Σταύρος Λυγερός
Η υφυπουργοποίηση δύο πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ, η πρωτοβουλία «Γέφυρα» και η εκδήλωση που οργάνωσε η Λούκα Κατσέλη με τον επικεφαλής των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών είναι οι...
τρεις τελευταίες κινήσεις, με τις οποίες ο Τσίπρας ελπίζει να σηματοδοτήσει την προσέγγισή του με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και εγχωρίως τη μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά. Στο πλαίσιο αυτό εδώ και δύο χρόνια είχαν αναληφθεί κάποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες φιλελεύθερου κοινωνικού χαρακτήρα, οι οποίες δημιούργησαν τριβές με τους ΑΝΕΛ, αλλά εξασφάλισαν την κοινοβουλευτική στήριξη του ΚΙΝΑΛ και του Ποταμιού.
Στο Μαξίμου θεωρούσαν από τότε πως με τέτοιες νομοθετικές πρωτοβουλίες θα έριχναν γέφυρες προς πασοκικές και πασοκογενείς δυνάμεις. Για την ακρίβεια, θεωρούσαν ότι η πρακτική να ψηφίζουν από κοινού επίμαχα νομοσχέδια τέτοιου χαρακτήρα εκ των πραγμάτων θα έσπαγε τον πάγο και θα έφερνε κοντά την Αριστερά και την Κεντροαριστερά στη βάση της μεταμοντέρνας διαχωριστικής γραμμής πρόοδος-συντήρηση που έχει πεδίο αναφοράς τα δικαιώματα.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν αυτές και τέτοιου είδους κινήσεις είναι από μόνες τους ικανές να συγκρατήσουν κεντροαριστερής προέλευσης ψηφοφόρους, ή και να επαναπροσελκύσουν κάποιους από όσους έχουν ήδη πάρει αποστάσεις. Σε ένα βαθμό αυτό μπορεί να συμβεί. Δεν πρόκειται, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει πλήρως ο διάδοχος του μεγάλου ΠΑΣΟΚ. Το εξόφθαλμο κενό πολιτικής εκπροσώπησης του κεντροαριστερού χώρου θα καλυφθεί με ηγεμονικούς όρους μόνο όταν εκφρασθούν πολιτικά οι βασικές κοινωνικοοικονομικές ανάγκες, αλλά και οι πατριωτικές ευαισθησίες του κορμού της εκλογικής της βάσης, δηλαδή των μικρομεσαίων στρωμάτων. Αυτό είναι αδύνατον όσο η μεταμνημονιακή περίοδος κινείται στις ράγες του Μνημονίου, αλλά και όσο κυριαρχεί ιδεολογικά ο εθνομηδενισμός.
Αυτό δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αφορά και το ΚΙΝΑΛ. Ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί τη δεσπόζουσα θέση του στον αντιδεξιό χώρο, επειδή το διάδοχο σχήμα του ΠΑΣΟΚ παραμένει βουτηγμένο στις πολιτικές και όχι μόνο αμαρτίες, έχει διχαστεί και επέδειξε απροθυμία κι ανικανότητα να ανανεωθεί ριζικά σε επίπεδο προσώπων, ιδεών και πολιτικών. Έτσι απέτυχε πλήρως να επανοικοδομήσει τις άλλοτε προνομιακές σχέσεις του με τα κεντροαριστερού προσήμου μικρομεσαία στρώματα.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ δείχνουν να μην κατανοούν τις αναδυόμενες κοινωνικές και εθνικές ανάγκες και ως εκ τούτου να μην μπορούν, έστω και στοιχειωδώς, να ανταποκριθούν σ’ αυτές. Αυτό, όμως, καταλήγει υπέρ του Τσίπρα, επειδή οι δυσαρεστημένοι από τη σημερινή κυβέρνηση αντιδεξιοί ψηφοφόροι δεν επιστρέφουν στο μετονομασθέν ΠΑΣΟΚ. Λόγω αδράνειας και εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, ευνοείται το σημερινό κυβερνών κόμμα.
Με το ένα πόδι στην Κεντροαριστερά
Στην Ελλάδα το δραματικά ζητούμενο σήμερα είναι η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, με την έννοια της απαλλαγής από δεσμά που μας κληροδότησαν τα Μνημόνια, η εξάρθρωση του κλεπτοκρατικού συστήματος, ο ριζοσπαστικός εκσυγχρονισμός του κράτους και των θεσμών και η παραγωγική ανασυγκρότηση της πραγματικής οικονομίας. Πρόκειται για εθνικού χαρακτήρα προτάγματα, στα οποία, βεβαίως, πρέπει να προστεθεί μία έξυπνη εξωτερική πολιτική, ικανή να αποτρέπει εθνικούς κινδύνους και να αξιοποιεί γεωπολιτικές ευκαιρίες.
Ο ιδεολογικός-πολιτικός μεταπρατισμός του πολιτικού συστήματος και οι εξαρτήσεις των αρχουσών ελίτ, όμως, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η επικείμενη -σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις- εκλογική νίκη του Μητσοτάκη θα επιφέρει επιμέρους αλλαγές στην ασκούμενη σήμερα πολιτική, αλλά δεν αναμένεται να αλλάξει τις ορίζουσές της. Στο ίδιο κέντρο (ευρωιερατείο), άλλωστε, αναφέρεται η ηγετική ομάδα και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που ξεκίνησε την πορεία του στον χώρο της εξουσίας οπλισμένος με τα απλοϊκά και παρωχημένα ιδεολογήματα της παραδοσιακής Αριστεράς, κατέληξε να εφαρμόζει τις πιο ακραίες μνημονιακές πολιτικές λιτότητας. Η δικαιολογία του είναι η δικαιολογία και των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων: η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Παραλλήλως, ο Τσίπρας κινείται με τη λογική ότι το πολιτικό-εκλογικό του μέλλον είναι να κατακτήσει την Κεντροαριστερά. Πώς; Το επιχειρεί με όρους πολιτικής αριθμητικής και όχι άλγεβρας. Κάνει ανοίγματα προς τους πρόθυμους από το ΠΑΣΟΚ, αφού, παραλλήλως με τον Μητσοτάκη διέλυσαν τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου (Ποτάμι, ΑΝΕΛ και εν μέρει Ένωση Κεντρώων). Αν και το επιτελείο του κυβερνώντος κόμματος συμφωνεί στην εκλογική άλωση της Κεντροαριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνο με το ένα πόδι σ’ αυτή τη διαδικασία πολιτικής μετάλλαξης. Με το άλλο παραμένει το μικρό κόμμα διαμαρτυρίας που θέλει να αυτοαποκαλείται «ριζοσπαστική Αριστερά».
Πατώντας σε δύο βάρκες
Το ΚΙΝΑΛ είναι διχασμένο. Θυμίζει Ιανό. Η μία πτέρυγά του είναι στραμμένη προς τη ΝΔ. Είναι σκληρά αντι-ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θεωρεί θεμιτή τη σύμπραξη με το κόμμα του Μητσοτάκη για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Η άλλη πτέρυγα του ΚΙΝΑΛ είναι στη γραμμή «ποτέ πια με τη Δεξιά» και προκρίνει διάλογο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και βεβαίως στη μέση η Γεννηματά προσπαθεί να διατηρήσει την πολιτική αυτονομία του κόμματός της. Στην πραγματικότητα, όμως, πατάει σε δύο βάρκες, γεγονός που καθιστά τη θέση ασταθή.
Εάν στις εκλογές η ΝΔ δεν αποσπάσει αυτοδυναμία η αντι-ΣΥΡΙΖΑ πτέρυγα του ΚΙΝΑΛ θα πιέσει προς για συνεργασία με τη ΝΔ ή τουλάχιστον για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης σε κυβέρνηση Μητσοτάκη. Εάν δεν περάσει η γραμμή της πιθανότατα θα αποσχισθεί από το ΚΙΝΑΛ. Μία τέτοια εξέλιξη εκ των πραγμάτων θα εξωθήσει την άλλη (αντιδεξιά) πτέρυγα σε κάποιου είδους συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια θα καθαρίσει πλήρως ο ενδιάμεσος χώρος προς όφελος ενός ανανεωμένου σκληρού δικομματισμού.
Ο Τσίπρας είναι μονά-ζυγά κερδισμένος. Και εάν διασπαστεί το ΚΙΝΑΛ και στην απίθανη περίπτωση που ολόκληρο προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα της συγκρότηση αντιδεξιού μετώπου (η ρητορική για σύμπραξη των προοδευτικών δυνάμεων), αλλά και στο όχι πολύ πιθανό σενάριο που ολόκληρο το ΚΙΝΑΛ συμπράξει με τη ΝΔ. Στην πρώτη περίπτωση, επειδή ο δικομματισμός ευνοεί και τα δύο μεγάλα κόμματα. Στη δεύτερη, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ο μεγάλος και κυρίαρχος εταίρος, θα ενισχύσει τη θέση του έναντι της ΝΔ και ταυτοχρόνως θα δορυφοροποιήσει το ΚΙΝΑΛ. Στην τρίτη περίπτωση, επειδή θα μονοπωλήσει τον χώρο της αντιπολίτευσης και θα εδραιωθεί ως πολιτικός εκφραστής του κεντροαριστερού χώρου...
slpress.gr
Η υφυπουργοποίηση δύο πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ, η πρωτοβουλία «Γέφυρα» και η εκδήλωση που οργάνωσε η Λούκα Κατσέλη με τον επικεφαλής των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών είναι οι...
τρεις τελευταίες κινήσεις, με τις οποίες ο Τσίπρας ελπίζει να σηματοδοτήσει την προσέγγισή του με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και εγχωρίως τη μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά. Στο πλαίσιο αυτό εδώ και δύο χρόνια είχαν αναληφθεί κάποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες φιλελεύθερου κοινωνικού χαρακτήρα, οι οποίες δημιούργησαν τριβές με τους ΑΝΕΛ, αλλά εξασφάλισαν την κοινοβουλευτική στήριξη του ΚΙΝΑΛ και του Ποταμιού.
Στο Μαξίμου θεωρούσαν από τότε πως με τέτοιες νομοθετικές πρωτοβουλίες θα έριχναν γέφυρες προς πασοκικές και πασοκογενείς δυνάμεις. Για την ακρίβεια, θεωρούσαν ότι η πρακτική να ψηφίζουν από κοινού επίμαχα νομοσχέδια τέτοιου χαρακτήρα εκ των πραγμάτων θα έσπαγε τον πάγο και θα έφερνε κοντά την Αριστερά και την Κεντροαριστερά στη βάση της μεταμοντέρνας διαχωριστικής γραμμής πρόοδος-συντήρηση που έχει πεδίο αναφοράς τα δικαιώματα.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν αυτές και τέτοιου είδους κινήσεις είναι από μόνες τους ικανές να συγκρατήσουν κεντροαριστερής προέλευσης ψηφοφόρους, ή και να επαναπροσελκύσουν κάποιους από όσους έχουν ήδη πάρει αποστάσεις. Σε ένα βαθμό αυτό μπορεί να συμβεί. Δεν πρόκειται, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει πλήρως ο διάδοχος του μεγάλου ΠΑΣΟΚ. Το εξόφθαλμο κενό πολιτικής εκπροσώπησης του κεντροαριστερού χώρου θα καλυφθεί με ηγεμονικούς όρους μόνο όταν εκφρασθούν πολιτικά οι βασικές κοινωνικοοικονομικές ανάγκες, αλλά και οι πατριωτικές ευαισθησίες του κορμού της εκλογικής της βάσης, δηλαδή των μικρομεσαίων στρωμάτων. Αυτό είναι αδύνατον όσο η μεταμνημονιακή περίοδος κινείται στις ράγες του Μνημονίου, αλλά και όσο κυριαρχεί ιδεολογικά ο εθνομηδενισμός.
Αυτό δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αφορά και το ΚΙΝΑΛ. Ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί τη δεσπόζουσα θέση του στον αντιδεξιό χώρο, επειδή το διάδοχο σχήμα του ΠΑΣΟΚ παραμένει βουτηγμένο στις πολιτικές και όχι μόνο αμαρτίες, έχει διχαστεί και επέδειξε απροθυμία κι ανικανότητα να ανανεωθεί ριζικά σε επίπεδο προσώπων, ιδεών και πολιτικών. Έτσι απέτυχε πλήρως να επανοικοδομήσει τις άλλοτε προνομιακές σχέσεις του με τα κεντροαριστερού προσήμου μικρομεσαία στρώματα.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ δείχνουν να μην κατανοούν τις αναδυόμενες κοινωνικές και εθνικές ανάγκες και ως εκ τούτου να μην μπορούν, έστω και στοιχειωδώς, να ανταποκριθούν σ’ αυτές. Αυτό, όμως, καταλήγει υπέρ του Τσίπρα, επειδή οι δυσαρεστημένοι από τη σημερινή κυβέρνηση αντιδεξιοί ψηφοφόροι δεν επιστρέφουν στο μετονομασθέν ΠΑΣΟΚ. Λόγω αδράνειας και εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, ευνοείται το σημερινό κυβερνών κόμμα.
Με το ένα πόδι στην Κεντροαριστερά
Στην Ελλάδα το δραματικά ζητούμενο σήμερα είναι η ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας, με την έννοια της απαλλαγής από δεσμά που μας κληροδότησαν τα Μνημόνια, η εξάρθρωση του κλεπτοκρατικού συστήματος, ο ριζοσπαστικός εκσυγχρονισμός του κράτους και των θεσμών και η παραγωγική ανασυγκρότηση της πραγματικής οικονομίας. Πρόκειται για εθνικού χαρακτήρα προτάγματα, στα οποία, βεβαίως, πρέπει να προστεθεί μία έξυπνη εξωτερική πολιτική, ικανή να αποτρέπει εθνικούς κινδύνους και να αξιοποιεί γεωπολιτικές ευκαιρίες.
Ο ιδεολογικός-πολιτικός μεταπρατισμός του πολιτικού συστήματος και οι εξαρτήσεις των αρχουσών ελίτ, όμως, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Η επικείμενη -σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις- εκλογική νίκη του Μητσοτάκη θα επιφέρει επιμέρους αλλαγές στην ασκούμενη σήμερα πολιτική, αλλά δεν αναμένεται να αλλάξει τις ορίζουσές της. Στο ίδιο κέντρο (ευρωιερατείο), άλλωστε, αναφέρεται η ηγετική ομάδα και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που ξεκίνησε την πορεία του στον χώρο της εξουσίας οπλισμένος με τα απλοϊκά και παρωχημένα ιδεολογήματα της παραδοσιακής Αριστεράς, κατέληξε να εφαρμόζει τις πιο ακραίες μνημονιακές πολιτικές λιτότητας. Η δικαιολογία του είναι η δικαιολογία και των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων: η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Παραλλήλως, ο Τσίπρας κινείται με τη λογική ότι το πολιτικό-εκλογικό του μέλλον είναι να κατακτήσει την Κεντροαριστερά. Πώς; Το επιχειρεί με όρους πολιτικής αριθμητικής και όχι άλγεβρας. Κάνει ανοίγματα προς τους πρόθυμους από το ΠΑΣΟΚ, αφού, παραλλήλως με τον Μητσοτάκη διέλυσαν τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου (Ποτάμι, ΑΝΕΛ και εν μέρει Ένωση Κεντρώων). Αν και το επιτελείο του κυβερνώντος κόμματος συμφωνεί στην εκλογική άλωση της Κεντροαριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνο με το ένα πόδι σ’ αυτή τη διαδικασία πολιτικής μετάλλαξης. Με το άλλο παραμένει το μικρό κόμμα διαμαρτυρίας που θέλει να αυτοαποκαλείται «ριζοσπαστική Αριστερά».
Πατώντας σε δύο βάρκες
Το ΚΙΝΑΛ είναι διχασμένο. Θυμίζει Ιανό. Η μία πτέρυγά του είναι στραμμένη προς τη ΝΔ. Είναι σκληρά αντι-ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θεωρεί θεμιτή τη σύμπραξη με το κόμμα του Μητσοτάκη για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Η άλλη πτέρυγα του ΚΙΝΑΛ είναι στη γραμμή «ποτέ πια με τη Δεξιά» και προκρίνει διάλογο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και βεβαίως στη μέση η Γεννηματά προσπαθεί να διατηρήσει την πολιτική αυτονομία του κόμματός της. Στην πραγματικότητα, όμως, πατάει σε δύο βάρκες, γεγονός που καθιστά τη θέση ασταθή.
Εάν στις εκλογές η ΝΔ δεν αποσπάσει αυτοδυναμία η αντι-ΣΥΡΙΖΑ πτέρυγα του ΚΙΝΑΛ θα πιέσει προς για συνεργασία με τη ΝΔ ή τουλάχιστον για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης σε κυβέρνηση Μητσοτάκη. Εάν δεν περάσει η γραμμή της πιθανότατα θα αποσχισθεί από το ΚΙΝΑΛ. Μία τέτοια εξέλιξη εκ των πραγμάτων θα εξωθήσει την άλλη (αντιδεξιά) πτέρυγα σε κάποιου είδους συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια θα καθαρίσει πλήρως ο ενδιάμεσος χώρος προς όφελος ενός ανανεωμένου σκληρού δικομματισμού.
Ο Τσίπρας είναι μονά-ζυγά κερδισμένος. Και εάν διασπαστεί το ΚΙΝΑΛ και στην απίθανη περίπτωση που ολόκληρο προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα της συγκρότηση αντιδεξιού μετώπου (η ρητορική για σύμπραξη των προοδευτικών δυνάμεων), αλλά και στο όχι πολύ πιθανό σενάριο που ολόκληρο το ΚΙΝΑΛ συμπράξει με τη ΝΔ. Στην πρώτη περίπτωση, επειδή ο δικομματισμός ευνοεί και τα δύο μεγάλα κόμματα. Στη δεύτερη, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ο μεγάλος και κυρίαρχος εταίρος, θα ενισχύσει τη θέση του έναντι της ΝΔ και ταυτοχρόνως θα δορυφοροποιήσει το ΚΙΝΑΛ. Στην τρίτη περίπτωση, επειδή θα μονοπωλήσει τον χώρο της αντιπολίτευσης και θα εδραιωθεί ως πολιτικός εκφραστής του κεντροαριστερού χώρου...
slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου