"Εχουν γραφτεί πολλά για την καταναγκαστική ηδονή των γιορτών, αυτή την πασπαλισμένη με γκλίτερ, ζάχαρη άχνη και «Σπρέι χιονιού» «ασθένεια» που σε υποχρεώνει σε ξέφρενο κέφι"...
Τη γιαγιά την είχε πάρει ο ύπνος στην κουνιστή πολυθρόνα, και έτσι όπως την έβλεπες με την ασπρόμαυρη ρόμπα της, με κλειστά μάτια και με ανοιχτό το στόμα (η...
άχνη του κουραμπιέ σχημάτιζε ένα μικρό μουστάκι στο πάνω χείλος), να πηγαινοέρχεται παραδομένη σε μια ελαφρά ταλάντωση δεν μπορούσες να μην σκεφτείς τη σεκάνς στο υπόγειο, από την «Ψυχώ» του Χίτσκοκ –μέρες που είναι λέω να μην την περιγράψω ολόκληρη, όσοι έχετε δει την ταινία καταλάβατε. Δύο λεπτά μετά, το σπάσιμο ενός μπαλονιού από τα παιδιά (τα παλιόπαιδα) ήταν αρκετό για να διακόψει βίαια τον ύπνο της και να της χαρίσει μία ταχυκαρδία που δεν θα περνούσε αν δεν έπαιρνε το χάπι της.
Είναι μια εικόνα από το (αρκετά μακρινό πλέον) παρελθόν μας, τότε που οι ελληνικές οικογένειες ήταν πιο δεμένες, και έτσι (ασφυκτικά) δεμένες περνούσαν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Σε τραπέζια που ακόμα και αν πολλοί δεν ήθελαν να γίνουν, έπρεπε να γίνουν. Ετσι κι εσύ, ήθελες – δεν ήθελες, τον χρόνο θα τον άλλαξες εορταστικά, με πολύ κέφι, πολλή χαρά και πολλές εντάσεις, με τους γονείς σου και τους γονείς τους, με τους θείους και τις θείες σου, με τους κουμπάρους και τις κουμπάρες, και με τα ξαδέλφια σου – κυρίως με εκείνα που δεν πολυχώνευες. Είναι καλύτερα τώρα που καθένας κάνει (πολύ πιο εύκολα) ό,τι θέλει, χωρίς να υπολογίζει τα «πρέπει» που εκείνα τα χρόνια μπορούσαν να μετατρέψουν τη γιορτή σε βασανιστήριο; Μην βιαστείς να απαντήσεις.
Από τότε που θάνατοι, μεγάλες αποστάσεις αλλά και η χαλαρότητα που χαρακτηρίζει πλέον τις συγγενικές σχέσεις, μετέτρεψε και τη δική μου οικογένεια σε κάτι άλλο από αυτό που ήταν, έχει πάψει να αποτελεί πρόβλημα το που (δεν) θα διασκεδάσω το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Eπειτα από αρκετά ρεβεγιόν με συγγενείς και φίλους, έπειτα από άπειρα τραπεζώματα όπου οι μισοί βαριόταν, οι άλλοι μισοί βαριόταν περισσότερο και ένας – δύο μεθούσαν άσχημα και άρχιζαν να λένε και να κάνουν βλακείες, μπορώ πια να κάνω εκείνο που επιλέγω: Να δω αμερικανικά σίριαλ στην τηλεόραση τρώγοντας πίτσα Hawaii (γιατί αυτή μ΄ αρέσει) με Coca Cola και cheesecake ως επιδόρπιο, και να πέσω για ύπνο κατά τις 23.00, όπως κάνω κάθε βράδυ, αδιαφορώντας για τα βεγγαλικά που θα πέσουν τα μεσάνυχτα. Όλα αυτά μπορώ να τα κάνω με παρέα ή μόνος, αποφεύγοντας τον καταναγκασμό «θα γιορτάσεις θέλεις δεν θέλεις». Γιατί έτσι μου αρέσει.
Εχουν γραφτεί πολλά για την καταναγκαστική ηδονή των γιορτών, αυτή την πασπαλισμένη με γκλίτερ, ζάχαρη άχνη και «Σπρέι χιονιού» «ασθένεια» που σε υποχρεώνει σε ξέφρενο κέφι. Γνωρίζω κι εγώ ανθρώπους που θέλουν πάση θυσία να περάσουν υπέροχα το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, κερδίζοντας όλα τα τυχερά παιχνίδια, πίνοντας όλα τα ποτά του κόσμου, και συναντώντας την ώρα που αλλάζει ο χρόνος τη Μεγκ Ράιαν –μια Μεγκ π.Λ., δηλαδή προ λίφτινγκ– η οποία θα τους ερωτευτεί τρελά. Τους καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω και εκείνους που τα εορταστικά σουαρέ (για να θυμηθώ μια λέξη που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί) τους πέφτουν βαριά. Ξέρω τι σημαίνει να νοσταλγείς (με αφορμή την αλλαγή τη χρόνου) το παρελθόν, τότε που ακόμα οι ελπίδες σου δεν είχαν διαψευστεί. Ξέρω και τι σημαίνει να αποφεύγεις τις νοσταλγίες επειδή δεν είναι του χαρακτήρα σου, ή επειδή τις έχεις συνδέσεις με κάποιες απώλειες και δεν τις αντέχεις.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του Κοσμά Βίδου, ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου