Μόδα, λάμψη και ομορφιά» είναι το τρίπτυχο στο οποίο στηρίζονται τα τηλεοπτικά ριάλιτι μόδας. Σκοπός τους είναι η «αναζήτηση της σύγχρονης βασίλισσας του μόντελινγκ, η οποία θα έχει...
την ευκαιρία να κάνει την καριέρα που ονειρεύεται στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Για να το επιτύχει αυτό θα πρέπει να εκπαιδευτεί σκληρά, σε ρεαλιστικές συνθήκες δουλειάς, και να αξιολογηθεί επαγγελματικά από ειδικούς στον χώρο της μόδας». Πρόκειται για εκπομπές που σημειώνουν υψηλά νούμερα τηλεθέασης και στόχο έχουν να ανακαλύψουν υποψήφιες ικανές να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τις δυσκολίες του χώρου, με επιδιώξεις και φιλοδοξίες που θα τις οδηγήσουν στην πασαρέλα των ονείρων τους. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή, όμως, είναι αναγκασμένες να υποστούν προσβολές, επιθετικές κριτικές, ταπεινωτικές συμπεριφορές και υποτιμητικά σχόλια − όλα στον βωμό της άψογης εξωτερικής εμφάνισης.
Άλλωστε, γι' αυτό συμμετέχουν, για να μπουν στον σαγηνευτικό χώρο της μόδας όπου επιβιώνουν οι τέλειες αναλογίες, τα αψεγάδιαστα πρότυπα και οι καλλίγραμμες καλλονές. Κάπως έτσι, λοιπόν, ο τηλεοπτικός φακός προβάλλει τον λαμπερό κόσμο της μόδας, αφήνοντας να αναδυθεί μια συγκεκριμένη αισθητική αντίληψη που με τη σειρά της συμβάλλει στη δικτατορία της ομοιομορφίας. Aυτό που κυρίως κυριάρχησε στην Ελλάδα της κρίσης είναι μια λογική του αντισυμβατικού lifestyle.
Από τον πρωθυπουργό χωρίς γραβάτα μέχρι τα πλουμιστά πουκάμισα του Γ. Βαρουφάκη, από τη γενική γενειοφορία των ανδρών μέχρι τα πολύμορφα τατουάζ σε γυναικεία και ανδρικά σώματα, η ελληνική κοινωνία, παρά τον κίνδυνο ή την πραγματικότητα της φτωχοποίησης, ποτέ δεν εγκατάλειψε την αίσθηση ότι η εξωτερική εμφάνιση είναι αυτή που θα της δώσει ατομική ή συλλογική ταυτότητα. Γιατί, όμως, είναι μόδα αυτές οι εκπομπές σήμερα; «Η βιομηχανία της μόδας είναι κάτι που σφραγίζει τη σύγχρονη εποχή, τη νεωτερικότητα. Είναι αυτό που έχει επιτρέψει τον εκδημοκρατισμό της διαρκούς αλλαγής ταυτοτήτων με βάση το στυλ, κάτι που τα παλιότερα χρόνια ήταν αποκλειστικό προνόμιο των κοινωνικών ελίτ.
Ο λόγος για το τι είναι μοδάτο και τι όχι, τι φοριέται και τι αποτελεί μια ξεπερασμένη τάση είναι τόσο ρευστός και δυναμικός που δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τους μεγάλους μόδιστρους ούτε από τα πολύ ισχυρά μέσα επικοινωνίας, όπως τα περιοδικά και η τηλεόραση. Ειδικά στην εποχή του Διαδικτύου και των fashion bloggers, το τι είναι στη μόδα καθορίζεται από όλο και μια μεγαλύτερη κλίμακα προσώπων και παραγόντων» λέει στη LiFO o επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ, Βασίλης Βαμβακάς.
Και συμπληρώνει: «Βέβαια, η "μόδα" των τηλεπαιχνιδιών μόδας στην ελληνική πραγματικότητα της κρίσης είναι κάπως οξύμωρη. Σε μια κοινωνία που όλο και περισσότερο βυθίζεται στην οικονομική κρίση θα περίμενε κανείς το ενδιαφέρον για τις παλιές συνήθειες κτήσης και ανάπτυξης lifestyle να υποχωρεί. Μια απλουστευτική ερμηνεία θα έλεγε ότι καταναλώνουμε με τα μάτια στην τηλεόραση ακριβώς αυτά που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε στην κανονική μας ζωή. Δεν είναι όμως αυτή η μοναδική εξήγηση που θα μπορούσε να δώσει κανείς στο γενικευμένο ενδιαφέρον για την τηλεοπτικοποίηση της μόδας και την εκμάθηση του κώδικά της, που, έστω και με πρόχειρο ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, "άκομψο" τρόπο επιχειρείται από τις συγκεκριμένες εκπομπές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που κυρίως κυριάρχησε στην Ελλάδα της κρίσης είναι μια λογική του αντισυμβατικού lifestyle. Από τον πρωθυπουργό χωρίς γραβάτα μέχρι τα πλουμιστά πουκάμισα του Γ. Βαρουφάκη, από τη γενική γενειοφορία των ανδρών μέχρι τα πολύμορφα τατουάζ σε γυναικεία και ανδρικά σώματα, η ελληνική κοινωνία, παρά τον κίνδυνο ή την πραγματικότητα της φτωχοποίησης, ποτέ δεν εγκατάλειψε την αίσθηση ότι η εξωτερική εμφάνιση είναι αυτή που θα της δώσει ατομική ή συλλογική ταυτότητα.
Η διαφορά αυτή την περίοδο είναι ότι η μόδα έδωσε στην εγγενή αντισυμβατικότητά της πολιτικά χαρακτηριστικά. Τα τηλεπαιχνίδια επαναφέρουν τη μόδα σε μια κάποια κανονικότητα. Το παραδοσιακά γυναικείο μόντελινγκ, το ποια τσάντα ταιριάζει με ποιο μπλουζάκι και ποιο χτένισμα, όσο και αν φαίνεται και προβάλλεται ως αστείο, μπορεί να εκληφθεί ως μια προσπάθεια να επανέλθει η μόδα στα γνώριμα (προφανώς έμφυλα) χωρικά της ύδατα, στην πραγμάτευση και αναπραγμάτευση εφήμερων συμβόλων, στο δικαίωμα διαρκούς ωραιοποίησης του εαυτού, χωρίς αναγκαστικά ιδεολογικό πρόσημο».
Κατά την άποψη της δημοσιογράφου των «Νέων» Έφης Φαλίδα: «Η μόδα έχει μπει στη ζωή μας. Ο νεόπτωχος εαυτός μας βαυκαλίζεται και ονειρεύεται νύχτες ανυπέρβλητου γκλάμουρ και φαντασμαγορίας από την οθόνη της τηλεόρασης. Ριάλιτι σόου που συναγωνίζονται σε εντυπώσεις, αντλώντας περιεχόμενο από τους κανόνες της βιομηχανίας της μόδας. Η ελληνική πραγματικότητα σίγουρα δεν διαθέτει βιομηχανία μόδας. Η ελληνική τηλεόραση όμως ισχυρίζεται το αντίθετο. Αρκεί που υπάρχουν επίδοξα μοντέλα, γυναίκες που φαντασιώνονται τον πλούτο και ένας όμιλος πρώην επαγγελματιών, οι οποίοι δούλεψαν την επική για τα μηνιαία έντυπα δεκαετία του '90 έως και τα μέσα του 2000. Εκτός, βέβαια, κι αν έχουν το δίκτυο στις πόλεις της μόδας του εξωτερικό, όπου πραγματικά οι νικήτριες θα έβρισκαν ευκαιρίες να εργαστούν σε αυτόν το χώρο. Δεν είναι κακό, φυσικά, να μιλάμε για το φαινόμενο της μόδας και να το βιώνουμε καθένας μέσα από την εμπειρία του σχετικού επαγγέλματός του. Είναι άκαιρο όμως να χρησιμοποιούμε σκουριασμένα εργαλεία που δεν συμβάλλουν στη συζήτηση του παρόντος. Ας μην ξεχνάμε ότι η μόδα είναι καταδικασμένη να επινοεί τον καινούργιο της εαυτό. Να επανεξετάζει τα πρότυπά της και να τα καθαιρεί από το βάθρο τους, όταν συμπληρώσουν τον κύκλο εντυπωσιασμού του πλήθους. Να δείχνει με το ντύσιμο νέων προσώπων ποια είναι η κοινωνική εικόνα του σήμερα.
Αυτά προσπαθούν να περάσουν οι κριτές στο My style rocks ή στο Greece's Next Top Model. Και ανακαλούν από την αυτοαναφορική τους μνήμη παραδείγματα εμπειριών για να ακυρώσουν τις αισθητικές απόπειρες των γυναικών που διαγωνίζονται μεταξύ τους για το γούστο ή την ομορφιά τους. Αυτό, άλλωστε, προστάζει το πλαίσιο των κανόνων του τηλεριάλιτι. Μα, τι είναι το γούστο; Τι θεωρείται όμορφο; Είναι αυτά τα κριτήρια που υπογραμμίζουν τη ροή των σόου της λαϊκής ψυχαγωγίας; Ας μην ξεχνάμε ότι η τηλεόραση, στον "καλό της ρόλο", εκπαιδεύει γρήγορα και μεταδίδει άμεσα τις κοινωνικές αλλαγές και τις αισθητικές μετατοπίσεις. Όμως, σε μια βραδιά πειραματισμού της εμφάνισης, όπως στο "My style rocks", με αυτοσχέδια σενάρια γύρω από την εμπειρία του κόκκινου χαλιού, η διαδικασία ανάδειξης του διαφορετικού είναι μια συσσώρευση απογοητεύσεων. Η φτωχή ποιότητα των υλικών, που οδηγούν στην έκπτωση του στυλιστικού αποτελέσματος, και η ρηχή σύλληψη των ιδεών κάθε διαγωνιζόμενης στην παρουσίασή τους μεταφέρουν το κενό στον θεατή τους. Γυναίκες με το όνειρο ότι διαθέτουν ταλέντο στο παιχνίδι της μόδας ντύνονται για το περιβάλλον του προσωπικού τους παραμυθιού, εμπλουτισμένου από νύχτες πρεμιέρας στο Χόλιγουντ, πάρτι στις Κάννες και τη Βενετία. Η άλλη συζητημένη εκπομπή, το "Greece's Next Top Model", έχει στείλει ήδη σε πόλεμο με τον καθρέφτη ανασφαλείς υπάρξεις νεαρής ηλικίας. Η πορεία από το απόλυτο κάλλος ως τις πολλαπλές εκδοχές της προσωποποιημένης ομορφιάς θα έπρεπε να είναι το τέχνασμα για την εκπαίδευση και του τηλεοπτικού κοινού στην κατανόηση της έννοιας της "διαφορετικότητας": πρόκειται για λέξη της μόδας που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στις Εβδομάδες Μόδας της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου, του Μιλάνου και του Παρισιού. την ευκαιρία να κάνει την καριέρα που ονειρεύεται στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Για να το επιτύχει αυτό θα πρέπει να εκπαιδευτεί σκληρά, σε ρεαλιστικές συνθήκες δουλειάς, και να αξιολογηθεί επαγγελματικά από ειδικούς στον χώρο της μόδας». Πρόκειται για εκπομπές που σημειώνουν υψηλά νούμερα τηλεθέασης και στόχο έχουν να ανακαλύψουν υποψήφιες ικανές να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τις δυσκολίες του χώρου, με επιδιώξεις και φιλοδοξίες που θα τις οδηγήσουν στην πασαρέλα των ονείρων τους. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή, όμως, είναι αναγκασμένες να υποστούν προσβολές, επιθετικές κριτικές, ταπεινωτικές συμπεριφορές και υποτιμητικά σχόλια − όλα στον βωμό της άψογης εξωτερικής εμφάνισης.
Άλλωστε, γι' αυτό συμμετέχουν, για να μπουν στον σαγηνευτικό χώρο της μόδας όπου επιβιώνουν οι τέλειες αναλογίες, τα αψεγάδιαστα πρότυπα και οι καλλίγραμμες καλλονές. Κάπως έτσι, λοιπόν, ο τηλεοπτικός φακός προβάλλει τον λαμπερό κόσμο της μόδας, αφήνοντας να αναδυθεί μια συγκεκριμένη αισθητική αντίληψη που με τη σειρά της συμβάλλει στη δικτατορία της ομοιομορφίας. Aυτό που κυρίως κυριάρχησε στην Ελλάδα της κρίσης είναι μια λογική του αντισυμβατικού lifestyle.
Από τον πρωθυπουργό χωρίς γραβάτα μέχρι τα πλουμιστά πουκάμισα του Γ. Βαρουφάκη, από τη γενική γενειοφορία των ανδρών μέχρι τα πολύμορφα τατουάζ σε γυναικεία και ανδρικά σώματα, η ελληνική κοινωνία, παρά τον κίνδυνο ή την πραγματικότητα της φτωχοποίησης, ποτέ δεν εγκατάλειψε την αίσθηση ότι η εξωτερική εμφάνιση είναι αυτή που θα της δώσει ατομική ή συλλογική ταυτότητα. Γιατί, όμως, είναι μόδα αυτές οι εκπομπές σήμερα; «Η βιομηχανία της μόδας είναι κάτι που σφραγίζει τη σύγχρονη εποχή, τη νεωτερικότητα. Είναι αυτό που έχει επιτρέψει τον εκδημοκρατισμό της διαρκούς αλλαγής ταυτοτήτων με βάση το στυλ, κάτι που τα παλιότερα χρόνια ήταν αποκλειστικό προνόμιο των κοινωνικών ελίτ.
Ο λόγος για το τι είναι μοδάτο και τι όχι, τι φοριέται και τι αποτελεί μια ξεπερασμένη τάση είναι τόσο ρευστός και δυναμικός που δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τους μεγάλους μόδιστρους ούτε από τα πολύ ισχυρά μέσα επικοινωνίας, όπως τα περιοδικά και η τηλεόραση. Ειδικά στην εποχή του Διαδικτύου και των fashion bloggers, το τι είναι στη μόδα καθορίζεται από όλο και μια μεγαλύτερη κλίμακα προσώπων και παραγόντων» λέει στη LiFO o επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ, Βασίλης Βαμβακάς.
Και συμπληρώνει: «Βέβαια, η "μόδα" των τηλεπαιχνιδιών μόδας στην ελληνική πραγματικότητα της κρίσης είναι κάπως οξύμωρη. Σε μια κοινωνία που όλο και περισσότερο βυθίζεται στην οικονομική κρίση θα περίμενε κανείς το ενδιαφέρον για τις παλιές συνήθειες κτήσης και ανάπτυξης lifestyle να υποχωρεί. Μια απλουστευτική ερμηνεία θα έλεγε ότι καταναλώνουμε με τα μάτια στην τηλεόραση ακριβώς αυτά που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε στην κανονική μας ζωή. Δεν είναι όμως αυτή η μοναδική εξήγηση που θα μπορούσε να δώσει κανείς στο γενικευμένο ενδιαφέρον για την τηλεοπτικοποίηση της μόδας και την εκμάθηση του κώδικά της, που, έστω και με πρόχειρο ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, "άκομψο" τρόπο επιχειρείται από τις συγκεκριμένες εκπομπές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που κυρίως κυριάρχησε στην Ελλάδα της κρίσης είναι μια λογική του αντισυμβατικού lifestyle. Από τον πρωθυπουργό χωρίς γραβάτα μέχρι τα πλουμιστά πουκάμισα του Γ. Βαρουφάκη, από τη γενική γενειοφορία των ανδρών μέχρι τα πολύμορφα τατουάζ σε γυναικεία και ανδρικά σώματα, η ελληνική κοινωνία, παρά τον κίνδυνο ή την πραγματικότητα της φτωχοποίησης, ποτέ δεν εγκατάλειψε την αίσθηση ότι η εξωτερική εμφάνιση είναι αυτή που θα της δώσει ατομική ή συλλογική ταυτότητα.
Η διαφορά αυτή την περίοδο είναι ότι η μόδα έδωσε στην εγγενή αντισυμβατικότητά της πολιτικά χαρακτηριστικά. Τα τηλεπαιχνίδια επαναφέρουν τη μόδα σε μια κάποια κανονικότητα. Το παραδοσιακά γυναικείο μόντελινγκ, το ποια τσάντα ταιριάζει με ποιο μπλουζάκι και ποιο χτένισμα, όσο και αν φαίνεται και προβάλλεται ως αστείο, μπορεί να εκληφθεί ως μια προσπάθεια να επανέλθει η μόδα στα γνώριμα (προφανώς έμφυλα) χωρικά της ύδατα, στην πραγμάτευση και αναπραγμάτευση εφήμερων συμβόλων, στο δικαίωμα διαρκούς ωραιοποίησης του εαυτού, χωρίς αναγκαστικά ιδεολογικό πρόσημο».
Κατά την άποψη της δημοσιογράφου των «Νέων» Έφης Φαλίδα: «Η μόδα έχει μπει στη ζωή μας. Ο νεόπτωχος εαυτός μας βαυκαλίζεται και ονειρεύεται νύχτες ανυπέρβλητου γκλάμουρ και φαντασμαγορίας από την οθόνη της τηλεόρασης. Ριάλιτι σόου που συναγωνίζονται σε εντυπώσεις, αντλώντας περιεχόμενο από τους κανόνες της βιομηχανίας της μόδας. Η ελληνική πραγματικότητα σίγουρα δεν διαθέτει βιομηχανία μόδας. Η ελληνική τηλεόραση όμως ισχυρίζεται το αντίθετο. Αρκεί που υπάρχουν επίδοξα μοντέλα, γυναίκες που φαντασιώνονται τον πλούτο και ένας όμιλος πρώην επαγγελματιών, οι οποίοι δούλεψαν την επική για τα μηνιαία έντυπα δεκαετία του '90 έως και τα μέσα του 2000. Εκτός, βέβαια, κι αν έχουν το δίκτυο στις πόλεις της μόδας του εξωτερικό, όπου πραγματικά οι νικήτριες θα έβρισκαν ευκαιρίες να εργαστούν σε αυτόν το χώρο. Δεν είναι κακό, φυσικά, να μιλάμε για το φαινόμενο της μόδας και να το βιώνουμε καθένας μέσα από την εμπειρία του σχετικού επαγγέλματός του. Είναι άκαιρο όμως να χρησιμοποιούμε σκουριασμένα εργαλεία που δεν συμβάλλουν στη συζήτηση του παρόντος. Ας μην ξεχνάμε ότι η μόδα είναι καταδικασμένη να επινοεί τον καινούργιο της εαυτό. Να επανεξετάζει τα πρότυπά της και να τα καθαιρεί από το βάθρο τους, όταν συμπληρώσουν τον κύκλο εντυπωσιασμού του πλήθους. Να δείχνει με το ντύσιμο νέων προσώπων ποια είναι η κοινωνική εικόνα του σήμερα.
Το πρότυπο της όμορφης νέας γυναίκας που αξίζει να αναδειχτεί σε μοντέλο για φωτογραφίσεις και επιδείξεις μόδας είναι από μόνο του ένα ξεπερασμένο στερεότυπο. Μπορεί ακόμα σήμερα να επιδρά στον περίγυρο των νέων γυναικών και να τις ωθεί στο κυνήγι της ματαιοδοξίας, όταν το μόντελινγκ γίνεται διέξοδος από τη φτώχεια, την ανωνυμία του πλήθους, την ανία της καθημερινότητας, την αγωνία της επιβίωσης. Πιστεύουν ότι η ομορφιά "σώζει" αν συνοδεύεται από σέξι συμπεριφορά. Στο μεταξύ, το σόου εξελίσσεται σε μάθημα εγκλεισμού των γυναικών στη φάρμα της κοινοτοπίας. Όμως ο κόσμος αλλάζει. Τα σώματα, τα βλέμματα, οι κινήσεις των ανθρώπων το δείχνουν. Η ομορφιά τους παραμένει πάντα μια απροσδιόριστη εντύπωση που οφείλει την ύπαρξή της σε ένα παιχνίδι κατάκτησης του μοντέρνου. Και το μοντέρνο δεν είναι στους δέκτες μας». Επομένως, ποιοι είναι οι λόγοι που η ελληνική τηλεόραση ποντάρει σε αυτά τα τηλεοπτικά προϊόντα; «Η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση πάντα είχε το στοιχείο της υπερβολικής προσφοράς. Σε σειρές μυθοπλασίας (στις καλές εποχές), σε τηλεπαιχνίδια, σε εκπομπές λόγου - πολιτικής επικαιρότητας, σε σκληρά κοινωνικά ριάλιτι και στα μπιγκμπραδερικού τύπου ριάλιτι της μαγειρικής.
Γιατί να αποτελεί εξαίρεση η τυπολογία εκπομπών που φέρονται να ασχολούνται με τη μόδα; Είναι συνειδητή η επιλογή των καναλιών να ποντάρουν σε αυτήν. Εντάσσεται σε μια γενικότερη τηλεοπτική τάση που θέλει το μέσο, δηλαδή την ελληνική τηλεόραση, να χρησιμοποιείται, να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, αντί εκείνη να επενδύει, εντός και εκτός εισαγωγικών, να παράγει τηλεοπτικό προϊόν, να χτίζει τηλεθέαση» επισημαίνει ο Χρήστος Ιερείδης, δημοσιογράφος της εφημερίδας «Έθνος». Και προσθέτει: «Ένας πασατέμπος είναι τα προγράμματα όπως το "My style Rocks", το "Shopping Star" ή το "Greece's Next Top Model", στημένα από τα σόσιαλ μίντια για τα σόσιαλ μίντια και για άμεση κατανάλωση. Οι σταθμοί που τα μεταδίδουν βγαίνουν πρόσκαιρα κερδισμένοι. Ακόμα και η εκπομπή της ΕΡΤ "Ιστορίες Mόδας", αν και σαφώς διαφοροποιημένη από τα φαστ-φουντ τηλεπροϊόντα του συρμού, έχει ουσιαστικές αδυναμίες (ίσως εξαιτίας κάποιων ευκολιών), ενώ θα μπορούσε να αποτελεί σημείο αναφοράς. Περισσότερο ωφελημένοι είναι οι συμμετέχοντες −η αντιμετώπισή τους δεν αντέχει κριτική−, οι οποίοι εξαργυρώνουν την αναγνωσιμότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χτίζουν καριέρα μέσω Instagram και συστήνονται ως influencers − βέβαια, μόνο κατ' επίφαση μπορούν να θεωρηθούν τέτοιοι. Γενικά, έχει περάσει με στρεβλό τρόπο στο συλλογικό υποσυνείδητο, ειδικά των νέων, ως η ευκαιρία που θα τους προσφέρει τη "μεγάλη ζωή" άκοπα.
Διαβάστε ολόκληρο το ρεπορτάζ στο lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου