Δεν γέμισε η (πολύ μεγάλη, η γιγαντιαία, είναι αλήθεια) αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής, η «Χρήστος Λαμπράκης», την τρίτη και τελευταία ημέρα των συναυλιών που ήταν αφιερωμένες στον Μάνο Ελευθερίου. Δεν θα λέγαμε ότι...
ήταν είχαν δημιουργηθεί για τη μνήμη του σπουδαίου
στιχουργού, ποιητή και συγγραφέα, αλλά για την ίδια τη φυσική οντότητα του Ελευθερίου, αφού το αφιέρωμα προγραμματίστηκε και άρχισε να προετοιμάζεται όταν εκείνος ήταν εν ζωή και «κανείς μας δεν περίμενε πως δεν θα παρευρεθεί στην πρεμιέρα, κανείς» όπως γράφει σε σημείωμα του προγράμματος ο Γιώργος Ανδρέου, ένας από τους βασικούς συντελεστές της εκδήλωσης (έκανε τη θεατρική προσαρμογή και τη μουσική σύνθεση). Μάλιστα, ο ίδιος ο ποιητής είχε συγκατανεύσει σε πρόσωπα της εκδήλωσης, ίσως και να τα επέβαλε κιόλας. Για παράδειγμα για το έργο του Ο Νοητός Λύκος ο Ελευθερίου «από μιας αρχής έθεσε ως κεντρική προϋπόθεση την ανάθεση του ρόλου του Μουσικού Αφηγητή στον Γιώργο Νταλάρα», όπως γράφει ο Ανδρέου.
Το ότι μπορούσες σε μια τόσο σημαντική εκδήλωση του Μεγάρου –και με άμεσο ελληνικό ενδιαφέρον– να βρεις εισιτήριο την τελευταία στιγμή (και όχι από επιστροφές, αν είσαι τυχερός, όπως συμβαίνει άλλες φορές) απετέλεσε έκπληξη –τουλάχιστον για εμάς. Η παράσταση (ή συναυλία, όπως θέλετε να την πείτε) ήταν προετοιμασμένη στην εντέλεια, πολυπρόσωπη σε τραγουδιστές, ηθοποιούς, ορχήστρα. Και, φυσικά, με βαριά ονόματα, πέρα από αυτό του Μάνου Ελευθερίου: Νταλάρας, Τσαλιγοπούλου, Θηβαίος, Φριντζήλα.
Οι εντυπώσεις; Με τόσο βαριά και σχολαστικά δομημένη δουλειά δεν θα μπορούσε να μην είναι καλές. Ωστόσο, δεν ήταν αυτές που περιμέναμε, κυρίως από το ποιοτικό, αλλά χαμηλότονο πρώτο μέρος που χαρακτηρίζεται ως Μουσικό Δράμα. Με έργα του Μάνου Ελευθερίου, σε αυτό το μέρος, που δεν έχουν φτάσει στον κόσμο –στον πολύ κόσμο, εννοείτε– θεατροποιημένα και σκηνοθετημένα από τον Δημήτρη Λιγνάδη, και με την υποκριτική συνδρομή του Χρήστου Θηβαίου που δεν έπεισε ως ηθοποιός (αντίθετα ήταν πολύ καλός στο μουσικό μέρος), κράτησε μια αίθουσα σε «ύφος Μεγάρου», δηλαδή σιωπηλή και βαριά. Να σημειώσουμε, ότι σύμφωνα με το σημείωμα του Γιώργου Ανδρέου, ο Ελευθερίου είχε βάλει, όπως στην περίπτωση του Νταλάρα, ως προϋπόθεση την ανάθεση «του ρόλου του Αγγέλου στον (με γονείς ηθοποιούς) Χρήστο Θηβαίο». Δεν καταλάβαμε βέβαια τη διευκρίνιση της παρένθεσης «με γονείς ηθοποιούς». Τι σημαίνει αυτό; Ότι ανοίγει την πόρτα της θεατρικής σκηνής στον ίδιο για να ερμηνεύσει με επιτυχία έναν ρόλο, έστω και αν αυτός είναι και μουσικός;
Το δεύτερο μέρος ήταν τελείως διαφορετικό. Ζωντανό! Και αποτέλεσε αποθέωση του Μάνου Ελευθερίου. Οι ερμηνείες και οι μεγάλες επιτυχίες ξεσήκωσαν τον κόσμο που τραγούδησε, χειροκρότησε, κράτησε με χειροκροτήματα των ρυθμό και στο τέλος μπιζάρισε τους τραγουδιστές είχαν την ίδια «ξεσηκωτική» διάθεση και στο τέλος κλήθηκαν ξανά και ξανά στη σκηνή από το κοινό. Το ρεπερτόριο σπουδαίο: Ειν’ αρρώστια τα τραγούδια, Του κάτω κόσμου τα πουλιά, Σ’ αυτή τη γειτονιά, Κάτω απ’ τη μαρκίζα, Το τραίνο φεύγει στις οχτώ, Παραπονεμένα λόγια και πολλά άλλα, υπέροχα και αγαπημένα από το ελληνικό κοινό.
Όπως και να έχει, ήταν μια από τις δουλειές που ως ανάμνηση αντέχουν στο χρόνο –ανεξάρτητα με τις όποιες ενστάσεις. Και κρίμα που το Μέγαρο δεν ήταν απολύτως γεμάτο –όχι ασφυκτικά γεμάτο, δηλαδή– τουλάχιστον την τρίτη ημέρα. Να έφταιγε ότι ήταν Δευτέρα; Μήπως ευθύνεται το μη λαϊκό πρώτο μέρος; Ποιος μπορεί να βγάλει τόσο εύκολα συμπεράσματα;
harddog-sport.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου