“Το μέσο είναι το μήνυμα”. Το απόφθεγμα του Μακ Λούαν είναι γνωστό. Και τείνω να το σκέφτομαι όλο και συχνότερα με αφορμή τις...
κατά καιρούς "περιηγήσεις" μου στο Τουίτερ, με έναν λογαριασμό που άνοιξα το 2009, όταν συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να παρακολουθώ σχεδόν σε "πραγματικό χρόνο" τη ροή των ειδήσεων από τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Σχεδόν μια άλλη εποχή...
Σήμερα πλέον με τη χιονοστιβάδα των fake news από τη μια και με τη σφοδρότητα και τη βιαιότητα των χαρακτηρισμών να επικρατούν, ανεξαρτήτως πλέον θέματος, το Τουίτερ καθίσταται όλο και περισσότερο ναρκοθετημένο πεδίο, με ψεύτικους λογαριασμούς, κατευθυνόμενες επιθέσεις ad hominem, συγκρουσιακές ατζέντες και λογικές, πολιτικαντισμούς και απίστευτα επίπεδα χυδαιότητας. Ένα πεδίο περιορισμένου ενδιαφέροντος.
Όλο και λιγότερος αυθορμητισμός, όλο και περισσότερη συγκρουσιακή σφοδρότητα. Όλο και λιγότερη αρθρωμένη λογικά επιχειρηματολογία, όλο και περισσότεροι, συχνά χυδαίοι, χαρακτηρισμοί. Και παράλληλα σχεδόν καμία πρωτοτυπία: ιδεών, έκφρασης. Σαν τον τόνο να τον δίνουν μόνο οι, με άπειρους και ανεκδιήγητους χαρακτηρισμούς, αντιπαραθέσεις.
Κι εκεί που τείνει κανείς να πιστέψει ότι, ναι, το μέσο που ονομάζεται τουίτερ ταυτίζεται πλέον αποκλειστικά με την οξεία αντιπαράθεση, πέφτεις πάνω σε ένα τουίτ του Μπερνάρ Πιβό, για παράδειγμα, και συνειδητοποιείς ότι το πρόβλημα δεν είναι το... μέσο, αλλά οι χρήστες. Εκείνοι που επιλέγουν το περιεχόμενο και την έκφραση.
“Η Γαλλία λατρεύει να ξύνει: παλιές πέτρες, δελτία του ΛΟΤΤΟ, τους πάτους των συρταριών, τις πληγές της ιστορίας της”. Μια φράση - μια μεγάλη κουβέντα, προς σκέψη, προς συζήτηση, διερεύνηση. Πόσα έτη φωτός μακριά από τις επικρατούσες, συγκρουσιακές, φοβικές, υστερικές κραυγές των 280 πλέον χαρακτήρων, εντός αλλά κι εκτός, για να είμαστε δίκαιοι, Ελλάδας.
Τα τουίτ του παρουσιαστή της μακροβιότερης ίσως (από το 1975 ώς το 1990) και σίγουρα της πιο επιτυχημένης εκπομπής της γαλλικής δημόσιας τηλεόρασης για το βιβλίο («Apostrophes»), ο οποίος σήμερα καλλιεργεί τα αμπέλια του, λάτρης του Μποζολέ γαρ, είναι μεν συχνά γαλλοκεντρικά, ωστόσο πολλές φορές διακρίνονται για ένα είδος οικουμενικότητας. Μέσα στον ορυμαγδό των κραυγών, ξεχωρίζουν σαν νησίδες σκέψης, με κάθε λέξη προσεκτικά διαλεγμένη.
Ο ίδιος θεωρεί τα τουίτ “σχολή της συντομίας” για διανοητικές ασκήσεις. Μιας γραφής δηλαδή που αναζητά ουσία εν συντομία -μια καλή άσκηση για όλους τους δημοσιογράφους. “Μου αρέσουν τα τουίτ γιατί φεύγουν σιωπηλά, κυκλοφορούν σιωπηλά και φθάνουν σιωπηλά. Τα τουίτ είναι γάτες” γράφει. Μάλιστα, η τελευταία φράση είναι και ο τίτλος του βιβλίου του με χαρακτηριστικές του αναρτήσεις, που κυκλοφορεί στα γαλλικά.
Αυτός ο 80άρης κύριος, λοιπόν, δίνει ελπίδα: δεν είναι ούτε θέμα ηλικίας, ούτε νομοτελειακή λειτουργία του μέσου. Εμείς καθορίζουμε τη σχέση μας μαζί του (όπως άλλωστε, λίγο ή πολύ, και με όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Εμείς επιλέγουμε τη μορφή και το περιεχόμενο. Εμείς επιλέγουμε να κάνουμε ριτουίτ μια άποψη ή έναν βρυχηθμό.
Με όλο τον σεβασμό, λοιπόν, στον Καναδό δάσκαλο, δεν επιβάλλει ο αριθμός των χαρακτήρων τη χυδαιότητα. Μπορούμε να τουιτάρουμε διαφορετικά. Με γνώση, με χιούμορ, με οξυδέρκεια. Ναι, η άσκηση είναι δύσκολη. Έχει κανόνες: δεν κόβονται λέξεις, δεν γίνονται εκπτώσεις στην ορθογραφία ή στο ήθος. Ούτε και προσωπικές επιθέσεις. Ένα είδος σύγχρονων χαϊκού κατά της απόπειρας εκφασισμού του λόγου και της περιρρέουσας χυδαιότητας. Γιατί όχι;
* Η Ελένη Τσερεζόλε είναι δημοσιογράφος
avgi,gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου