«Από γενεές 14» πέρασε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το σχέδιο νόμου της ελληνικής κυβέρνησης για τις μικροπιστώσεις, εκφράζοντας σε σχετική της γνωμοδότηση διαφωνίες για μια...
σειρά από προβλέψεις του νομοσχεδίου του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης. Από την γνωμοδότηση της ΕΚΤ είναι εμφανές πως διαφωνεί στο να συμπεριληφθούν οι ελληνικές τράπεζες στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου, αλλά και στο να ανατεθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος η εποπτεία των φορέων χορήγησης μικροχρηματοδοτήσεων.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ το σχέδιο νόμου επιλέγει να συμπεριλάβει τα πιστωτικά ιδρύματα στο πεδίο εφαρμογής του κατά τρόπο που «ίσως οδηγήσει σε ανεπιθύμητες αμφισημίες ως προς τους θεμελιώδεις στόχους πολιτικής στους οποίους εδράζεται». Όπως ξεκαθαρίζει η ΕΚΤ, αν ο πρωταρχικός στόχος του σχεδίου νόμου είναι να προαγάγει την ανάπτυξη του ελληνικού τομέα μικροπιστώσεων είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πώς η αδειοδότηση και, κατά μείζονα λόγο, η προληπτική εποπτεία των φορέων χορήγησης μικροχρηματοδοτήσεων θα μπορούν να διενεργούνται με βάση κανόνες που δύνανται να ομοιάζουν με εκείνους που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα.
Κατά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οι θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και παρόχων μικροπιστώσεων, όπως ορίζονται στο σχέδιο νόμου, από την άποψη του οικονομικού ρόλου που επιτελούν, των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται και των πηγών χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων τους εν γένει συνηγορούν υπέρ μιας διαφορετικής ρυθμιστικής και, ιδίως, εποπτικής αντιμετώπισης που θα λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
«Για τους λόγους αυτούς, στο πλαίσιο του σχεδίου νόμου, η ΕΚΤ θα συνιστούσε επιτακτικά την εξαίρεση των πιστωτικών ιδρυμάτων από το πεδίο εφαρμογής του, προκειμένου να αποσοβηθεί οποιαδήποτε σύγχυση ως προς τους στόχους πολιτικής του, αλλά και η νομική αβεβαιότητα ως προς τη δέσμη κανόνων στην οποία θα υπόκειντο οι θεμελιωδώς διαφορετικές δραστηριότητες των οικείων οντοτήτων στην Ελλάδα βάσει του σχεδίου νόμου», αναφέρει η ΕΚΤ στη γνωμοδότησή της.
Ακόμη, η ΕΚΤ επισημαίνει την ανησυχία της ότι αν τα πιστωτικά ιδρύματα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου αυτό θα μπορούσε να καταστεί σοβαρό πρόσκομμα στη δανειοδοτική δραστηριότητα και την κεφαλαιακή τους επάρκεια, αφού θα μπορούσε να τα θέσει υπό συνθήκες πίεσης με σκοπό τη χορήγηση μικροχρηματοδοτήσεων «υπό όρους υπαγορευόμενους από τον υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης ή άλλον αρμόδιο υπουργό», κατά παρέκκλιση από τους όρους υπό τους οποίους τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα διενεργούν συνήθως τις δανειοδοτικές τους εργασίες.
Αλλά η κριτική της ΕΚΤ εστιάσθηκε και σε ορισμούς του νομοσχεδίου. Κατά το νομοσχέδιο ως «μικροχρηματοδότηση» ορίζονται οι πιστώσεις χρηματικών ποσών ανώτατου ύψους 25.000 ευρώ, οι οποίες δεν συνιστούν τραπεζικό δανεισμό. Ωστόσο, ως «επιχειρηματικές μικροχρηματοδοτήσεις» ορίζονται όλες οι μορφές πιστώσεων χρηματικών ποσών ανώτατου ύψους 25.000 ευρώ που χορηγούνται είτε για την κάλυψη επενδυτικών αναγκών είτε ως κεφάλαιο κίνηση.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ από τον ορισμό αυτό συνάγεται ότι κάθε χορήγηση δανείου από πιστωτικό ίδρυμα εντός των ορίων και υπό τους όρους του σχεδίου νόμου θα θεωρείται μορφή επιχειρηματικής μικροχρηματοδότησης και, επομένως, θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του.
«Ο ορισμός των επιχειρηματικών μικροχρηματοδοτήσεων περιλαμβάνει έναν μη εξαντλητικό κατάλογο δραστηριοτήτων που χαρακτηρίζονται ως τέτοιες, γεγονός το οποίο δημιουργεί νομική αβεβαιότητα ως προς το αν η χορήγηση δανείου από πιστωτικό ίδρυμα πρόκειται να θεωρείται επιχειρηματική μικροχρηματοδότηση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου», αναφέρει σχετικά η ΕΚΤ.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρατηρεί πως αν και το σχέδιο νόμου παρέχει στην Τράπεζα της Ελλάδος ευρείες εξουσίες σε σχέση με τα ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων, ωστόσο το σχέδιο νόμου σιωπά ως προς τις λεπτομέρειες του εποπτικού πλαισίου εντός του οποίου αναμένεται να ασκούν τις δραστηριότητές τους τα ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων, καθώς αναφέρεται απλώς σε ελέγχους «αναλογικούς, επαρκείς και προσαρμοσμένους στους κινδύνους», τους οποίους αναμένεται να ασκεί μελλοντικά η ΤτΕ ως αρμόδια αρχή.
Κατά την ΕΚΤ η απουσία ρητής σχετικής διάταξης στο σχέδιο νόμου «δεν καθιστά σαφές» αν η ΤτΕ θα νομιμοποιείται να ασκεί τις εξουσίες που της ανατίθενται αναφορικά με τη δραστηριότητα των επιχειρηματικών μικροχρηματοδοτήσεων στις περιπτώσεις που η συγκεκριμένη δραστηριότητα ασκείται από πιστωτικά ιδρύματα.
«Είναι εξόχως σημαντικό η ανάθεση καθηκόντων στην ΤτΕ και στο υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης σε σχέση με τα ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων ή και τη δραστηριότητα των επιχειρηματικών μικροχρηματοδοτήσεων να μην θίγει τα καθήκοντα που ασκούν η ΕΚΤ και η ΤτΕ για σκοπούς προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων», αναφέρει η γνωμοδότηση σε αυστηρό τόνο...
σειρά από προβλέψεις του νομοσχεδίου του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης. Από την γνωμοδότηση της ΕΚΤ είναι εμφανές πως διαφωνεί στο να συμπεριληφθούν οι ελληνικές τράπεζες στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου, αλλά και στο να ανατεθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος η εποπτεία των φορέων χορήγησης μικροχρηματοδοτήσεων.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ το σχέδιο νόμου επιλέγει να συμπεριλάβει τα πιστωτικά ιδρύματα στο πεδίο εφαρμογής του κατά τρόπο που «ίσως οδηγήσει σε ανεπιθύμητες αμφισημίες ως προς τους θεμελιώδεις στόχους πολιτικής στους οποίους εδράζεται». Όπως ξεκαθαρίζει η ΕΚΤ, αν ο πρωταρχικός στόχος του σχεδίου νόμου είναι να προαγάγει την ανάπτυξη του ελληνικού τομέα μικροπιστώσεων είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πώς η αδειοδότηση και, κατά μείζονα λόγο, η προληπτική εποπτεία των φορέων χορήγησης μικροχρηματοδοτήσεων θα μπορούν να διενεργούνται με βάση κανόνες που δύνανται να ομοιάζουν με εκείνους που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα.
Κατά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οι θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και παρόχων μικροπιστώσεων, όπως ορίζονται στο σχέδιο νόμου, από την άποψη του οικονομικού ρόλου που επιτελούν, των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται και των πηγών χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων τους εν γένει συνηγορούν υπέρ μιας διαφορετικής ρυθμιστικής και, ιδίως, εποπτικής αντιμετώπισης που θα λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
«Για τους λόγους αυτούς, στο πλαίσιο του σχεδίου νόμου, η ΕΚΤ θα συνιστούσε επιτακτικά την εξαίρεση των πιστωτικών ιδρυμάτων από το πεδίο εφαρμογής του, προκειμένου να αποσοβηθεί οποιαδήποτε σύγχυση ως προς τους στόχους πολιτικής του, αλλά και η νομική αβεβαιότητα ως προς τη δέσμη κανόνων στην οποία θα υπόκειντο οι θεμελιωδώς διαφορετικές δραστηριότητες των οικείων οντοτήτων στην Ελλάδα βάσει του σχεδίου νόμου», αναφέρει η ΕΚΤ στη γνωμοδότησή της.
Ακόμη, η ΕΚΤ επισημαίνει την ανησυχία της ότι αν τα πιστωτικά ιδρύματα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου αυτό θα μπορούσε να καταστεί σοβαρό πρόσκομμα στη δανειοδοτική δραστηριότητα και την κεφαλαιακή τους επάρκεια, αφού θα μπορούσε να τα θέσει υπό συνθήκες πίεσης με σκοπό τη χορήγηση μικροχρηματοδοτήσεων «υπό όρους υπαγορευόμενους από τον υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης ή άλλον αρμόδιο υπουργό», κατά παρέκκλιση από τους όρους υπό τους οποίους τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα διενεργούν συνήθως τις δανειοδοτικές τους εργασίες.
Αλλά η κριτική της ΕΚΤ εστιάσθηκε και σε ορισμούς του νομοσχεδίου. Κατά το νομοσχέδιο ως «μικροχρηματοδότηση» ορίζονται οι πιστώσεις χρηματικών ποσών ανώτατου ύψους 25.000 ευρώ, οι οποίες δεν συνιστούν τραπεζικό δανεισμό. Ωστόσο, ως «επιχειρηματικές μικροχρηματοδοτήσεις» ορίζονται όλες οι μορφές πιστώσεων χρηματικών ποσών ανώτατου ύψους 25.000 ευρώ που χορηγούνται είτε για την κάλυψη επενδυτικών αναγκών είτε ως κεφάλαιο κίνηση.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ από τον ορισμό αυτό συνάγεται ότι κάθε χορήγηση δανείου από πιστωτικό ίδρυμα εντός των ορίων και υπό τους όρους του σχεδίου νόμου θα θεωρείται μορφή επιχειρηματικής μικροχρηματοδότησης και, επομένως, θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του.
«Ο ορισμός των επιχειρηματικών μικροχρηματοδοτήσεων περιλαμβάνει έναν μη εξαντλητικό κατάλογο δραστηριοτήτων που χαρακτηρίζονται ως τέτοιες, γεγονός το οποίο δημιουργεί νομική αβεβαιότητα ως προς το αν η χορήγηση δανείου από πιστωτικό ίδρυμα πρόκειται να θεωρείται επιχειρηματική μικροχρηματοδότηση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου», αναφέρει σχετικά η ΕΚΤ.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρατηρεί πως αν και το σχέδιο νόμου παρέχει στην Τράπεζα της Ελλάδος ευρείες εξουσίες σε σχέση με τα ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων, ωστόσο το σχέδιο νόμου σιωπά ως προς τις λεπτομέρειες του εποπτικού πλαισίου εντός του οποίου αναμένεται να ασκούν τις δραστηριότητές τους τα ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων, καθώς αναφέρεται απλώς σε ελέγχους «αναλογικούς, επαρκείς και προσαρμοσμένους στους κινδύνους», τους οποίους αναμένεται να ασκεί μελλοντικά η ΤτΕ ως αρμόδια αρχή.
Κατά την ΕΚΤ η απουσία ρητής σχετικής διάταξης στο σχέδιο νόμου «δεν καθιστά σαφές» αν η ΤτΕ θα νομιμοποιείται να ασκεί τις εξουσίες που της ανατίθενται αναφορικά με τη δραστηριότητα των επιχειρηματικών μικροχρηματοδοτήσεων στις περιπτώσεις που η συγκεκριμένη δραστηριότητα ασκείται από πιστωτικά ιδρύματα.
«Είναι εξόχως σημαντικό η ανάθεση καθηκόντων στην ΤτΕ και στο υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης σε σχέση με τα ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων ή και τη δραστηριότητα των επιχειρηματικών μικροχρηματοδοτήσεων να μην θίγει τα καθήκοντα που ασκούν η ΕΚΤ και η ΤτΕ για σκοπούς προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων», αναφέρει η γνωμοδότηση σε αυστηρό τόνο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου