίζει και μου ρίχνει ένα βλέμμα τόσο μοχθηρό, που ήμουν σίγουρη πως ήταν αυτός το μωρό της Ρόζμαρι, που πλέον μεγάλωσε.
Δεν είναι μία. Δεν είναι δύο. Δεκάδες είναι και τις ακύρωσα όλες. Φράσεις σπουδαίων ανδρών (πάντα ανδρών!) που μιλούν για την ευτυχία. «Ευτυχία δεν είναι να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά να μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις» - Ρουσό. Πάει αυτός -έκανα ακριβώς το αντίθετο. «Ευτυχία είναι όταν αυτά που σκέφτεσαι, αυτά που λες και αυτά που κάνεις βρίσκονται σε αρμονία» - Γκάντι. Πάει κι αυτός -τον έφυγα αδιάβαστο... «Η μεγαλύτερη ευτυχία είναι η πεποίθηση ότι μας αγαπούν» - Ουγκό. Ούτε καν... «Τα δύο θεμέλια της ευτυχίας: αγάπη και δουλειά» - Φρόιντ. Τι γίνεται όμως κυρ-Φρόιντ μου, όταν σου συμβαίνουν όλα τούτα ενώ είσαι στον δρόμο για τη δουλειά που αγαπάς;
Αν, όπως λένε οι ίδιοι σοφοί (πάντα) άνδρες, ευτυχία είναι η ψυχική ικανοποίηση του ανθρώπου, προερχόμενη από την εκπλήρωση των επιθυμιών και την επιτυχία των σκοπών του, τότε ευχαριστώ αλλά δεν θα πάρω. Γιατί στον δικό μας κόσμο το στρεβλό, αυτή την «εκπλήρωση των επιθυμιών» τους πληρώνουμε και για την «επιτυχία των σκοπών» τους δουλεύουμε. Κάποιοι, αυτή την «ευτυχία» τους την πληρώνουν και με τη ζωή τους... Νισάφι πια! Το αποφάσισα.
Παίρνω τη δυστυχία μου αγκαζέ κι αποχωρώ εν εξάλλω.
Nόρα Ράλλη
efsyn.gr
να μην κάνω ακριβώς το αντίθετο από ό,τι έλεγε.
Δεν είμαι, βέβαια, πάντα έτσι. Είναι, όμως, κάποιες μέρες (Παρασκευές κατά βάση) που έρχομαι κι απογίνομαι. Δεν ξεκινάω έτσι -απογίνομαι στην πορεία. Και, φυσικά, πάντα πέφτω πάνω τους.
Πρωί Παρασκευής, με το άγχος στον θεό, ψάχνω να παρκάρω. Αυτή τη συνηθειούλα που έχουν οι Αθηναίοι να παρκάρουν αφήνοντας ένα μέτρο μπρος κι ένα πίσω, μη και χρειαστεί να στρίψουν πάνω από μία φορά το τιμόνι, λες κι οδηγούν νταλίκα, να μου την εξηγήσει κάποιος μπορεί; Ερμαιο των οδηγών δαύτων, δεν βρίσκω θέση ούτε για δείγμα. Και, ξαφνικά, να σου μία (σε γωνία βέβαια, αλλά στην αναβροχιά...). Μένω λοιπόν στην άκρη με αλάρμ, περιμένοντας. Και τότε, περνάει δίπλα μου.
Κυριούλα, εξηνταφεύγα, απλή, με μαλλί κομμωτηρίου κομοδινάτο με κάτι από καρότο, που αμέριμνη πάει τον δρόμο της, κοντοστέκεται και μου χτυπάει το τζάμι: «Εδώ που είσαστε είναι πάρκιγνκ, δεν το βλέπετε;». Αυτό ήταν! Από εκείνη τη στιγμή, άρχιζα να τις αφανίζω μία μία... Κατεβάζω παράθυρο. «Εσείς δεν με βλέπετε, μου φαίνεται! Τα αλάρμ δεν τα βλέπετε; Δεν θα μείνω εδώ. Ελεος πια, έτοιμη την έχετε την παρατήρηση πρωί πρωί. Νομίζετε ότι είμαστε όλοι συνταξιούχοι, που άλλη δουλειά δεν έχουμε από το να κάνουμε παρατηρήσεις και να βλέπουμε Μενεγάκη; Αφού σας νοιάζει τόσο ο περιβάλλων χώρος, μαζέψτε τα σκουπίδια που κλοτσάτε στο πεζοδρόμιο και αφήστε με στην ησυχία μου!».
Τα δύο γεγονότα που ακολούθησαν ήταν και τα δύο καταφανώς εναντίον μου. Η κυρία κούνησε, με το δίκιο της, το κεφάλι της υποτιμητικά και συνέχισε τον δρόμο της. Αυτό ήταν το πρώτο. Οσο για την αφεντιά μου, δεν ένιωσα ούτε στιγμή άσχημα για το γλωσσάρι που της έβγαλα, χωρίς κανένα λόγο. Αυτό ήταν το δεύτερο.
Με τα τούτα και τα κείνα, παρκάρω, βγαίνω και τότε τόνε βλέπω. Εναν κυριούλη ογδονταφεύγα, με το μπαστουνάκι και τα άσπρα του μαλλάκια να έρχεται προς το μέρος μου αργά αργά, καθώς ετοιμαζόταν να μπει στο σπίτι του, που είχε δυο-τρία σκαλάκια μπροστά. Θέλοντας να καθαρίσω λίγο το κάρμα μου, το οποίο είχα χιλιοβρομίσει μόλις δίχως ίχνος μετάνοιας, του λέω: «Χρειάζεστε βοήθεια;». Μια μου δίνει με το μπαστούνι στο αέρα κι αρχίζει ν' ανεβαίνει χωρίς να πει κουβέντα. Αλλη μια με το μπαστούνι και πετάει στον δρόμο κάτι διαφημιστικά που είχαν αφήσει στο πορτόνι του. Γυρίζει και μου ρίχνει ένα βλέμμα τόσο μοχθηρό, που ήμουν σίγουρη πως ήταν αυτός το μωρό της Ρόζμαρι, που πλέον μεγάλωσε.
Δεν είναι μία. Δεν είναι δύο. Δεκάδες είναι και τις ακύρωσα όλες. Φράσεις σπουδαίων ανδρών (πάντα ανδρών!) που μιλούν για την ευτυχία. «Ευτυχία δεν είναι να κάνεις αυτό που θέλεις, αλλά να μην κάνεις αυτό που δεν θέλεις» - Ρουσό. Πάει αυτός -έκανα ακριβώς το αντίθετο. «Ευτυχία είναι όταν αυτά που σκέφτεσαι, αυτά που λες και αυτά που κάνεις βρίσκονται σε αρμονία» - Γκάντι. Πάει κι αυτός -τον έφυγα αδιάβαστο... «Η μεγαλύτερη ευτυχία είναι η πεποίθηση ότι μας αγαπούν» - Ουγκό. Ούτε καν... «Τα δύο θεμέλια της ευτυχίας: αγάπη και δουλειά» - Φρόιντ. Τι γίνεται όμως κυρ-Φρόιντ μου, όταν σου συμβαίνουν όλα τούτα ενώ είσαι στον δρόμο για τη δουλειά που αγαπάς;
Αν, όπως λένε οι ίδιοι σοφοί (πάντα) άνδρες, ευτυχία είναι η ψυχική ικανοποίηση του ανθρώπου, προερχόμενη από την εκπλήρωση των επιθυμιών και την επιτυχία των σκοπών του, τότε ευχαριστώ αλλά δεν θα πάρω. Γιατί στον δικό μας κόσμο το στρεβλό, αυτή την «εκπλήρωση των επιθυμιών» τους πληρώνουμε και για την «επιτυχία των σκοπών» τους δουλεύουμε. Κάποιοι, αυτή την «ευτυχία» τους την πληρώνουν και με τη ζωή τους... Νισάφι πια! Το αποφάσισα.
Παίρνω τη δυστυχία μου αγκαζέ κι αποχωρώ εν εξάλλω.
Nόρα Ράλλη
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου