... πριν από την πρώτη πολύ μεγάλη συνέντευξη...
Την αγωνία τού νεαρού δημοσιογράφου μπροστά στο παιδικό είδωλό του, από το οποίο «τόλμησε» να ζητήσει συνέντευξη –κι εκείνο αμέσως δέχτηκε να του την παραχωρήσει!– περιγράφει με ένα ωραίο κείμενο ο...
Στέλιος Γρηγοριάδης. Στα χρόνια της δημοσιογραφικής του νεότητας, όντας συντάκτης της (μεγάλης τότε) Θεσσαλονίκης τού Συγκροτήματος Βελλίδη (τηρουμένων των αναλογιών αποτελούσε από πλευράς κύρους και κυκλοφοριών, μαζί με την εφημερίδα Μακεδονία, τον ΔΟΛ της Βόρειας Ελλάδας) έβαλε υψηλό στόχο: να πάρει συνέντευξη από τον Γιώργο Κούδα. Δηλαδή, να μίλησε αυτός, ο δημοσιογραφικός νεοσσός, με ένα τεράστιο αστέρι των γηπέδων, από τα σπουδαιότερα ταλέντα στην ποδοσφαιρική μας ιστορία, που λίγα χρόνια πριν προκάλεσε τον Μεγάλο Πόλεμο, τον «Τριαντακονταετή» ποδοσφαιρικό, ανάμεσα σε Βορρά και Νότο, όταν άκουσε τις Σειρήνες τού Πειραιά και προσπάθησε να μεταγραφεί στον Ολυμπιακό.
Με τον Στέλιο Γρηγοριάδη μας δένουν κοινές μνήμες και κοινή πορεία, όταν εκείνος ήταν επικεφαλής του γραφείου Βόρειας Ελλάδας της Αθλητικής Ηχούς (ναι, τότε υπήρχαν και Αθλητική Ηχώ και Γραφεία στη Θεσσαλονίκη) κι εμείς, εδώ στην Αθήνα, σε θέση υψηλής ευθύνης της εφημερίδας. Το κείμενο του Στέλιου αναρτήθηκε στη σελίδα του, στο fb, και περισσότερο από αθλητικό έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Γιατί περιγράφει την αγωνία του δημοσιογράφου πριν από την πρώτη μεγάλη του συνέντευξη –ίσως και τη μεγαλύτερη της καριέρας του. Φυσικά, έχει ακόμα ενδιαφέρον γιατί αναδεικνύει κι αυτό τον συναισθηματικό, ευγενικό και αντι-βεντέτα χαρακτήρα του «Μεγαλέξανδρου» των γηπέδων. «Ο μεγάλος Γιώργος Κούδας ήταν βεντέτα μόνο στη φαντασία μας», γράφει ο Στέλιος στον τίτλο του κειμένου του που ακολουθεί.
Δ.Β.
«Εκείνος οδηγούσε, εγώ ρωτούσα...»
«Το παιδικό δωμάτιό μου ήταν γεμάτο με φωτογραφίες του και πρωτοσέλιδα εφημερίδων με το όνομά του. Ξεκρεμάστηκαν όταν τελείωσα το σχολείο και, υποτίθεται, μεγάλωσα. Δύο χρόνια μετά, ήρθα αντιμέτωπος με την πρόκληση, αλλά δεν βρήκα το θάρρος να τη νικήσω. Ηθελα να κάνω το ξεκίνημα της θητείας μου στη δημοσιογραφία με μια “δυνατή” συνέντευξη, έβαλα στόχο κατ’ ευθείαν το μεγαλύτερο όνομα της εποχής, αλλά ένιωθα ότι χρειαζόταν θράσος, που δεν είχα, για να σταθώ σαν δημοσιογράφος απέναντι στο ίνδαλμα που λεγόταν Γιώργος Κούδας…
» Εσπασα τη χολή μου με έναν άλλο άσο του μεγάλου ΠΑΟΚ της δεκαετίας του 1970, τον Παναγιώτη Κερμανίδη. Τον λάτρευα κι’ αυτόν, αλλά… δεν τον φοβόμουν, γιατί δεν είχε τη λάμψη του “Μεγαλέξανδρου”. Η ολοσέλιδη συνέντευξή του στη “Θεσσαλονίκη” άνοιξε για εμένα τις πύλες του παραδείσου στον χώρο. Και, χάρη στον Κερμανίδη, αισθανόμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω τον “Θεό”…
» Τον περίμενα έξω από το γήπεδο της Τούμπας, ένα απόγευμα, μετά την προπόνηση. Κοκκίνισα, πρασίνισα και τελικά τόλμησα: “Κύριε Κούδα, θα ήθελα μια συνέντευξη”. Βρέθηκα, στη θέση του συνοδηγού, στο αυτοκίνητό του. Εκείνος οδηγούσε, εγώ ρωτούσα, εκείνος απαντούσε, εγώ σημείωνα. Είχα ετοιμάσει, ο αθεόφοβος, καμιά 30αριά ερωτήσεις , αν και ήμουν σίγουρος ότι δεν θα προλάβω ούτε τις 10. Και 300, όμως, να ήταν, θα τις απαντούσε...
» Φτάσαμε στο ξενοδοχείο “Κουήν Ολγα”, στην περιοχή που έμενε τότε και θυμάμαι ότι κάναμε ασταμάτητα γύρους το τετράγωνο μέχρι να τελειώσει η συνέντευξη. Ο μεγάλος Γιώργος Κούδας είχε μαζί του έναν 20χρονο και τον ανεχόταν με ευγένεια και υπομονή για περισσότερο από μία ώρα. Κι όταν κάποια στιγμή, το μαρτύριό του έλαβε τέλος, με “ξεφόρτωσε” μπροστά στο “Αθήναιον”, στην Ανάληψη. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, του είπα: “Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Κούδα”. - “Εγώ σ’ ευχαριστώ, αγόρι μου”, μου απάντησε.
Σοκ. Είχε ανάγκη εμένα και τη συνέντευξη που του πήρα; Οχι, βέβαια. Με ευχαρίστησε, όμως, λες και του έκανα μεγάλη εξυπηρέτηση. Μεγάλος παίκτης, μεγάλος άνθρωπος. Τώρα ήξερα ότι ο παίκτης που λατρεύαμε μικροί και μεγάλοι ήταν ένας αληθινός κύριος. Και ήταν ο ίδιος κύριος που μου χάρισε μια ηθική ικανοποίηση που ισοδυναμούσε με θησαυρό. Διάβασε τη συνέντευξη (ολοσέλιδη κι αυτή στη “Θεσσαλονίκη”) κι όταν με είδε, την επόμενη μέρα, στην Τούμπα, βγαίνοντας από την καταπακτή των αποδυτηρίων για προπόνηση, μου έδωσε το χέρι και μου είπε: “Συγχαρητήρια!”
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσωπικά, μετά από τόσες συνεντεύξεις με τον Γιώργο Κούδα στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στις εφημερίδες και τα περιοδικά, πάνε αρκετά χρόνια που… δεν έχω τίποτε άλλο να τον ρωτήσω. Στην τελευταία έκδοση της εβδομαδιαίας εφημερίδας Documento, φιλοξενήθηκε μια αληθινά ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε στον Νίκο Παπαδογιάννη. Απ’ αυτή τη συνέντευξη αναβλύζει το μεγαλείο της ανθρωπιάς του. Κι αυτό το μεγαλείο μού έδωσε το έναυσμα να καταθέσω τη μικρή συνεισφορά μου για το ποιον ενός υπεράσου που υπήρξε βεντέτα μόνο στη φαντασία όσων δεν είχαν την τύχη να τον ζήσουν από κοντά…
** Στη φωτογραφία: Καλοκαίρι του 1980, στην Πορταριά, λίγο πριν αρχίσει η πρωινή προπόνηση από τον αείμνηστο Γκιούλα Λόραντ. Είναι η δεύτερη μεγάλη συνέντευξη που παίρνω από τον Γιώργο Κούδα, ξέροντας πια πόσο προσιτός και καταδεκτικός είναι.
harddog-sport.blogspot.com
Την αγωνία τού νεαρού δημοσιογράφου μπροστά στο παιδικό είδωλό του, από το οποίο «τόλμησε» να ζητήσει συνέντευξη –κι εκείνο αμέσως δέχτηκε να του την παραχωρήσει!– περιγράφει με ένα ωραίο κείμενο ο...
Στέλιος Γρηγοριάδης. Στα χρόνια της δημοσιογραφικής του νεότητας, όντας συντάκτης της (μεγάλης τότε) Θεσσαλονίκης τού Συγκροτήματος Βελλίδη (τηρουμένων των αναλογιών αποτελούσε από πλευράς κύρους και κυκλοφοριών, μαζί με την εφημερίδα Μακεδονία, τον ΔΟΛ της Βόρειας Ελλάδας) έβαλε υψηλό στόχο: να πάρει συνέντευξη από τον Γιώργο Κούδα. Δηλαδή, να μίλησε αυτός, ο δημοσιογραφικός νεοσσός, με ένα τεράστιο αστέρι των γηπέδων, από τα σπουδαιότερα ταλέντα στην ποδοσφαιρική μας ιστορία, που λίγα χρόνια πριν προκάλεσε τον Μεγάλο Πόλεμο, τον «Τριαντακονταετή» ποδοσφαιρικό, ανάμεσα σε Βορρά και Νότο, όταν άκουσε τις Σειρήνες τού Πειραιά και προσπάθησε να μεταγραφεί στον Ολυμπιακό.
Με τον Στέλιο Γρηγοριάδη μας δένουν κοινές μνήμες και κοινή πορεία, όταν εκείνος ήταν επικεφαλής του γραφείου Βόρειας Ελλάδας της Αθλητικής Ηχούς (ναι, τότε υπήρχαν και Αθλητική Ηχώ και Γραφεία στη Θεσσαλονίκη) κι εμείς, εδώ στην Αθήνα, σε θέση υψηλής ευθύνης της εφημερίδας. Το κείμενο του Στέλιου αναρτήθηκε στη σελίδα του, στο fb, και περισσότερο από αθλητικό έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Γιατί περιγράφει την αγωνία του δημοσιογράφου πριν από την πρώτη μεγάλη του συνέντευξη –ίσως και τη μεγαλύτερη της καριέρας του. Φυσικά, έχει ακόμα ενδιαφέρον γιατί αναδεικνύει κι αυτό τον συναισθηματικό, ευγενικό και αντι-βεντέτα χαρακτήρα του «Μεγαλέξανδρου» των γηπέδων. «Ο μεγάλος Γιώργος Κούδας ήταν βεντέτα μόνο στη φαντασία μας», γράφει ο Στέλιος στον τίτλο του κειμένου του που ακολουθεί.
Δ.Β.
«Εκείνος οδηγούσε, εγώ ρωτούσα...»
«Το παιδικό δωμάτιό μου ήταν γεμάτο με φωτογραφίες του και πρωτοσέλιδα εφημερίδων με το όνομά του. Ξεκρεμάστηκαν όταν τελείωσα το σχολείο και, υποτίθεται, μεγάλωσα. Δύο χρόνια μετά, ήρθα αντιμέτωπος με την πρόκληση, αλλά δεν βρήκα το θάρρος να τη νικήσω. Ηθελα να κάνω το ξεκίνημα της θητείας μου στη δημοσιογραφία με μια “δυνατή” συνέντευξη, έβαλα στόχο κατ’ ευθείαν το μεγαλύτερο όνομα της εποχής, αλλά ένιωθα ότι χρειαζόταν θράσος, που δεν είχα, για να σταθώ σαν δημοσιογράφος απέναντι στο ίνδαλμα που λεγόταν Γιώργος Κούδας…
» Εσπασα τη χολή μου με έναν άλλο άσο του μεγάλου ΠΑΟΚ της δεκαετίας του 1970, τον Παναγιώτη Κερμανίδη. Τον λάτρευα κι’ αυτόν, αλλά… δεν τον φοβόμουν, γιατί δεν είχε τη λάμψη του “Μεγαλέξανδρου”. Η ολοσέλιδη συνέντευξή του στη “Θεσσαλονίκη” άνοιξε για εμένα τις πύλες του παραδείσου στον χώρο. Και, χάρη στον Κερμανίδη, αισθανόμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω τον “Θεό”…
» Τον περίμενα έξω από το γήπεδο της Τούμπας, ένα απόγευμα, μετά την προπόνηση. Κοκκίνισα, πρασίνισα και τελικά τόλμησα: “Κύριε Κούδα, θα ήθελα μια συνέντευξη”. Βρέθηκα, στη θέση του συνοδηγού, στο αυτοκίνητό του. Εκείνος οδηγούσε, εγώ ρωτούσα, εκείνος απαντούσε, εγώ σημείωνα. Είχα ετοιμάσει, ο αθεόφοβος, καμιά 30αριά ερωτήσεις , αν και ήμουν σίγουρος ότι δεν θα προλάβω ούτε τις 10. Και 300, όμως, να ήταν, θα τις απαντούσε...
» Φτάσαμε στο ξενοδοχείο “Κουήν Ολγα”, στην περιοχή που έμενε τότε και θυμάμαι ότι κάναμε ασταμάτητα γύρους το τετράγωνο μέχρι να τελειώσει η συνέντευξη. Ο μεγάλος Γιώργος Κούδας είχε μαζί του έναν 20χρονο και τον ανεχόταν με ευγένεια και υπομονή για περισσότερο από μία ώρα. Κι όταν κάποια στιγμή, το μαρτύριό του έλαβε τέλος, με “ξεφόρτωσε” μπροστά στο “Αθήναιον”, στην Ανάληψη. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, του είπα: “Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Κούδα”. - “Εγώ σ’ ευχαριστώ, αγόρι μου”, μου απάντησε.
Σοκ. Είχε ανάγκη εμένα και τη συνέντευξη που του πήρα; Οχι, βέβαια. Με ευχαρίστησε, όμως, λες και του έκανα μεγάλη εξυπηρέτηση. Μεγάλος παίκτης, μεγάλος άνθρωπος. Τώρα ήξερα ότι ο παίκτης που λατρεύαμε μικροί και μεγάλοι ήταν ένας αληθινός κύριος. Και ήταν ο ίδιος κύριος που μου χάρισε μια ηθική ικανοποίηση που ισοδυναμούσε με θησαυρό. Διάβασε τη συνέντευξη (ολοσέλιδη κι αυτή στη “Θεσσαλονίκη”) κι όταν με είδε, την επόμενη μέρα, στην Τούμπα, βγαίνοντας από την καταπακτή των αποδυτηρίων για προπόνηση, μου έδωσε το χέρι και μου είπε: “Συγχαρητήρια!”
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσωπικά, μετά από τόσες συνεντεύξεις με τον Γιώργο Κούδα στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στις εφημερίδες και τα περιοδικά, πάνε αρκετά χρόνια που… δεν έχω τίποτε άλλο να τον ρωτήσω. Στην τελευταία έκδοση της εβδομαδιαίας εφημερίδας Documento, φιλοξενήθηκε μια αληθινά ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε στον Νίκο Παπαδογιάννη. Απ’ αυτή τη συνέντευξη αναβλύζει το μεγαλείο της ανθρωπιάς του. Κι αυτό το μεγαλείο μού έδωσε το έναυσμα να καταθέσω τη μικρή συνεισφορά μου για το ποιον ενός υπεράσου που υπήρξε βεντέτα μόνο στη φαντασία όσων δεν είχαν την τύχη να τον ζήσουν από κοντά…
** Στη φωτογραφία: Καλοκαίρι του 1980, στην Πορταριά, λίγο πριν αρχίσει η πρωινή προπόνηση από τον αείμνηστο Γκιούλα Λόραντ. Είναι η δεύτερη μεγάλη συνέντευξη που παίρνω από τον Γιώργο Κούδα, ξέροντας πια πόσο προσιτός και καταδεκτικός είναι.
harddog-sport.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου