Σταύρος Λυγερός
Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη μέχρι το 2022 να έχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και στη συνέχεια, μέχρι το 2060, 2,2%. Όταν κατά γενική ομολογία η...
οικονομία είναι στα γόνατα, λόγω και της έλλειψης ρευστότητας, μία τέτοιου επίπεδου αφαίμαξη δεν αφήνει περιθώρια για να ξανασταθεί στα πόδια της. Πολύ περισσότερο που η κυβέρνηση Τσίπρα παράγει τα τελευταία χρόνια υπερπλεονάσματα, πολύ μεγαλύτερα από τους μνημονιακούς στόχους. Πρώτον, για να πείσει τους δανειστές ότι δεν χρειαζόταν η μείωση των συντάξεων. Δεύτερον, για να κάνει κάποιες μικροπαροχές στους φτωχούς, τους οποίους θεωρεί εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΕ, το 22,2% των Ελλήνων επιβιώνει σε συνθήκες ένδειας. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων προς το δημόσιο αυξάνονται με ρυθμό που φθάνει μέχρι και το ένα δισ. ευρώ τον μήνα. Σ’ αυτό πρέπει να προσθέσουμε και τις αυξανόμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές και προς τα ασφαλιστικά ταμεία και προς τις τράπεζες. Τα κόκκινα δάνεια έχουν πλέον καταστεί καρκίνος για το τραπεζικό σύστημα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας μεγάλος αριθμός νοικοκυριών και επιχειρήσεων αδυνατεί να ανταποκριθεί στις κάθε είδους υποχρεώσεις τους. Οι κατασχέσεις καταθέσεων σε λογαριασμούς και η δρομολόγηση των πλειστηριασμών ακίνητης περιουσίας είναι ισχυρότατο μέσο πίεσης προς τους οφειλέτες. Το γεγονός ότι τελικώς πραγματοποιούνται και κατασχέσεις και πλειστηριασμοί είναι η ατράνταχτη απόδειξη ότι ολοένα και περισσότεροι πολίτες πέφτουν στον γκρεμό και δεν είναι κακοπληρωτές. Το γεγονός ότι υπάρχουν και τέτοιοι δεν σημαίνει πως θα μετατρέψουμε την εξαίρεση σε κανόνα.
Πολλά είναι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού. Εξαντλούν όλα τα περιθώρια για να ανταποκρίνονται με τα δόντια στις υποχρεώσεις τους, αλλά αρκετά δεν τα καταφέρνουν. Την ίδια ώρα, μεγάλες υγιείς επιχειρήσεις εγκαταλείπουν την Ελλάδα σε αναζήτηση φτηνότερης χρηματοδότησης, αλλά και για να αποφύγουν τις επιπτώσεις από την αβεβαιότητα, η οποία συνεχίζει να αιωρείται πάνω από την ελληνική οικονομία. Αβεβαιότητα, η οποία λειτουργεί ως πρόσθετο αντικίνητρο για νέες άμεσες ξένες παραγωγικές επενδύσεις, αλλά και για επιχειρηματικές πρωτοβουλίες από νέους επιστήμονες.
Φοροδιαφυγή και δημόσιες δαπάνες
Προφανώς, υπάρχουν στρώματα που έχουν φοροδιαφύγει και συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν. Και σ’ αυτό το επίπεδο πρέπει να ληφθούν συστηματικά και στοχευμένα μέτρα, τα οποία ούτε αυτή η κυβέρνηση έχει λάβει, παρά την αντίθετη ρητορική της. Είναι αληθές ότι έγινε προσπάθεια και ότι της έβαλαν εμπόδια, αλλά αυτό μόνο εν μέρει δικαιολογεί τα πενιχρά αποτελέσματα.
Αν και με τις δραστικές περικοπές των δημοσίων δαπανών μαζί με την υποβάθμιση των προσφερομένων υπηρεσιών έχει περιορισθεί και η σπατάλη, παραμένει ζητούμενο η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μία από μηδενική βάση επανεξέταση κάθε δημόσιας δαπάνης με σκοπό την αξιολόγηση της αποδοτικότητας και της σκοπιμότητάς της. Μία τέτοια διαδικασία όχι μόνο θα εξοικονομούσε πόρους, αλλά και θα διευκόλυνε την παραγωγική ανασυγκρότηση του κράτους.
Αυτός, όμως, είναι ο δύσκολος δρόμος, τον οποίο δεν ακολούθησε η κυβέρνηση Τσίπρα, όπως δεν τον είχαν ακολουθήσει και οι προηγούμενες. Αυτό που έκαναν και σε γενικές γραμμές συνέχισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι πρότινος ευθέως υπό την καθοδήγηση της Τρόικας και τώρα πλέον υπό την έμμεση καθοδήγηση των δανειστών, είναι κυρίως οριζόντιες περικοπές. Αυτού του είδους οι περικοπές έχουν καταστήσει άκρως προβληματική τη λειτουργία ζωτικών λειτουργιών του κράτους.
Η επιβολή των εξοντωτικών μέτρων λιτότητας όλα τα προηγούμενα χρόνια το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να σταθεροποιήσουν την ελληνική οικονομία σε πολύ χαμηλό επίπεδο, τόσο χαμηλό που δεν μπορεί να στηρίξει την στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων. Δεδομένου, μάλιστα, πως δεν πραγματοποιούνται σημαντικές επενδύσεις, το αποτέλεσμα είναι ένας χαμηλός ρυθμός μεγέθυνσης, παρότι έχει προηγηθεί μία πρωτοφανής συρρίκνωση του ΑΕΠ τουλάχιστον κατά 25%.
Κίνητρα για σοβαρές επενδύσεις
Μία τέτοια οικονομία μετατρέπεται σε οικονομία-ζόμπι, η οποία μπορεί να παράγει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μόνο αν αφυδατώνει την πραγματική οικονομία. Αυτό συμβαίνει μέχρι τώρα και θα συνεχίσει τα επόμενα. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της, όμως, είναι να τεθεί σε τροχιά ανάπτυξης. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι αφενός η διάλυση του κλίματος αβεβαιότητας που σκοτώνει την οικονομία, αφετέρου η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις.
Οι επενδυτές δεν ενδιαφέρονται μόνο για χαμηλό κόστος εργασίας και για περικοπή των εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτά, άλλωστε, έχουν σε μεγάλο βαθμό ήδη συντελεστεί. Στην περίπτωση της Ελλάδας ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για μία σειρά άλλους παράγοντες, όπως είναι ο καθαρός οικονομικός ορίζοντας, οι σταθεροί κανόνες, η συρρίκνωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και η μείωση της φορολογίας.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να υπογραμμισθεί πως οι κάθε είδους μικρομεσαίοι υφίστανται εξοντωτική φορολογία (συνυπολογίζοντας και τις ασφαλιστικές εισφορές). Το γεγονός αυτό εμποδίζει αποφασιστικά τη δρομολόγηση μίας ενδογενούς ανάπτυξης σ’ αυτό το επίπεδο της οικονομίας, που -ας σημειωθεί- δημιουργεί θέσεις εργασίας.
Όσον αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις, αναγκαία -όχι και ικανή συνθήκη- για να καθαρίσει ο οικονομικός ορίζοντας είναι η οριστική γενναία μείωση του χρέους. Τα σημαντικότερα διεθνή οικονομικά ινστιτούτα συγκλίνουν στη θέση ότι το κούρεμα (όχι απλώς η αναδιάρθρωση) του ελληνικού χρέους είναι επιβεβλημένο και ως εκ τούτου αναπόφευκτο.
Ο πέλεκυς του χρέους
Πριν αλλάξει ρόλο, ο Σόιμπλε δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει πως η αναδιάρθρωση δεν είναι του παρόντος. Μέχρι το τέλος, η Γερμανία παρέμεινε ουσιαστικά στην γραμμή πλεύσης. Προφανώς έκανε κάποια βήματα πίσω, αλλά, όπως φάνηκε και στη συμφωνία για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους, η Ελλάδα δεν πήρε αυτό που ζωτικά χρειάζεται η οικονομία της για να γυρίσει σελίδα.
Υπενθυμίζουμε μία παλιά ωμή δήλωση του επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας Βάιντμαν. Σε μία έξαρση οικονομικού εθνικισμού, είχε πει το 2016 πως αυτό που έχει σημασία είναι να επιτευχθεί βιώσιμο πλεόνασμα και όχι η αναδιάρθρωση του χρέους. Προφανώς, γι’ αυτόν σημασία έχει το πρωτογενές πλεόνασμα, επειδή του εξασφαλίζει αποπληρωμή του χρέους και όχι το να ορθοποδήσει η ελληνική οικονομία.
Το επιχείρημα του Σόιμπλε ήταν εξαρχής πως μέχρι το 2022 η Ελλάδα δεν έχει πρόβλημα. Άρα, το βάρος που σηκώνει δεν είναι μεγάλο. Από λογιστικής απόψεως έχει δίκιο. Το χρέος, ωστόσο, δεν είναι μόνο λογιστικό μέγεθος. Είναι και οικονομικό μέγεθος. Το μη βιώσιμο χρέος είναι παράγοντας οικονομικής αβεβαιότητας που απωθεί τις άμεσες ξένες παραγωγικές επενδύσεις, τις οποίες η Ελλάδα έχει ζωτική ανάγκη. Την προφανή αυτή αλήθεια έχει αναγνωρίσει δημοσίως και η Λαγκάρντ. Όσο το χρέος παραμένει στα ύψη, τόσο η ελληνική οικονομία θα παραμένει στα γόνατα. Αυτό ακριβώς είναι που ζούμε όλο αυτό το διάστημα, παρά τις προπαγανδιστικές κορώνες και τις προεκλογικές παροχές.
Πηγή: slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου