«Αυτό που έχει σημασία -λέει ο Λίχτενμπεργκ- δεν είναι τι πιστεύει κάποιος αλλά το πώς τον κάνει να συμπεριφέρεται αυτή η πίστη». Εκείνο το «πώς» είναι που μας τρώει -η συμπεριφορά. Πώς...
ανταλλάσσουμε ευχές, π.χ., τούτες τις ημέρες, η ικανότητα να κάνεις ένα μικρό δώρο -η προσφορά [άδολη και ανιδιοτελής]. Το δώρο, λένε καλοί ανθρωπολόγοι [Μαρσέλ Μος, π.χ.], είναι η κινητήρια δύναμη στις αρχαϊκές κοινωνίες, αλλά και στις σημερινές.
Ετσι, με την ανταλλαγή, συντάσσονται κοινωνίες, εγκαθιδρύονται σχέσεις σωμάτων και συναισθημάτων. Εχουν βέβαια και αυτά τον σκοπό τους, ειδικά όταν «προσφέρονται» από οικονομικά κρείσσονες. Κονδύλης: «Η στρατηγική του δώρου είναι να βολιδοσκοπεί κανείς τον άλλο και να τον εμπλέκει σε ένα δίκτυο μελλοντικών υποχρεώσεων, από το οποίο δύσκολα θα μπορεί να ξεμπλέξει. [...]
Σε κάθε περίπτωση το δώρο και το αντίδωρο ορίζουν ένα πεδίο δράσης στο οποίο απαιτούνται υπολογιστικές ικανότητες και διορατικότητα και μπορούν να εκλεπτυνθούν ανάλογα». Προσοχή στους έτσι σκεπτόμενους δώρα φέροντες.
Ο Μαλινόφσκι έλεγε τα ίδια περίπου· πώς τα δώρα και τα αντίδωρα συγκροτούν ένα ευρύτερο σύστημα αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, τον δάκτυλο kula. Ετσι ή αλλιώς, άδολα ή σκόπιμα, η ανταλλαγή δώρων είναι μια διαρκής και σταθερή σχέση κοινωνικών εταίρων, που βασίζεται στην αμοιβαιότητα. Σπουδαία έννοια η αμοιβαιότητα, αλλά δεν λαμβάνεται και τόσο υπόψη από τους πολλούς [ακριβώς διότι θεωρούν εαυτούς ανώτερους άλλων]. Κι έτσι η ανταλλαγή δώρων εκπίπτει σε δωροδοκία, χάνεται η έμπνευση της φιλίας, ακόμη και η διακοπή μιας εχθρικής στάσης.
Η οικονομία επικρατεί της ηθικής, το πράγμα του προσώπου. Παύει η αίγλη και η ζεστασιά -και αρχίζουν κάτι αλλόκοτα «Χρόνια πολλά μικρέ· μακάρι να μπορούσα να σου φέρω κάτι καλύτερο». Δεν παύει η ανοησία των διαφημίσεων. Κι έτσι διαιωνίζεται και η πίστη [πώς;].
Η αμοιβαιότητα όφειλε να μας καθορίζει [εννοείται εμείς, οι άνθρωποι, οι θνητοί, οι μεταπίθηκοι, ξέρω ’γώ τι όντα είμαστε, εμείς λοιπόν οφείλουμε να καθοριζόμαστε από την αμοιβαιότητα]. Αντ’ αυτού, παντού σκοπιμότητα και εχθροπραξίες. Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν βρίσκουν νόημα στη ζωή τους εάν δεν έχουν απέναντί τους εχθρούς -και όταν δεν τους βρίσκουν, τους κατασκευάζουν. Σαν τις εξουσίες, δεν μπορούν να υπάρξουν διαφορετικά. Τρέμουν μήπως κάποιος τούς αφαιρέσει το σώμα τους [την εξουσία τους]. Βρε, τι παθαίνει κανείς την σήμερον.
Καλά είναι τα δώρα, καλή και η πίστη -ανθρώπινα και τα δύο, να είναι, όμως, αληθινά, να πηγάζουν από αμέτρητα βάθη, φωτισμένα, φωτεινά. Σε κάθε βάθος υπάρχει ένα μικρό φως, αρκεί να μπορούμε να το βλέπουμε: να πιστεύουμε χωρίς να ενοχλούμε -να δωρίζουμε χωρίς μεγαλοστομίες. Και καλό είναι να μην ξεχνιέται η αμοιβαιότητα ως ορίζουσα τις κοινωνικές σχέσεις, τον τρόπο βαδίσματος και λοιπά...
Γιώργος Σταματόπουλος
ανταλλάσσουμε ευχές, π.χ., τούτες τις ημέρες, η ικανότητα να κάνεις ένα μικρό δώρο -η προσφορά [άδολη και ανιδιοτελής]. Το δώρο, λένε καλοί ανθρωπολόγοι [Μαρσέλ Μος, π.χ.], είναι η κινητήρια δύναμη στις αρχαϊκές κοινωνίες, αλλά και στις σημερινές.
Ετσι, με την ανταλλαγή, συντάσσονται κοινωνίες, εγκαθιδρύονται σχέσεις σωμάτων και συναισθημάτων. Εχουν βέβαια και αυτά τον σκοπό τους, ειδικά όταν «προσφέρονται» από οικονομικά κρείσσονες. Κονδύλης: «Η στρατηγική του δώρου είναι να βολιδοσκοπεί κανείς τον άλλο και να τον εμπλέκει σε ένα δίκτυο μελλοντικών υποχρεώσεων, από το οποίο δύσκολα θα μπορεί να ξεμπλέξει. [...]
Σε κάθε περίπτωση το δώρο και το αντίδωρο ορίζουν ένα πεδίο δράσης στο οποίο απαιτούνται υπολογιστικές ικανότητες και διορατικότητα και μπορούν να εκλεπτυνθούν ανάλογα». Προσοχή στους έτσι σκεπτόμενους δώρα φέροντες.
Ο Μαλινόφσκι έλεγε τα ίδια περίπου· πώς τα δώρα και τα αντίδωρα συγκροτούν ένα ευρύτερο σύστημα αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, τον δάκτυλο kula. Ετσι ή αλλιώς, άδολα ή σκόπιμα, η ανταλλαγή δώρων είναι μια διαρκής και σταθερή σχέση κοινωνικών εταίρων, που βασίζεται στην αμοιβαιότητα. Σπουδαία έννοια η αμοιβαιότητα, αλλά δεν λαμβάνεται και τόσο υπόψη από τους πολλούς [ακριβώς διότι θεωρούν εαυτούς ανώτερους άλλων]. Κι έτσι η ανταλλαγή δώρων εκπίπτει σε δωροδοκία, χάνεται η έμπνευση της φιλίας, ακόμη και η διακοπή μιας εχθρικής στάσης.
Η οικονομία επικρατεί της ηθικής, το πράγμα του προσώπου. Παύει η αίγλη και η ζεστασιά -και αρχίζουν κάτι αλλόκοτα «Χρόνια πολλά μικρέ· μακάρι να μπορούσα να σου φέρω κάτι καλύτερο». Δεν παύει η ανοησία των διαφημίσεων. Κι έτσι διαιωνίζεται και η πίστη [πώς;].
Η αμοιβαιότητα όφειλε να μας καθορίζει [εννοείται εμείς, οι άνθρωποι, οι θνητοί, οι μεταπίθηκοι, ξέρω ’γώ τι όντα είμαστε, εμείς λοιπόν οφείλουμε να καθοριζόμαστε από την αμοιβαιότητα]. Αντ’ αυτού, παντού σκοπιμότητα και εχθροπραξίες. Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν βρίσκουν νόημα στη ζωή τους εάν δεν έχουν απέναντί τους εχθρούς -και όταν δεν τους βρίσκουν, τους κατασκευάζουν. Σαν τις εξουσίες, δεν μπορούν να υπάρξουν διαφορετικά. Τρέμουν μήπως κάποιος τούς αφαιρέσει το σώμα τους [την εξουσία τους]. Βρε, τι παθαίνει κανείς την σήμερον.
Καλά είναι τα δώρα, καλή και η πίστη -ανθρώπινα και τα δύο, να είναι, όμως, αληθινά, να πηγάζουν από αμέτρητα βάθη, φωτισμένα, φωτεινά. Σε κάθε βάθος υπάρχει ένα μικρό φως, αρκεί να μπορούμε να το βλέπουμε: να πιστεύουμε χωρίς να ενοχλούμε -να δωρίζουμε χωρίς μεγαλοστομίες. Και καλό είναι να μην ξεχνιέται η αμοιβαιότητα ως ορίζουσα τις κοινωνικές σχέσεις, τον τρόπο βαδίσματος και λοιπά...
Γιώργος Σταματόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου