Εφόσον η Κεντροδεξιά έχει γίνει σχεδόν (;) Ακροδεξιά και στον βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στη ριζοσπαστική Αριστερά, δεν μπορεί να μην υπάρχει Κεντροαριστερά.
Μετά το «διαζύγιο» με τους...
ΑΝ.ΕΛΛ., το παλαιόθεν κρίσιμο για τον ΣΥΡΙΖΑ πρόβλημα της αναζήτησης συμμαχικών δυνάμεων στον προοδευτικό χώρο αναμενόμενο ήταν πως θα αποκτούσε όχι πλέον απλώς κρίσιμη αλλά και επείγουσα σπουδαιότητα.
Ταυτόχρονα, η ολοένα και εμφανέστερη μετατόπιση της Νέας Δημοκρατίας προς την ακροδεξιά πλευρά του ιδεολογικο-πολιτικού φάσματος δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία το «κενό» μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων χάσκει αγεφύρωτο, αναμένοντας τον ενδιάμεσο φορέα που, εν μέρει έστω, θα το επικαλύψει.
Με πιο απλά λόγια, εφόσον η Κεντροδεξιά έχει γίνει σχεδόν (;) Ακροδεξιά και στον βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στη ριζοσπαστική Αριστερά, δεν μπορεί να μην υπάρχει Κεντροαριστερά.
Και όμως. Οι πολιτικές δυνάμεις που τοποθετούνται στο φάσμα Αριστερά-Δεξιά δεν ορίζονται επί τη βάσει μιας τυπικής λογικής ταξινομίας, όπως θα ήθελε μια θετικιστική προσέγγιση της πολιτικής. Συγκροτούνται ή δεν συγκροτούνται με ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο, δηλαδή ανάλογα με τις ανάγκες και στρατηγικές επιλογές των ταξικών και ευρύτερα κοινωνικών δυνάμεων που προκύπτουν στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες. Αν με τον όρο «Κεντροαριστερά» εννοούμε τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία (και κατά κανόνα αυτό εννοούμε), τούτη προέκυψε στο πλαίσιο μιας κοινωνικής συναίνεσης στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών, ίσως ανεπανάληπτης στην ευρωπαϊκή Ιστορία, που η «χρυσή της εποχή» δεν κράτησε παραπάνω από δυόμισι δεκαετίες.
Η «Κεντροαριστερά», ήτοι η Σοσιαλδημοκρατία, ήταν η πολιτική έκφραση όχι των συμφερόντων των «μεσαίων τάξεων», αλλά αυτής ακριβώς της κοινωνικής συναίνεσης, που με τη σειρά της υπήρξε το αποτέλεσμα ενός ευρύτερου συμβιβασμού μεταξύ των αντικρουόμενων στρατηγικών των ανώτερων και των κατώτερων τάξεων, στις πολύ συγκεκριμένες συνθήκες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Η εν λόγω συναίνεση στο πολιτικό επίπεδο εκδηλωνόταν και από το γεγονός ότι το κοινωνικό κράτος και ο κεϊνσιανός παρεμβατισμός ήταν πρακτικές που σε σημαντικό βαθμό ενστερνίζονταν και τα «καθαυτό αστικά», φιλελεύθερα και συντηρητικά κόμματα.
Οταν άρχισε να επικρατεί ο νεοφιλελευθερισμός σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, τούτος επίσης στηρίχτηκε σε μια συναίνεση – επίπλαστη και επισφαλή βέβαια, όπως αποδείχτηκε με το που ξέσπασε η κρίση κατά το τέλος της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα.
Η «ειρωνεία της Ιστορίας» είναι πως η εν λόγω «συναίνεση» επιτεύχθηκε προς την αντίστροφη ιδεολογικο-πολιτική κατεύθυνση των πολιτικών φορέων. Σαν να «χρώσταγε» η Κεντροαριστερά στα κεντροδεξιά και δεξιά κόμματα και συνέβαλε με τη σειρά της, κατά τρόπο καταλυτικό κιόλας θα λέγαμε, στην εγκαθίδρυση της νέας -νεοφιλελεύθερης αυτή τη φορά, έστω πρόσκαιρης και επισφαλούς- συναίνεσης, ασπαζόμενη στο πρόγραμμά της, πρακτικά και θεωρητικά, το νέο δόγμα.
Η υπαρξιακών διαστάσεων κρίση που διέρχονται τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κατά τα τελευταία χρόνια –με πιο δραματικό τρόπο στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ για λόγους που είχα εξηγήσει σε παλαιότερα άρθρα μου- δεν έχει λοιπόν να κάνει απλώς με τη δυσαρέσκεια των κοινωνικών στρωμάτων που φιλοδοξούσαν να εκπροσωπούν, αλλά πρώτιστα με το ότι εξέλιπε η κοινωνική συναίνεση της οποίας αποτελούσαν την κύρια πολιτική έκφραση.
Επιπλέον, η δική τους πολιτική, η πολιτική του κοινωνικού κράτους και των φιλολαϊκών δημοσιονομικών μέτρων, δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι, η πολιτική της συναίνεσης που υπήρξε πριν από μερικές δεκαετίες, για τον απλούστατο λόγο ότι, πριν από τη Σοσιαλδημοκρατία, την είχε έμπρακτα αποκηρύξει το ίδιο το καπιταλιστικό καθεστώς.
Ακολουθώντας μια πορεία αντίστροφη προς εκείνη των κομμάτων που κάποτε την υιοθετούσαν, η πολιτική που τώρα στοχεύει στην αποκατάσταση του καθημαγμένου κοινωνικού κράτους και στη βαθμιαία άρση της λιτότητας, στις συνθήκες του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, δεν μπορεί παρά να είναι η πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς – με αναπόφευκτα αντικαπιταλιστικό πρόσημο, που σημαίνει με αντι-συναινετικό χαρακτήρα, για όσο ο καπιταλισμός θα εξακολουθεί να παραμένει αυτό που είναι σήμερα, δηλαδή για άγνωστο μέχρι πότε.
Η «διεύρυνση» του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε επίπεδο προσωπικοτήτων μπορεί να προσλάβει κυρίως δύο μορφές. Η μία είναι εκδηλώσεις όπως εκείνη στο Μέγαρο Μουσικής με θέμα τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η άλλη είναι υπουργοποιήσεις στελεχών που δεν ανήκαν στο κόμμα (υπό την προϋπόθεση πως είναι όντως άξια και δεν είχαν εκτεθεί στο πολύ πρόσφατο παρελθόν με άδικη πολεμική εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, εννοείται).
Ανοιγμα «προς την Κεντροαριστερά» δεν υπάρχει. Οσοι συνεργάζονται ή συνασπίζονται με τη ριζοσπαστική Αριστερά, είτε ως προσωπικότητες είτε ως απλοί ψηφοφόροι, σημαίνει ότι συμφωνούν με κάποιες από τις αρχές που τώρα σηματοδοτούν και χαρακτηρίζουν ως τέτοια τη ριζοσπαστική Αριστερά...
Κύρκος Δοξιάδης (Καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)
efsyn.gr
Μετά το «διαζύγιο» με τους...
ΑΝ.ΕΛΛ., το παλαιόθεν κρίσιμο για τον ΣΥΡΙΖΑ πρόβλημα της αναζήτησης συμμαχικών δυνάμεων στον προοδευτικό χώρο αναμενόμενο ήταν πως θα αποκτούσε όχι πλέον απλώς κρίσιμη αλλά και επείγουσα σπουδαιότητα.
Ταυτόχρονα, η ολοένα και εμφανέστερη μετατόπιση της Νέας Δημοκρατίας προς την ακροδεξιά πλευρά του ιδεολογικο-πολιτικού φάσματος δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία το «κενό» μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων χάσκει αγεφύρωτο, αναμένοντας τον ενδιάμεσο φορέα που, εν μέρει έστω, θα το επικαλύψει.
Με πιο απλά λόγια, εφόσον η Κεντροδεξιά έχει γίνει σχεδόν (;) Ακροδεξιά και στον βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στη ριζοσπαστική Αριστερά, δεν μπορεί να μην υπάρχει Κεντροαριστερά.
Και όμως. Οι πολιτικές δυνάμεις που τοποθετούνται στο φάσμα Αριστερά-Δεξιά δεν ορίζονται επί τη βάσει μιας τυπικής λογικής ταξινομίας, όπως θα ήθελε μια θετικιστική προσέγγιση της πολιτικής. Συγκροτούνται ή δεν συγκροτούνται με ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο, δηλαδή ανάλογα με τις ανάγκες και στρατηγικές επιλογές των ταξικών και ευρύτερα κοινωνικών δυνάμεων που προκύπτουν στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες. Αν με τον όρο «Κεντροαριστερά» εννοούμε τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία (και κατά κανόνα αυτό εννοούμε), τούτη προέκυψε στο πλαίσιο μιας κοινωνικής συναίνεσης στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών, ίσως ανεπανάληπτης στην ευρωπαϊκή Ιστορία, που η «χρυσή της εποχή» δεν κράτησε παραπάνω από δυόμισι δεκαετίες.
Η «Κεντροαριστερά», ήτοι η Σοσιαλδημοκρατία, ήταν η πολιτική έκφραση όχι των συμφερόντων των «μεσαίων τάξεων», αλλά αυτής ακριβώς της κοινωνικής συναίνεσης, που με τη σειρά της υπήρξε το αποτέλεσμα ενός ευρύτερου συμβιβασμού μεταξύ των αντικρουόμενων στρατηγικών των ανώτερων και των κατώτερων τάξεων, στις πολύ συγκεκριμένες συνθήκες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Η εν λόγω συναίνεση στο πολιτικό επίπεδο εκδηλωνόταν και από το γεγονός ότι το κοινωνικό κράτος και ο κεϊνσιανός παρεμβατισμός ήταν πρακτικές που σε σημαντικό βαθμό ενστερνίζονταν και τα «καθαυτό αστικά», φιλελεύθερα και συντηρητικά κόμματα.
Οταν άρχισε να επικρατεί ο νεοφιλελευθερισμός σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, τούτος επίσης στηρίχτηκε σε μια συναίνεση – επίπλαστη και επισφαλή βέβαια, όπως αποδείχτηκε με το που ξέσπασε η κρίση κατά το τέλος της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα.
Η «ειρωνεία της Ιστορίας» είναι πως η εν λόγω «συναίνεση» επιτεύχθηκε προς την αντίστροφη ιδεολογικο-πολιτική κατεύθυνση των πολιτικών φορέων. Σαν να «χρώσταγε» η Κεντροαριστερά στα κεντροδεξιά και δεξιά κόμματα και συνέβαλε με τη σειρά της, κατά τρόπο καταλυτικό κιόλας θα λέγαμε, στην εγκαθίδρυση της νέας -νεοφιλελεύθερης αυτή τη φορά, έστω πρόσκαιρης και επισφαλούς- συναίνεσης, ασπαζόμενη στο πρόγραμμά της, πρακτικά και θεωρητικά, το νέο δόγμα.
Η υπαρξιακών διαστάσεων κρίση που διέρχονται τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κατά τα τελευταία χρόνια –με πιο δραματικό τρόπο στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ για λόγους που είχα εξηγήσει σε παλαιότερα άρθρα μου- δεν έχει λοιπόν να κάνει απλώς με τη δυσαρέσκεια των κοινωνικών στρωμάτων που φιλοδοξούσαν να εκπροσωπούν, αλλά πρώτιστα με το ότι εξέλιπε η κοινωνική συναίνεση της οποίας αποτελούσαν την κύρια πολιτική έκφραση.
Επιπλέον, η δική τους πολιτική, η πολιτική του κοινωνικού κράτους και των φιλολαϊκών δημοσιονομικών μέτρων, δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι, η πολιτική της συναίνεσης που υπήρξε πριν από μερικές δεκαετίες, για τον απλούστατο λόγο ότι, πριν από τη Σοσιαλδημοκρατία, την είχε έμπρακτα αποκηρύξει το ίδιο το καπιταλιστικό καθεστώς.
Ακολουθώντας μια πορεία αντίστροφη προς εκείνη των κομμάτων που κάποτε την υιοθετούσαν, η πολιτική που τώρα στοχεύει στην αποκατάσταση του καθημαγμένου κοινωνικού κράτους και στη βαθμιαία άρση της λιτότητας, στις συνθήκες του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, δεν μπορεί παρά να είναι η πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς – με αναπόφευκτα αντικαπιταλιστικό πρόσημο, που σημαίνει με αντι-συναινετικό χαρακτήρα, για όσο ο καπιταλισμός θα εξακολουθεί να παραμένει αυτό που είναι σήμερα, δηλαδή για άγνωστο μέχρι πότε.
Η «διεύρυνση» του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε επίπεδο προσωπικοτήτων μπορεί να προσλάβει κυρίως δύο μορφές. Η μία είναι εκδηλώσεις όπως εκείνη στο Μέγαρο Μουσικής με θέμα τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η άλλη είναι υπουργοποιήσεις στελεχών που δεν ανήκαν στο κόμμα (υπό την προϋπόθεση πως είναι όντως άξια και δεν είχαν εκτεθεί στο πολύ πρόσφατο παρελθόν με άδικη πολεμική εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, εννοείται).
Ανοιγμα «προς την Κεντροαριστερά» δεν υπάρχει. Οσοι συνεργάζονται ή συνασπίζονται με τη ριζοσπαστική Αριστερά, είτε ως προσωπικότητες είτε ως απλοί ψηφοφόροι, σημαίνει ότι συμφωνούν με κάποιες από τις αρχές που τώρα σηματοδοτούν και χαρακτηρίζουν ως τέτοια τη ριζοσπαστική Αριστερά...
Κύρκος Δοξιάδης (Καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου