Τη νύχτα της Τρίτης, μια δυνατή καταιγίδα έσβησε επιτέλους το πύρινο μέτωπο που επί δώδεκα ολόκληρες μέρες κατάκαιγε την μικρή πόλη Πάρανταϊζ της Καλιφόρνιας. Οταν ξημέρωσε, και οι...
λιγοστοί επιζήσαντες κάτοικοι που δεν εγκατέλειψαν πανικόβλητοι την περιοχή βγήκαν από τα μισοκαμένα σπίτια τους, η εικόνα που αντίκρισαν δεν περιγράφεται με λέξεις.
Τα νούμερα ζαλίζουν: 83 νεκροί, πάνω από 560 αγνοούμενοι, 13.630 καμένες κατοικίες, δεκάδες χιλιάδες άστεγοι στοιβαγμένοι σε πρόχειρες τεντουπόλεις. Αλλά κι αυτοί οι αριθμοί είναι ελλιπείς: εκατοντάδες εθελοντές ψάχνουν ακόμη πυρετωδώς στα αποκαΐδια, αλλά θα χρειαστούν ακόμη πολλές ημέρες, ίσως και εβδομάδες, για να ερευνήσουν ολόκληρη την πόλη των 26.000 κατοίκων και τα περίχωρά της. Ολόκληρες γειτονιές παραμένουν έως σήμερα απάτητες από τους διασώστες.
Ετσι κι αλλιώς, όμως, μιλάμε για μια από τις φονικότερες, καταστροφικότερες πυρκαγιές στην ιστορία μιας πολιτείας που καίγεται κάθε χρόνο, σχεδόν εθιμοτυπικά, απ’ άκρου σε άκρο – χειρότερη και από την τρομερή φωτιά του καλοκαιριού στο Μεντοτσίνο και το Ρέντιγκ.
Και τώρα, με τις βροχές, ένας νέος εφιάλτης γεννιέται, καθώς τα νερά κατεβάζουν τα μπάζα από τις απανθρακωμένες λοφοπλαγιές της Σιέρα Νεβάδα και τα ανακατεύουν με την τοξική, γεμάτη διοξίνες και βαρέα μέταλλα, στάχτη από τα καμένα κτίρια και οχήματα, μολύνοντας τον υδροφόρο ορίζοντα.
Αλλωστε, η καταστροφή από τις φωτιές δεν τελειώνει με το σβήσιμό τους – από οικολογική άποψη, μια φωτιά τέτοιας έκτασης συνεχίζει να σκοτώνει ανθρώπους και οικοσυστήματα για χρόνια, ακόμη και δεκαετίες. Πόσο μάλλον που ο τοξικός καπνός από τη συγκεκριμένη πυρκαγιά έφτασε ώς την ανατολική ακτή των ΗΠΑ, χρωματίζοντας μ’ ένα άρρωστο ροζ φως τα ηλιοβασιλέματα στη χιονισμένη Νέα Υόρκη.
Στον «Παράδεισο» δεν ζούσαν πολλοί πλούσιοι άνθρωποι – με βάση τα στοιχεία, ήταν μια αγροτική περιοχή με χαμηλά εισοδήματα (20.000 δολάρια τον χρόνο, κάτω από τον καλιφορνέζικο μέσο όρο) και υψηλό μέσο όρο ηλικίας (50 χρόνια), ξεχασμένη από το κράτος.
Σε αντίθεση με το Μαλιμπού, όπου οι ζάπλουτοι κάτοικοι σαν την Κίμ Καρντάσιαν πλήρωσαν από τη τσέπη τους ιδιωτικές εταιρείες πυρόσβεσης για να σώσουν τις χλιδάτες επαύλεις τους –ιδιωτικές εταιρείες- εργολάβους, που συχνά «προσλαμβάνουν» φυλακισμένους με δυο-τρία δολάρια την ώρα για να σκάβουν αντιπυρικές ζώνες γύρω από τις βιλάρες– το Πάρανταϊζ αφέθηκε στη μοίρα του.
Πώς ξεκίνησε όμως (και) αυτή η λαίλαπα, που βαφτίστηκε Camp Fire; Οσο κι αν ισχύει, ως γενική παραδοχή, η σύνδεση της αύξησης των πυρκαγιών με την κλιματική αλλαγή και την υπερθέρμανση, που μετατρέπει τους δρυμούς σε πυριτιδαποθήκες, στην πραγματικότητα και αυτή η φωτιά ξέσπασε ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής απληστίας των μεγάλων εταιρειών – στην περίπτωσή μας, της γιγαντιαίας ιδιωτικής εταιρείας ηλεκτροδότησης PG&E, που εδώ και χρόνια περικόπτει συστηματικά τις δαπάνες για ειδικευμένο προσωπικό και για ανανέωση και συντήρηση του απαρχαιωμένου δικτύου της.
Επίσημο πόρισμα δεν υπάρχει ακόμη, αλλά όλες οι ενδείξεις και μαρτυρίες συγκλίνουν πως ο όλεθρος ξεκίνησε στις 8 Νοεμβρίου με την πτώση ενός ξύλινου πυλώνα κοντά στο φράγμα Πόε, λίγα χιλιόμετρα έξω από τον «Παράδεισο».
Εδώ και πολλά χρόνια, η ισχυρή οικολογική κοινότητα της προοδευτικής και προηγμένης, υποτίθεται, Καλιφόρνιας καταγγέλλει την PG&E και τις άλλες μεγάλες εταιρείες «κοινής ωφέλειας» για την αδιαφορία που δείχνουν απέναντι στον συγκεκριμένο κίνδυνο. Για την ακρίβεια, πριν από 16 ολόκληρα χρόνια –το 2002– το Πάρανταϊζ σώθηκε από θαύμα, όταν και πάλι ξέσπασε φωτιά μετά την κατάρρευση πέντε πυλώνων στην ίδια περιοχή. Αλλά τίποτε δεν άλλαξε...
Η τεχνολογία υπάρχει, η βούληση λείπει: λίγα εκατομμύρια δολάρια, μια χούφτα ψίχουλα σε σχέση με τα δισεκατομμύρια του τζίρου αυτών των γιγάντων, θα ήταν αρκετά για να αντικατασταθεί το υπάρχον δίκτυο με υπόγεια καλώδια, και να τοποθετηθεί ένα απλό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης.
Αντί γι’ αυτό, εκατοντάδες άνθρωποι παγιδεύτηκαν και κάηκαν ζωντανοί μέσα στα σπίτια τους ή παγιδευμένοι μέσα στα αυτοκίνητά τους, όπως ακριβώς συνέβη πριν από τρεις μήνες στο Μάτι ή πέρσι στην Πορτογαλία...
Τρεις κολοσσοί, οι Pacific Gas and Electric (PG&E), Southern California Edison (SCE) και San Diego Gas and Electric (SDG&E) μοιράζονται την ηλεκτροδότηση της πλουσιότερης αμερικανικής πολιτείας – που, αν ήταν κράτος, θα είχε την όγδοη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο.
Η τριάδα αυτή έχει ήδη κριθεί ένοχη για το ξέσπασμα 2.000 πυρκαγιών στην Καλιφόρνια μέσα στην τετραετία 2014-17, εκ των οποίων τα τρία τέταρτα «χρεώνονται» στην PG&E.
Με βάση τα επίσημα πορίσματα των αρχών, τουλάχιστον έντεκα μεγάλες πυρκαγιές του 2017 αποδίδονται σε «εγκληματική αμέλεια» της PG&E, και η εταιρεία αντιμετωπίζει συνολικά αξιώσεις ύψους...17 δισεκατομμυρίων δολαρίων, χωρίς να υπολογίζονται οι τεράστιες φετινές καταστροφές.
Τώρα, οι συγγενείς των θυμάτων ετοιμάζουν μαζικές αγωγές κατά των εταιρειών – αλλά λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο: οι (λέμε τώρα) Δημοκρατικοί που κυβερνούν την Καλιφόρνια, θορυβημένοι από το πιθανό ύψος των αποζημιώσεων και την πιθανότητα να χρεοκοπήσουν εξαιτίας τους οι προεκλογικοί σπόνσορές τους, φρόντισαν ήδη από τον Σεπτέμβριο να περάσουν νόμο που προστατεύει τις εταιρείες κοινής ωφέλειας από τις ευθύνες τους, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι ευθύνονται για τις πυρκαγιές!
Οι αποζημιώσεις, λέει ο νέος νόμος που φέρει την υπογραφή του κυβερνήτη Τζέρι Μπράουν, θα περιορίζονται σε επίπεδο που «δεν θα θέτει σε κίνδυνο την οικονομική σταθερότητα» των ένοχων μεγαθήριων...
Οσο για τον... Μεγάλο Ξενοδόχο, τον Τραμπ και την ομοσπονδιακή κυβέρνησή του, αυτός μάλλον ονειρεύεται ήδη τα πολυτελή «ριζόρτ» και τα γήπεδα γκολφ που θα ξεφυτρώσουν σε λίγα χρόνια στα καμένα: η προεδράρα με το πορτοκαλί μαλλί επισκέφτηκε πριν από λίγες μέρες «στα πεταχτά» το Πάρανταϊζ –μόνο για τις κάμερες– με ελικόπτερο φυσικά και αποφεύγοντας όπως ο διάολος το λιβάνι να πλησιάσει τα αντίσκηνα στους καταυλισμούς των απελπισμένων αστέγων, όπου ήδη έχει ξεσπάσει επιδημία από την κακή υγιεινή και την έλλειψη προσωπικού και υποδομών.
Και την περασμένη Κυριακή, ο υπουργός Εσωτερικών Ράιαν Ζίνκε το... τερμάτισε, καταγγέλλοντας πως για τις φωτιές ευθύνονται οι... «τρομοκράτες οικολόγοι» («environmental radicals», ήταν η φράση που διάλεξε) που εμποδίζουν τη σωστή διαχείριση των δασών από τις «καλές» εταιρείες!
Γιώργος Τσιάρας
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου