Ολοένα και συχνότερα αναφύονται στο Facebook διάφορες ομάδες του στυλ «Η Αθήνα όπως την αγαπήσαμε το 1950», «Στην παλιά Ελλάδα», «Πίσω στα χρόνια της αθωότητας» κλπ.
Αυτό βεβαίως δείχνει πόσο...
γερνάει το δημοφιλές κοινωνικό δίκτυο. Αλλά ανεξάρτητα από αυτό, και στα τραπέζια, συχνά γίνονται νοσταλγικές συζητήσεις για τη «χρυσή εποχή», τότε που όλα ήταν καλύτερα, οι άνθρωποι ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι και η «μικρή Ελλαδίτσα μεγαλουργούσε». Η δε περίφημη φωτογραφία της Σταδίου, στολισμένης Χριστουγεννιάτικα το 1960 (από το αρχείο του Μουσείου Μπενάκη) διακινείται επετειακά σε ιστοσελίδες και blogs, ως έμβλημα ενός ένδοξου παρελθόντος. Μέχρι και στα «Νέα» υπήρξε πρωτοσέλιδο προ ημερών ως σημείο αναφοράς στην αισιοδοξία της εποχής στην οποία καλούμαστε να επιστρέψουμε.
Ομως, όσο λαμπερή κι αν είναι εκείνη η φωτογραφία, τόσο αντιπροσωπευτική δεν είναι. Αποτελεί πλήρως ωραιοποιημένη εικόνα μιας πραγματικότητας που αγνοεί βασικά δεδομένα της εποχής και στηρίζεται περισσότερο σε εξωραϊσμένες αναμνήσεις ή διηγήσεις και ασπρόμαυρες ή Technicolor κινηματογραφικές ταινίες. Βεβαίως ισχύει πάντα ότι όσο πιο θολή είναι η εικόνα τόσο πιο ωραίες φανταζόμαστε τις λεπτομέρειες. Τείνουμε να συγχέουμε τις επιλεκτικές, όμορφες αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας, τότε που όλα ήταν πιο ωραία, με τις πραγματικές συνθήκες. Είναι φυσική η τάση μας να ωραιοποιούμε το παρελθόν, να φιλτράρουμε και να συγκρατούμε το θετικό. Να μένουν οι σκηνές που σήμερα είναι γραφικές και ως εκ τούτου πιο ενδιαφέρουσες. Η χαμογελαστή φωτογραφία στο άλμπουμ των αναμνήσεων δεν είναι παρά οι αντίστοιχες selfies του παρελθόντος.
Το πιο πιθανό είναι ότι περικλείουν ένα αντίστοιχα στημένο χαμόγελο που έσβησε μετά το φλας. Όλοι φόρεσαν τις πιο χαρούμενες εκφράσεις στιγμιαία και επανήλθαν στα τότε προβλήματα επιβίωσης. Οι παρελθοντολάγνοι επιμένουν ότι «τότε ήμασταν πτωχοί πλην τίμιοι», υπονοώντας ότι σήμερα είμαστε πτωχοί, αλλά όχι τίμιοι. Ας μιλήσουν για τους εαυτούς τους, επιτρέψτε μου να πω. Δεν είμαστε πιο χαρούμενοι στη φτώχεια μας όπως άλλοτε, σύμφωνα με τις διηγήσεις, που η παρέα για να μαζευτεί ήθελε μόνο κιθαρίτσα και μια νταμιτζάνα κοκκινέλι, όχι Netflix και spumante cuvée. Ε, τι να κάνουμε; Οι εποχές αλλάζουν (ευτυχώς). Ειδικά τα Χριστούγεννα, εάν έχεις περάσει την φάση που πιστεύεις στον Αγιο Βασίλη, πολύ πιθανόν να είναι μια περίοδος ενδοσκόπησης και ανασκόπησης. Αυτό είναι λογικό να οδηγεί και στη νοσταλγία η οποία από μόνη της ως λέξη έχει μια γλυκόπικρη αίσθηση περιλαμβάνοντας την επιστροφή και τον πόνο (νόστος + ἄλγος).
Τον πόνο για όσα χάθηκαν, για τον χρόνο που πέρασε. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι αποτιμούν θετικά τη δύναμη της επιστροφής στο παρελθόν καθώς, ανατρέχοντας εκεί, μπορούμε να γεμίσουμε το ενεργειακό μας ρεζερβουάρ. Αρκεί να μην μένουμε παθητικά εκεί: στην εξιδανίκευση του παρελθόντος, στα περασμένα μεγαλεία, στο ρομαντικό vintage, στη φαντασίωση που τελικά λειτουργεί ως παραμορφωτικός φακός.
Διότι «τα πράγματα δεν είναι αυτά που ήταν και πιθανότατα δεν ήταν ποτέ» όπως έλεγε και ο Γουίλ Ρότζερς...
Παναγιώτης Κακολύρης
Αυτό βεβαίως δείχνει πόσο...
γερνάει το δημοφιλές κοινωνικό δίκτυο. Αλλά ανεξάρτητα από αυτό, και στα τραπέζια, συχνά γίνονται νοσταλγικές συζητήσεις για τη «χρυσή εποχή», τότε που όλα ήταν καλύτερα, οι άνθρωποι ξέγνοιαστοι και χαρούμενοι και η «μικρή Ελλαδίτσα μεγαλουργούσε». Η δε περίφημη φωτογραφία της Σταδίου, στολισμένης Χριστουγεννιάτικα το 1960 (από το αρχείο του Μουσείου Μπενάκη) διακινείται επετειακά σε ιστοσελίδες και blogs, ως έμβλημα ενός ένδοξου παρελθόντος. Μέχρι και στα «Νέα» υπήρξε πρωτοσέλιδο προ ημερών ως σημείο αναφοράς στην αισιοδοξία της εποχής στην οποία καλούμαστε να επιστρέψουμε.
Ομως, όσο λαμπερή κι αν είναι εκείνη η φωτογραφία, τόσο αντιπροσωπευτική δεν είναι. Αποτελεί πλήρως ωραιοποιημένη εικόνα μιας πραγματικότητας που αγνοεί βασικά δεδομένα της εποχής και στηρίζεται περισσότερο σε εξωραϊσμένες αναμνήσεις ή διηγήσεις και ασπρόμαυρες ή Technicolor κινηματογραφικές ταινίες. Βεβαίως ισχύει πάντα ότι όσο πιο θολή είναι η εικόνα τόσο πιο ωραίες φανταζόμαστε τις λεπτομέρειες. Τείνουμε να συγχέουμε τις επιλεκτικές, όμορφες αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας, τότε που όλα ήταν πιο ωραία, με τις πραγματικές συνθήκες. Είναι φυσική η τάση μας να ωραιοποιούμε το παρελθόν, να φιλτράρουμε και να συγκρατούμε το θετικό. Να μένουν οι σκηνές που σήμερα είναι γραφικές και ως εκ τούτου πιο ενδιαφέρουσες. Η χαμογελαστή φωτογραφία στο άλμπουμ των αναμνήσεων δεν είναι παρά οι αντίστοιχες selfies του παρελθόντος.
Το πιο πιθανό είναι ότι περικλείουν ένα αντίστοιχα στημένο χαμόγελο που έσβησε μετά το φλας. Όλοι φόρεσαν τις πιο χαρούμενες εκφράσεις στιγμιαία και επανήλθαν στα τότε προβλήματα επιβίωσης. Οι παρελθοντολάγνοι επιμένουν ότι «τότε ήμασταν πτωχοί πλην τίμιοι», υπονοώντας ότι σήμερα είμαστε πτωχοί, αλλά όχι τίμιοι. Ας μιλήσουν για τους εαυτούς τους, επιτρέψτε μου να πω. Δεν είμαστε πιο χαρούμενοι στη φτώχεια μας όπως άλλοτε, σύμφωνα με τις διηγήσεις, που η παρέα για να μαζευτεί ήθελε μόνο κιθαρίτσα και μια νταμιτζάνα κοκκινέλι, όχι Netflix και spumante cuvée. Ε, τι να κάνουμε; Οι εποχές αλλάζουν (ευτυχώς). Ειδικά τα Χριστούγεννα, εάν έχεις περάσει την φάση που πιστεύεις στον Αγιο Βασίλη, πολύ πιθανόν να είναι μια περίοδος ενδοσκόπησης και ανασκόπησης. Αυτό είναι λογικό να οδηγεί και στη νοσταλγία η οποία από μόνη της ως λέξη έχει μια γλυκόπικρη αίσθηση περιλαμβάνοντας την επιστροφή και τον πόνο (νόστος + ἄλγος).
Τον πόνο για όσα χάθηκαν, για τον χρόνο που πέρασε. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι αποτιμούν θετικά τη δύναμη της επιστροφής στο παρελθόν καθώς, ανατρέχοντας εκεί, μπορούμε να γεμίσουμε το ενεργειακό μας ρεζερβουάρ. Αρκεί να μην μένουμε παθητικά εκεί: στην εξιδανίκευση του παρελθόντος, στα περασμένα μεγαλεία, στο ρομαντικό vintage, στη φαντασίωση που τελικά λειτουργεί ως παραμορφωτικός φακός.
Διότι «τα πράγματα δεν είναι αυτά που ήταν και πιθανότατα δεν ήταν ποτέ» όπως έλεγε και ο Γουίλ Ρότζερς...
Παναγιώτης Κακολύρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου