«Το να ορίζει κάποιος την πορεία και να τη διατηρεί είναι μια αναγκαιότητα για να κυβερνήσει τη Γαλλία, αλλά κανένας φόρος δεν...
αξίζει να θέσει σε κίνδυνο την ενότητα του έθνους. Θα έπρεπε να ήμασταν κουφοί για να μην ακούσουμε την οργή των Γάλλων». Τάδε έφη Εντουάρ Φιλίπ, ο πρωθυπουργός του wanna be «Ναπολέοντα» προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, ανακοινώνοντας την ολική οπισθοχώρηση μπροστά στη μαζική κινητοποίηση των «κίτρινων γιλέκων» και τον κίνδυνο γενικής πολιτικής αποσταθεροποίησης στη Γαλλία.
Φυσικά ο κίνδυνος αυτός δεν έχει αποφευχθεί ακόμα, αφού η επιθετική νεοφιλελεύθερη πολιτική του Μακρόν υπέρ των πλουσίων και των επιχειρήσεων και εις βάρος των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων είναι η ουσία του πολιτικού του προγράμματος. Είναι το αντίδωρο που προκατέβαλε στο Βερολίνο για να προχωρήσει –υποτίθεται– η εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης, χωρίς φυσικά μέχρι σήμερα κάποιο απτό αποτέλεσμα, αφού απ’ ό,τι φαίνεται οι υποψήφιοι διάδοχοι της Μέρκελ δεν πρόκειται να αλλάξουν τη ρότα της γερμανικής πολιτικής.
Ακούγεται σαν ανέκδοτο λοιπόν να μιλά ο Γάλλος πρωθυπουργός για «ενότητα του έθνους», τη στιγμή που οι άκρως ταξικές επιλογές της κυβέρνησης διχάζουν διαρκώς τη γαλλική κοινωνία και προκαλούν την «οργή των Γάλλων». Ηδη στον χορό μπαίνουν, με διαφορετικές ταχύτητες, μαθητές λυκείων, αγρότες, έμποροι, συνταξιούχοι, συνδικάτα και οικολογικές οργανώσεις. Οι κινητοποιήσεις έχουν κοστίσει –μέχρι στιγμής– τη ζωή τεσσάρων ανθρώπων και τον τραυματισμό εκατοντάδων, αφού βασικό χαρακτηριστικό τους –πλην της έλλειψης ηγεσίας και κομματικής ή συνδικαλιστικής εκπροσώπησης– είναι οι βίαιες εκδηλώσεις. Φυσικά, όπως έγραψε στον «Γκάρντιαν» ο Τζον Λίχφιλντ, «η Γαλλία είναι μια Δημοκρατία που έχει θεμελιωθεί πάνω στη λαϊκή βία και η πολιτική τρέχει εδώ στους δρόμους πιο γρήγορα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη δυτική Δημοκρατία».
Αυτό που έχει να επιδείξει η χώρα είναι μια σειρά «απρόσμενων» εξεγέρσεων, ένα είδος πολιτικού αιφνιδιασμού. Η έκρηξη του 1968, εν μέσω μιας περιόδου υλικής ευημερίας και καταναλωτισμού, ήρθε σαν προάγγελος της πετρελαϊκής κρίσης της δεκαετίας του ’70 και των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της. Το 2005, με πρόεδρο τον Ζακ Σιράκ και υπουργό Εσωτερικών τον «σκληρό» Νικολά Σαρκοζί, η εξέγερση των προαστίων έφερε στο φως τους «αόρατους» φτωχούς μετανάστες που η Γαλλία έχει κρύψει καλά σε υποβαθμισμένες και πάμφτωχες συνοικίες, λειτουργώντας σαν προάγγελος ενός διχασμού βασισμένου εκτός όλων των άλλων και στην πολιτική διακρίσεων που φούντωσε αργότερα το κόμμα των Λεπέν.
Σήμερα, μέσα σ’ ένα δεξιόστροφο και συντηρητικό κλίμα πανευρωπαϊκά, οι Γάλλοι ξεκινούν να διαμαρτύρονται για τα καύσιμα, αλλά σιγά σιγά η ατζέντα γεμίζει και η αντίσταση γίνεται ενάντια: στη θεαματική πτώση της αγοραστικής δύναμης των πολλών, τη μείωση της φορολογίας στις μεγάλες επιχειρήσεις και στους εύπορους, τη μείωση των μισθών τα τελευταία χρόνια, την υποβάθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας, τη μεταρρύθμιση των εξετάσεων για τα ΑΕΙ, αλλά και την ανυπαρξία μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Ο Μακρόν εμφανίστηκε σαν Μεσσίας, λόγω της καταβαράθρωσης του παλιού κομματικού συστήματος, αλλά σήμερα κινδυνεύει να μετατραπεί και αυτός σε εξιλαστήριο θύμα μιας κοινωνικής κρίσης που καταπίνει όσους υλοποιούν το νεοφιλελεύθερο δόγμα. Να δούμε εάν οι Γάλλοι για ακόμα μία φορά θα ανοίξουν κάποιον δρόμο ελπίδας για την Ευρώπη ή τελικά ο αγώνας τους θα αφομοιωθεί από τη ρουτίνα της διαχείρισης...
Τάσος Τσακίρογλου
αξίζει να θέσει σε κίνδυνο την ενότητα του έθνους. Θα έπρεπε να ήμασταν κουφοί για να μην ακούσουμε την οργή των Γάλλων». Τάδε έφη Εντουάρ Φιλίπ, ο πρωθυπουργός του wanna be «Ναπολέοντα» προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, ανακοινώνοντας την ολική οπισθοχώρηση μπροστά στη μαζική κινητοποίηση των «κίτρινων γιλέκων» και τον κίνδυνο γενικής πολιτικής αποσταθεροποίησης στη Γαλλία.
Φυσικά ο κίνδυνος αυτός δεν έχει αποφευχθεί ακόμα, αφού η επιθετική νεοφιλελεύθερη πολιτική του Μακρόν υπέρ των πλουσίων και των επιχειρήσεων και εις βάρος των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων είναι η ουσία του πολιτικού του προγράμματος. Είναι το αντίδωρο που προκατέβαλε στο Βερολίνο για να προχωρήσει –υποτίθεται– η εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης, χωρίς φυσικά μέχρι σήμερα κάποιο απτό αποτέλεσμα, αφού απ’ ό,τι φαίνεται οι υποψήφιοι διάδοχοι της Μέρκελ δεν πρόκειται να αλλάξουν τη ρότα της γερμανικής πολιτικής.
Ακούγεται σαν ανέκδοτο λοιπόν να μιλά ο Γάλλος πρωθυπουργός για «ενότητα του έθνους», τη στιγμή που οι άκρως ταξικές επιλογές της κυβέρνησης διχάζουν διαρκώς τη γαλλική κοινωνία και προκαλούν την «οργή των Γάλλων». Ηδη στον χορό μπαίνουν, με διαφορετικές ταχύτητες, μαθητές λυκείων, αγρότες, έμποροι, συνταξιούχοι, συνδικάτα και οικολογικές οργανώσεις. Οι κινητοποιήσεις έχουν κοστίσει –μέχρι στιγμής– τη ζωή τεσσάρων ανθρώπων και τον τραυματισμό εκατοντάδων, αφού βασικό χαρακτηριστικό τους –πλην της έλλειψης ηγεσίας και κομματικής ή συνδικαλιστικής εκπροσώπησης– είναι οι βίαιες εκδηλώσεις. Φυσικά, όπως έγραψε στον «Γκάρντιαν» ο Τζον Λίχφιλντ, «η Γαλλία είναι μια Δημοκρατία που έχει θεμελιωθεί πάνω στη λαϊκή βία και η πολιτική τρέχει εδώ στους δρόμους πιο γρήγορα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη δυτική Δημοκρατία».
Αυτό που έχει να επιδείξει η χώρα είναι μια σειρά «απρόσμενων» εξεγέρσεων, ένα είδος πολιτικού αιφνιδιασμού. Η έκρηξη του 1968, εν μέσω μιας περιόδου υλικής ευημερίας και καταναλωτισμού, ήρθε σαν προάγγελος της πετρελαϊκής κρίσης της δεκαετίας του ’70 και των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της. Το 2005, με πρόεδρο τον Ζακ Σιράκ και υπουργό Εσωτερικών τον «σκληρό» Νικολά Σαρκοζί, η εξέγερση των προαστίων έφερε στο φως τους «αόρατους» φτωχούς μετανάστες που η Γαλλία έχει κρύψει καλά σε υποβαθμισμένες και πάμφτωχες συνοικίες, λειτουργώντας σαν προάγγελος ενός διχασμού βασισμένου εκτός όλων των άλλων και στην πολιτική διακρίσεων που φούντωσε αργότερα το κόμμα των Λεπέν.
Σήμερα, μέσα σ’ ένα δεξιόστροφο και συντηρητικό κλίμα πανευρωπαϊκά, οι Γάλλοι ξεκινούν να διαμαρτύρονται για τα καύσιμα, αλλά σιγά σιγά η ατζέντα γεμίζει και η αντίσταση γίνεται ενάντια: στη θεαματική πτώση της αγοραστικής δύναμης των πολλών, τη μείωση της φορολογίας στις μεγάλες επιχειρήσεις και στους εύπορους, τη μείωση των μισθών τα τελευταία χρόνια, την υποβάθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας, τη μεταρρύθμιση των εξετάσεων για τα ΑΕΙ, αλλά και την ανυπαρξία μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Ο Μακρόν εμφανίστηκε σαν Μεσσίας, λόγω της καταβαράθρωσης του παλιού κομματικού συστήματος, αλλά σήμερα κινδυνεύει να μετατραπεί και αυτός σε εξιλαστήριο θύμα μιας κοινωνικής κρίσης που καταπίνει όσους υλοποιούν το νεοφιλελεύθερο δόγμα. Να δούμε εάν οι Γάλλοι για ακόμα μία φορά θα ανοίξουν κάποιον δρόμο ελπίδας για την Ευρώπη ή τελικά ο αγώνας τους θα αφομοιωθεί από τη ρουτίνα της διαχείρισης...
Τάσος Τσακίρογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου