Η επόμενη μέρα της ιστορικής συμφωνίας για τη διευθέτηση του ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά και της μισθοδοσίας των κληρικών στην οποία κατέληξαν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, βρίσκει τις...
δύο πλευρές να κάνουν την αποτίμησή τους, ενώ ήδη έχουν αρχίσει και οι αντιδράσεις, με τους κληρικούς να ζητούν την ακύρωσή της και να τη χαρακτηρίζουν επαίσχυντη.
Για ιστορική συμφωνία έκαναν λόγο χθες μετά τη συνάντησή τους τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και ο Αρχιεπίσκοπος, ενώ στο κοινό ανακοινωθέν σημειώνεται: «Μετά από έναν πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διάλογο ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού, έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες που αφορούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων μεταξύ μας».
Στην πράξη αυτό που αλλάζει με τη συμφωνία είναι ότι οι ιερείς δεν θα είναι πλέον δημόσιοι υπάλληλοι και δεν θα πληρώνονται απευθείας από το κράτος, αλλά η Εκκλησία θα είναι υπεύθυνη για την καταβολή των μισθών των κληρικών, λαμβάνοντας ποσό από το κράτος για τον σκοπό αυτό.
Αναφορικά με τη συμφωνία για τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, σε αυτό εντάσσονται και οι αμφισβητούμενες ανάμεσα στο ελληνικό δημόσιο και την Εκκλησία περιουσίες. Επί της ουσίας οι δύο πλευρές παραιτούνται των αξιώσεων στις αμφισβητούμενες περιοχές και προχωρούν στη συνεκμετάλλευσή τους στο νέο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
Οι κοινές προτάσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, που θα πάρουν τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης είναι οι εξής:
Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
Οι παραπάνω δεσμεύσεις των μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.
Ακύρωση της συμφωνίας ζητούν οι Κληρικοί
Ο Ιερός Σύνδεσμος Κληρικών Ελλάδος με έκτακτο ανακοινωθέν ζητά από τους Μητροπολίτες να σταματήσουν την επαίσχυντη, όπως την χαρακτηρίζουν, συμφωνία.
«Αισθανόμεθα προδομένοι από όσους συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις για την λήψη των αποφάσεων, ερήμην των άμεσα ενδιαφερομένων που είναι οι Εφημέριοι της Ελλάδος και το χριστεπώνυμο πλήρωμα», αναφέρουν στην ανακοίνωσή τους οι κληρικοί και προειδοποιούν: «Ο ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ θα πράξει τα δέοντα να ακυρωθεί η επαίσχυντη για αυτούς συμφωνία προβαίνοντας σε όλες τις νόμιμες διαδικασίες...
cnn.gr
δύο πλευρές να κάνουν την αποτίμησή τους, ενώ ήδη έχουν αρχίσει και οι αντιδράσεις, με τους κληρικούς να ζητούν την ακύρωσή της και να τη χαρακτηρίζουν επαίσχυντη.
Για ιστορική συμφωνία έκαναν λόγο χθες μετά τη συνάντησή τους τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και ο Αρχιεπίσκοπος, ενώ στο κοινό ανακοινωθέν σημειώνεται: «Μετά από έναν πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διάλογο ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού, έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες που αφορούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων μεταξύ μας».
Στην πράξη αυτό που αλλάζει με τη συμφωνία είναι ότι οι ιερείς δεν θα είναι πλέον δημόσιοι υπάλληλοι και δεν θα πληρώνονται απευθείας από το κράτος, αλλά η Εκκλησία θα είναι υπεύθυνη για την καταβολή των μισθών των κληρικών, λαμβάνοντας ποσό από το κράτος για τον σκοπό αυτό.
Αναφορικά με τη συμφωνία για τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, σε αυτό εντάσσονται και οι αμφισβητούμενες ανάμεσα στο ελληνικό δημόσιο και την Εκκλησία περιουσίες. Επί της ουσίας οι δύο πλευρές παραιτούνται των αξιώσεων στις αμφισβητούμενες περιοχές και προχωρούν στη συνεκμετάλλευσή τους στο νέο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
Οι κοινές προτάσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, που θα πάρουν τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης είναι οι εξής:
Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
Οι παραπάνω δεσμεύσεις των μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.
Ακύρωση της συμφωνίας ζητούν οι Κληρικοί
Ο Ιερός Σύνδεσμος Κληρικών Ελλάδος με έκτακτο ανακοινωθέν ζητά από τους Μητροπολίτες να σταματήσουν την επαίσχυντη, όπως την χαρακτηρίζουν, συμφωνία.
«Αισθανόμεθα προδομένοι από όσους συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις για την λήψη των αποφάσεων, ερήμην των άμεσα ενδιαφερομένων που είναι οι Εφημέριοι της Ελλάδος και το χριστεπώνυμο πλήρωμα», αναφέρουν στην ανακοίνωσή τους οι κληρικοί και προειδοποιούν: «Ο ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ θα πράξει τα δέοντα να ακυρωθεί η επαίσχυντη για αυτούς συμφωνία προβαίνοντας σε όλες τις νόμιμες διαδικασίες...
cnn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου