Το αφορολόγητο κινδυνεύει με μείωση μόνο από τον κ. Μητσοτάκη επανέλαβε, από το Ηράκλειο ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που...
παραχώρησε στην αίθουσα του Περιφερειακού Συμβουλίου.
Όσον αφορά τις συντάξεις, εξήγησε ότι εφόσον η κυβέρνηση ανανεώσει τη θητεία της, οι εργαζόμενοι δεν θα πρέπει να ανησυχούν: «Εμείς, πριν από ενάμιση χρόνο, εξηγούσαμε ότι το μέτρο της περικοπής των συντάξεων δεν είναι αναγκαίο για να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος. Με την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2019 δείξαμε ότι όχι μόνο δεν εφαρμόστηκε το μέτρο των συντάξεων για να πιάσουμε τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος αλλά είχαμε τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε και ένα δισ. από τον δημοσιονομικό χώρο για να προχωρήσουμε σε μέτρα ελάφρυνσης, όπως την επιδότηση ενοικίου και μείωση ασφαλιστικών εισφορών. Ό,τι ίσχυε για τις συντάξεις ισχύει και για το αφορολόγητο. Το αφορολόγητο συμφωνήθηκε το καλοκαίρι του 2017 που το ΔΝΤ αμφισβητούσε τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να επιτυγχάνει τα πλεονάσματα που είχε συμφωνήσει. Ένα πρόσθετο μέτρο ήταν οι συντάξεις και ένα δεύτερο το αφορολόγητο. Βλέπουμε, όμως, ότι τίποτα από αυτά δεν χρειάζεται για να επιτυγχάνουμε τους στόχους. Άρα, θα αποδείξουμε ότι δεν υφίσταται κανένας λόγος για την εφαρμογή του μέτρου στους θεσμούς, όπως κάνουν και όλες οι χώρες της Ευρωζώνης. Μία πιθανότητα υπάρχει να μειωθεί το αφορολόγητο. Μόνον, ο μη γένοιτο, ο κ. Μητσοτάκης κερδίσει τις εκλογές, καθώς, όπως ξέρετε, ο ίδιος το έχει συμπεριλάβει στο πολιτικό του πρόγραμμα. Εφόσον καταφέρει η κυβέρνηση να ανανεώσει τη θητεία της, οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανέναν λόγο να ανησυχούν».
Ο κ. Τζανακόπουλος αναφέρθηκε και σε μία τάση που εμφανίζεται στην Ευρώπη και σχετίζεται με τη Σοσιαλδημοκρατία, η οποία στέκεται κριτικά απέναντι σε πολιτικές που ακολουθήθηκαν τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, εξηγώντας γιατί ένα δυνατό προοδευτικό μέτωπο πρέπει να αντιταχθεί στις ακροδεξιές φωνές και περιγράφοντας έναν διάλογο που έχει ανοίξει με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών και άλλες εμβληματικές, όπως τις χαρακτήρισε, ενέργειες της κυβέρνησης.
«Νομίζω ότι δύο τρεις εμβληματικές ενέργειες της κυβέρνησης επιβεβαιώνουν αυτήν την νέα περίοδο. Η αύξηση του κατώτατου μισθού, που από σήμερα αποτελεί μια νέα πραγματικότητα για τον κόσμο της εργασίας που θα δει τον μισθό του να αυξάνεται μετά από μια δεκαετία, όπως επίσης ο πρώτος επεκτατικός δημοσιονομικός προϋπολογισμός που κατατέθηκε πριν από καποιους μήνες, ο οποίος αυξάνει δαπάνες και μειώνει φόρους, μετά από δέκα χρόνια σκληρής λιτότητας. Η Συνθήκη των Πρεσπών ήταν για εμάς ένα εξαιρετικά σημαντικό πολιτικό επίτευγμα, που λειτουργεί σαν καταλύτης αναδιαμόρφωσης πολιτικών συσχετισμών των πολιτικών συμμαχιών και των κοινωνικοπολιτικών συγκλίσεων στο σύνολο του σκηνικού. Η Συμφωνία των Πρεσπών έδωσε την αφορμή για μία σειρά από πρωτοβουλίες διαλόγου μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων της χώρας, που σε ένα ευρύτερο προοδευτικό μέτωπο, το οποίο θα πρέπει να έχει και έναν σαφή πολιτικό προσανατολισμό, να μπορέσει να εκφράσει και τις προσδοκίες και τη λαϊκή δυσαρέσκεια, σε αντιπαράθεση με πολιτικούς χώρους που εκφράζουν εθνικιστική ρητορική και έχουν επιδοθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα σε ένα εμπόριο μίσους και μισαλλοδοξίας» σημείωσε.
Με αφορμή την εκδήλωση, απόψε στο Ηράκλειο, όπου θα είναι ομιλητής, στην οποία θα συμμετέχουν ο κ. Σπύρος Δανέλλης και ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Γιάννης Ραγκουσης, ερωτηθείς σε ποια βάση μπορεί να αναπτυχθεί ένας διάλογος με τον κ. Ραγκούση που αποτέλεσε μέρος της κυβέρνησης που έφερε το πρώτο μνημόνιο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απάντησε ότι οι πολιτικές επιλογές του καθενός δεν έχουν την μορφή του προπατορικού αμαρτήματος: «Ο κ. Ραγκούσης, πράγματι, υπήρξε πολιτικό στέλεχος και υπηρέτησε τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, από θέσεις ευθύνης. Από κει και πέρα, όμως, οι πολιτικές επιλογές που κάνει κάποιος δεν έχουν τον χαρακτήρα του προπατορικού αμαρτήματος. Ο καθένας, με το πέρασμα του καιρού, μπορεί να αντιλαμβάνεται διαφορετικά τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να λειτουργήσει στο πολιτικό πεδίο. Ο κάθε πολιτικός ή μη πολιτικός που τοποθετείται στη δημόσια σφαίρα, πρέπει να κρίνεται κάθε φορά. Βέβαια, ο καθένας από εμάς έχει τη δίκη του πολιτική ιστορία και τις δικές του καταβολές αλλά θα ήταν πολιτική τύφλωση από τη μεριά μας να μην αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα πολιτικό ρεύμα στην Ευρώπη που εκβάλλει και στα ελληνικά πράγματα, το οποίο στέκεται αυτοκριτικά στο παρελθόν του. Το ότι συζητάμε, βέβαια, δεν σημαίνει ότι θα ταυτιστούμε και με απόψεις. Εμείς αυτό που επιδιώκουμε είναι να ανοίξουμε ένα διάλογο».
Για τη στάση του κ. Ραγκούση στη Συμφωνία των Πρεσπών, ο υπουργός Επικρατείας τόνισε: «Ο κ. Ραγκούσης, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, πήρε μια πολύ καθαρή τοποθέτηση, η οποία ήταν σε πολύ μεγαλη απόσταση από αυτήν που πήρε το ΚΙΝΑΛ. Αυτό δημιουργεί ένα έδαφος πολιτικού διαλόγου. Αν είναι να συζητήσουμε για ευρύτερες πολιτικές συγκλίσεις που υπερβαίνουν το ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών πρέπει να τεθούν στο τραπέζι του διαλόγου και αλλά ζητήματα, όπως τα εργασιακά, της επαναρύθμισης της αγοράς εργασίας, ζητήματα που θα σχετίζονται με την οικοδόμηση -για πρώτη φορά- ενός στέρεου και καθολικού κοινωνικού κράτους, ζητήματα που αφορούν την αντιστροφή των όρων της λιτότητας, της οποίας οι συνέπειες λειτουργούν και ως πεδίο για να καλλιεργηθούν απόψεις εθνικιστικές μέσα σε μια κοινωνία, και να δημιουργηθούν ακροδεξιά πολιτικά ρεύματα».
Σχετικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού απαντώντας σε ερώτηση αν υπάρχουν αντιδράσεις από την πλευρά των θεσμών, ο κ. Τζανακόπουλος επισήμανε ότι η σχέση με τους θεσμούς, πλέον, είναι διαφορετική. «Μετά την έξοδο από το πρόγραμμα δημοσιονομικής πολιτικής είναι εντελώς διαφορετική σε ό,τι αφορά τις σχέσεις που έχει η κυβέρνηση με τους θεσμούς. Οι θεσμοί παρακολουθούν πολύ διαφορετικά την πορεία της οικονομίας. Στα ζητήματα που αφορούν αποκλειστικά και μόνο την ελληνική κυβέρνηση, φυσικά, οι θεσμοί έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν την άποψή τους, ωστόσο αυτή η άποψη δεν έχει τον χαρακτήρα της σύμφωνης γνώμης. Δεν δημιουργεί, δηλαδή, οποιαδήποτε υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης. Η πρωτοβουλία θα αποβεί ευεργετική και στην οικονομία. Κόντρα στην αντίληψη του φιλελευθερισμού, που θέλει την ανάπτυξη να στηρίζεται στη συντριβή της εργασίας, με μειώσεις του μισθολογικού κόστους, τόσο κερδίζει η χώρα σε ανταγωνιστικότητα. Εμείς υποστηρίζουμε ότι για να μπορέσεις να έχεις βιώσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη θα πρέπει να την στηρίξεις πάνω στην ενίσχυση του εισοδήματος των πολλών» υπογράμμισε.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την αποδέσμευση της ΕΡΤ από τη Digea, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος παρατήρησε: «Νομίζω ότι είναι ένα βήμα παρά πολύ σημαντικό. Η ΕΡΤ περνάει σε μια νέα αποχή, αποδεσμεύεται από ιδιωτικά συμφέροντα και νομίζω ότι αυτή η εξέλιξη εντάσσεται στο πλαίσιο της προσπάθειας και από το αρμόδιο υπουργείο αλλά και τη νέα διοίκηση της ΕΡΤ, για να δημιουργηθεί ένα κανάλι που πραγματικά θα μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες για αντικειμενική ενημέρωση και ποιοτική ψυχαγωγία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.