Κατουριέμαι εδώ και ώρα, αλλά είναι τόσο όμορφος που δεν θέλω να σηκωθώ να πάω προς την τουαλέτα. Ήταν πιο εύκολα τα παλιά τα χρόνια, τότε που τα κορίτσια έλεγαν πως θέλουν να πουδράρουν τη μύτη τους. Τώρα οι άντρες καταλαβαίνουν πως...
έχουμε σωματικές λειτουργίες. Η πόλη έχει στολιστεί, πάντως και το γεγονός ότι είναι λίγο πριν τα Χριστούγεννα,..
αποφάσισα να σηκώσω το μελαγχολικό μου σαρκίο από τον καναπέ και να βγω μαζί του. Κανένας δεν θέλει να είναι μόνος του στις γιορτές. Κι η Αθήνα λάμπει σαν πυγολαμπίδα. Την περπατούσα για να συναντηθώ με τον όμορφο, σχεδόν άγνωστο άντρα κι αποφάσιζα σε κάθε βήμα πως θα τον ερωτευτώ. Μα κι αυτή η πόλη δεν βοηθάει κανένα συναίσθημα. Έχει μια συνεχώς διασπόμενη θλίψη στους δρόμους της. Εδώ πανηγυρίσαμε, εκεί χωρίσαμε, παραδίπλα κυνηγηθήκαμε από τους Κακούς, φωνάζοντας συνθήματα. Τώρα πάνω στα συναισθήματά μας κοιμούνται άνθρωποι, ίδιοι δρόμοι, άλλες εικόνες κι αφού δεν μπορέσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο, τουλάχιστον ας ελπίσουμε ότι τα συναισθήματα προσφέρουν μία κάποια ζέστη.
Κάνει Χριστούγεννα εκεί έξω
Αηδίες σκέφτομαι κι όσο τον ακούω να μιλάει, άλλο τόσο επικεντρώνομαι στο δράμα της κύστης μου. Γιατί είναι τόσο όμορφος, που δεν μπορώ να σηκωθώ να κατουρήσω.
Όμορφος, αλλά πολυλογότατος, ε. Θα ήταν πιο ρομαντικό να το βουλώσει και να πάμε βόλτα στην πόλη, κάνει Χριστούγεννα εκεί έξω. Και να βρούμε ένα γκι κι από κάτω του να ερωτευτούμε για όσο κρατάνε οι γιορτές. Αλλά αυτός μιλάει κι εγώ δεν τον ακούω πια. Φέτος ήταν τόσο βάναυσος ο χρόνος, που θέλω μοναχά να τελειώσει γρήγορα. Θέλω μέσα σε αυτό το βράδυ να αναπληρώσουν όλα όσα έχασα τους πέντε μήνες μου στο νοσοκομείο. Κι όταν μπήκα είχε καύσωνα, όταν βγήκα η πόλη είχε πια στολιστεί και έπαιζε την χαρούμενη.
Κι αυτός όλο μιλάει κι εγώ ντρέπομαι να σηκωθώ να πάω στην τουαλέτα, αν δεν μπορούσα να έχω τον έλεγχο του κορμιού μου τόσο καιρό, αν δεν μπορούσα να είμαι υπεράνθρωπη για να μην αρρωστήσω, τώρα θα τα καταφέρω όλα μέσα σε ένα βράδυ. Με τα μανίκια από το φόρεμα κατεβασμένα, να μην φανούν οι μελανιές μου.
Σκατοψυχιά
Κι αυτός μιλάει για την πόλη τώρα. Το έπιασε το αφτί μου και ξύπνησα. Όλο να μιλάμε για την πόλη, αν θες. Να λέμε μεγάλες, πλατιές ιστορίες ή όμορφες μικρές ή άγριες, τραγικές σαν τους δρόμους της. Να λέμε πράγματα που λένε οι άνθρωποι όταν μεγαλώνουν ή όταν χάνουν τα σημεία στίξης κι ο χρόνος κυλάει χωρίς ανάσα.
«Μου φαίνεται απαράδεκτο να κοιμούνται άστεγοι στους δρόμους τις γιορτές».
Κι εμένα μου φαίνεται, έχεις δίκιο. Όλο τον χρόνο, αλλά στις γιορτές ο,τι σκέφτεσαι μεγαλώνει επί 100 φορές.
«Θα έπρεπε να τους μαζέψουν κάπου».
Πρέπει να τον κοίταξα με ειλικρινή απορία, ο χρόνος όσο κι αν κυλάει χωρίς σημεία στίξης, πάντοτε με αφήνει να αναρωτιέμαι για τη σκατοψυχιά των ανθρώπων.
«Εννοώ να τους βάλουν κάπου, να κάνουν κι αυτοί γιορτές».
Μην τα μπαλώνεις, τι λόγος μου πέφτει για την ψυχούλα σου; Απλώς ξαφνικά κατουριέμαι ακόμα πιο πολύ.
Η πόλη ξέρει τα πάντα
Ξέρω πολύ καλά πώς είναι να πρέπει να κρύβεις τις αγριότητες από μάτια σαν τα δικά σου. Τα δικά μου μάτια δεν βλέπουν όπως πριν τους τελευταίους μήνες κι ούτε με βαστούν τα πόδια μου με την ίδια ευκολία, ξέρεις ότι όσο ντυνόμουν για σένα, έπεσα; Κι ότι άργησα να έρθω, όχι για να σου κάνω εντύπωση, αλλά επειδή περίμενα να σταματήσουν να τρέμουν τα άκρα μου; Δεν το ξέρεις, γιατί σου έκρυψα την Αναπηρία μου, όπως ο δήμαρχος κρύβει τους άστεγους. Αλλά η πόλη ξέρει τα πάντα. Για την πόλη δεν υπάρχει χαλί να βάλει τη θλίψη της από κάτω.
Είναι κρίμα που δεν θα σε ερωτευτώ σήμερα, ας φύγουμε. Βγαίνουμε μαζί στον δρόμο, περπατάω λυγιστή κι όμορφη και μοιραία για να μην καταλάβεις ότι κουτσαίνω. Κρύβω τους «αστέγους» μου, να μη σου χαλάσω τις γιορτές. Τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή της καλοσύνης, έτσι δεν λένε; Αλλά ακόμα δε μιλάω, μόνο κάνω πως σε ακούω, γιατί λυπάμαι που σηκώθηκα από τον καναπέ μου για σένα. Και ξέρεις, δεν έχω τα κέφια μου όλες τις ώρες.
Εδώ που περπατάμε τώρα, κάποτε είχαμε ανοίξει το κτήριο που βλέπεις στα αριστερά σου για να στεγάσουμε αστέγους. Μη φανταστείς, δεν ήταν Χριστούγεννα. Ήταν μάλλον Φλεβάρης, με το πολύ το κρύο κι ο δήμαρχος είχε διώξει τους ανθρώπους από τα κέντρα φιλοξενίας. Το θυμάμαι, πήγαμε να κάνουμε κατάληψη σε ένα κενό κτήριο, εμφανίστηκαν οι μπάτσοι και μάζεψαν μόνο τους αστέγους, κανέναν από εμάς. Τους πήραμε στο λαιμό μας, ως φαίνεται. Τους πήραμε στο λαιμό μας, επειδή ακόμα κι αν αποτελούσαμε πρόβλημα υπό άλλες συνθήκες, ήμασταν πιο αποδεκτοί από τους ανθρώπους που κοιμούνται στον δρόμο.
Κολοκύθα
Κι είναι η πόλη γεμάτη παραδοσιακές ιστορίες. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, ο Όλιβερ Τουίστ, όλα αυτά που σου διαβάζουν όταν είσαι μικρός και μετά μεγαλώνεις και η μούρη σου διαλύεται απότομα από την βαριά αλήθεια: Δεν υπάρχουν παραμύθια, όλα συμβαίνουν στους χριστουγεννιάτικους δρόμους της πόλης.
Και, σε μερικές περιπτώσεις, στο ίδιο σου το σώμα. Νιώθω σαν τη Σταχτοπούτα σιγά σιγά, ξέρω πως σε λίγο δεν θα μπορώ να ελέγξω το βάδισμα, ούτε τα άκρα μου κι ήλπιζα να μη σε πειράξει. Τώρα απλώς θα γίνω κολοκύθα. Οπότε πρέπει να φύγω. Κι εσύ, μη νομίζεις, από αφέλεια γεννάς κακές προθέσεις. Κι αν σου έλεγα ιστορίες για τον κόσμο, θα σοκαριζόσουν σαν να ανακαλύπτεις ξαφνικά πως κυκλοφορούν ανάμεσά μας δαίμονες.
Δεν θα γυρίσω στον καναπέ μου. Θα πάω στις φίλες μου, που δεν τις ενοχλεί να με βλέπουν κολοκύθα.
«Θες να πιούμε ένα ποτό ακόμα;».
Όχι, δεν θέλω.
«Μπα, θα φύγω. Κατουριέμαι».
Eνα χριστουγεννιάτικο παραμύθι της Όλγας Στέφου («Εποχή»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου