Οταν παλαιότερα εργαζόμουν στο κέντρο της Αθήνας, έτρωγα αρκετές φορές, μαζί με συναδέλφους, στο «Ideal» της οδού Πανεπιστημίου ή στο «Κεντρικόν» της στοάς της οδού Κολοκοτρώνη. Ενίοτε, στην...
επιστροφή από το «Ideal» προς το γραφείο, μετά το μεσημεριανό διάλειμμα, αγοράζαμε λουκουμάδες από το «Αιγαίον» (πάλι επί της Πανεπιστημίου).
Παιδί του περασμένου αιώνα, πρόλαβα τα ιστορικά αυτά στέκια της πρωτεύουσας ανοιχτά, να δεσπόζουν καθένα με τον τρόπο του όχι ως απλοί χώροι εστίασης αλλά ως τοπόσημα στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Το «Ideal» έκλεισε πρώτο, έπειτα από έναν σχεδόν αιώνα λειτουργίας. Το 2017 έβαλε λουκέτο το «Αιγαίον», με τον τελευταίο ιδιοκτήτη του να αναγγέλλει το γεγονός με μία λιτή ανακοίνωση: «Σχεδόν ένας αιώνας πέρασε! Το “Αιγαίον” κλείνει εδώ έναν κύκλο. Αισιοδοξούμε να γλυκάνουμε και πάλι τους πελάτες μας σε νέες συνθήκες στο προσεχές μέλλον!».
Χθες μαθεύτηκε το κλείσιμο του «Κεντρικού», το οποίο είχε πρωτοανοίξει ως καφενείο το 1935.
Ολα τα πράγματα θα μου πείτε, κάποια στιγμή φτάνουν στο τέλος τους. Το ίδιο και οι επιχειρήσεις που έχουν ιδιοκτήτη και ό,τι θέλει τις κάνει. Οταν όμως μια επιχείρηση έχει συνδέσει το όνομά της με την ιστορία μιας πόλης, ο «θάνατός» της μοιάζει ακόμα πιο πικρός. Ειδικά σε μια πόλη όπως η Αθήνα που έχει θρηνήσει δεκάδες τέτοιους «θανάτους», θάβοντας με ανατριχιαστική επιμονή το κομψό και τρυφερό παρελθόν της κάτω από τόνους μπετόν, κάτω από τόνους λησμονιάς.
Κακά τα ψέματα, εμείς δεν καταφέραμε αυτό που κατάφεραν άλλες πρωτεύουσες και άλλες πόλεις της Ευρώπης, να διατηρήσουμε το χρώμα, την αίσθηση της παλιάς Αθήνας δημιουργώντας ένα όσο γίνεται πιο εκτεταμένο ιστορικό κέντρο πέρα από τη μικρή (και κακοσυντηρημένη) Πλάκα. Δεν τη σεβαστήκαμε την πόλη μας, κατά συνέπεια δεν σεβαστήκαμε και τα ιστορικά στέκια της που αλλού τα κρατούν ανοιχτά με νύχια και με δόντια.
Το «Cafe Procope» στο Παρίσι λειτουργεί από το 1686. Το «Cafe Schwarzenberg» της Βιέννης λειτουργεί από τα τέλη του 19ου αιώνα, ως ένα μόνο από τα αιωνόβια καφέ μιας πόλης όπου η καθημερινή απόλαυση ενός ροφήματος ή ενός γλυκίσματος συνεπάγεται ένα ταξίδι στην πλούσια ιστορία της. To «Cafe Tambosi» εξυπηρετεί τους πελάτες του στο Μόναχο από το 1775. Και δεν είναι μόνο τα ιστορικά εστιατόρια και καφέ που σήμερα φιγουράρουν ως τουριστικές ατραξιόν παντού εκτός Ελλάδος, είναι και τα θέατρα (γεμάτο το Λονδίνο από σκηνές με ιστορία αιώνων) είναι και τα σπίτια επωνύμων, και τα παλιά βιβλιοπωλεία, και μια σειρά από κτίρια που έχουν γίνει μουσεία… Τι ανάλογο διαθέτει η Αθήνα πέραν του Αρχοντικού των Μπενιζέλων που αν δεν ενδιέφερε την Εκκλησία ως (πιθανή) οικία της Αγίας Φιλοθέης μπορεί και να μην είχε αναπαλαιωθεί ποτέ, και μερικών ακόμα κτιρίων που στέκονται όρθια σχεδόν από τύχη ή επειδή κάποιος «τρελός» έτυχε να ενδιαφερθεί; Γιατί αλήθεια εμείς ποτέ δεν επιδείξαμε τρυφερότητα και ενδιαφέρον για τα ιστορικά μας κτίρια ή τις ιστορικές επιχειρήσεις μας (καταστήματα, εργοστάσια, αποθήκες) που αφέθηκαν να κλείσουν, να ρημάξουν, να καταρρεύσουν;
Ισως επειδή όπως και οι παππούδες μας που ήρθαν εδώ από ανάγκη για να βρουν δουλειές και με την ελπίδα ότι θα φύγουν, ποτέ και εμείς δεν αγαπήσαμε αυτή την πόλη σαν να είναι δικιά μας. Ισως επειδή μάθαμε να την αντιμετωπίζουμε, να τη μεταχειριζόμαστε αν όχι με μίσος σίγουρα με αδιαφορία. Και επειδή σχεδόν καμία δημόσια αρχή, καμία κυβέρνηση, κανένας πολιτικός από εκείνους που κράτησαν για ένα διάστημα την τύχη της Αθήνας στα χέρια τους δεν εκπόνησε ένα σοβαρό σχέδιο αναπαλαίωσης-ανάπλασης των ιστορικών περιοχών και του κέντρου. Χρησιμοποιώ τη λέξη «σχεδόν», έχοντας στο μυαλό μου μόνο τη Μελίνα Μερκούρη. Που, όσο και αν έχει γίνει της μόδας η υποτίμηση της προσφορά της (πολλά τα λόγια αμφισβήτησης και απαξίωσης που ακούω και διαβάζω), αν δεν είχε περάσει από τον πολιτικό στίβο φοβάμαι πως σήμερα δεν θα είχε μείνει όρθιο ούτε ένα διατηρητέο.
Οπως αποχαιρετίσαμε και εξακολουθούμε να αποχαιρετούμε τα ιστορικά κτίρια μας, με την ίδια αδιαφορία αποχαιρετούμε και τις ιστορικές επιχειρήσεις της Αθήνας, από τα εστιατόρια ως τα θέατρά της. Αν το ήθελαν οι ιδιοκτήτες τους μπορεί και να τις διέσωζαν. Εχουν ευθύνη. Την ίδια στιγμή, αν ενδιαφερόταν και το κράτος, θεωρώντας πως εκτός από ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι μνημεία της πόλης τα οποία οφείλουμε να σεβαστούμε, μπορεί το λουκέτο να μην ήταν μονόδρομος. Μπορεί εστιατόρια όπως το «Ideal» και το «Κεντρικόν» να είχαν κηρυχθεί διατηρητέα. Μπορεί, παραδείγματος χάριν, το παλιό «Βιβλιοπωλείο της Εστίας» στην οδό Σταδίου 32 (στοά Νικολούδη) και ο γειτονικός «Λουμίδης» με το διάσημο πατάρι του όπου σύχναζαν οι πνευματικοί άνθρωποι της Αθήνας, να ήταν μουσεία.
Οπως, μουσεία μπορεί να ήταν σπίτια σαν το αρχοντικό στα Εξάρχεια όπου έζησε και αυτοκτόνησε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και που τώρα γκρεμίζονται εγκαταλειμμένα. Μπορεί, έξω από το μεγάλο σούπερ μάρκετ της οδού Πατησίων να μην ήταν σήμερα τοποθετημένη η πινακίδα που γράφει «Εδώ υπήρχε το Θέατρο Καλουτά», αλλά να υπήρχε ακόμα το Θέατρο Καλουτά...
Κοσμάς Βίδος
επιστροφή από το «Ideal» προς το γραφείο, μετά το μεσημεριανό διάλειμμα, αγοράζαμε λουκουμάδες από το «Αιγαίον» (πάλι επί της Πανεπιστημίου).
Παιδί του περασμένου αιώνα, πρόλαβα τα ιστορικά αυτά στέκια της πρωτεύουσας ανοιχτά, να δεσπόζουν καθένα με τον τρόπο του όχι ως απλοί χώροι εστίασης αλλά ως τοπόσημα στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Το «Ideal» έκλεισε πρώτο, έπειτα από έναν σχεδόν αιώνα λειτουργίας. Το 2017 έβαλε λουκέτο το «Αιγαίον», με τον τελευταίο ιδιοκτήτη του να αναγγέλλει το γεγονός με μία λιτή ανακοίνωση: «Σχεδόν ένας αιώνας πέρασε! Το “Αιγαίον” κλείνει εδώ έναν κύκλο. Αισιοδοξούμε να γλυκάνουμε και πάλι τους πελάτες μας σε νέες συνθήκες στο προσεχές μέλλον!».
Χθες μαθεύτηκε το κλείσιμο του «Κεντρικού», το οποίο είχε πρωτοανοίξει ως καφενείο το 1935.
Ολα τα πράγματα θα μου πείτε, κάποια στιγμή φτάνουν στο τέλος τους. Το ίδιο και οι επιχειρήσεις που έχουν ιδιοκτήτη και ό,τι θέλει τις κάνει. Οταν όμως μια επιχείρηση έχει συνδέσει το όνομά της με την ιστορία μιας πόλης, ο «θάνατός» της μοιάζει ακόμα πιο πικρός. Ειδικά σε μια πόλη όπως η Αθήνα που έχει θρηνήσει δεκάδες τέτοιους «θανάτους», θάβοντας με ανατριχιαστική επιμονή το κομψό και τρυφερό παρελθόν της κάτω από τόνους μπετόν, κάτω από τόνους λησμονιάς.
Κακά τα ψέματα, εμείς δεν καταφέραμε αυτό που κατάφεραν άλλες πρωτεύουσες και άλλες πόλεις της Ευρώπης, να διατηρήσουμε το χρώμα, την αίσθηση της παλιάς Αθήνας δημιουργώντας ένα όσο γίνεται πιο εκτεταμένο ιστορικό κέντρο πέρα από τη μικρή (και κακοσυντηρημένη) Πλάκα. Δεν τη σεβαστήκαμε την πόλη μας, κατά συνέπεια δεν σεβαστήκαμε και τα ιστορικά στέκια της που αλλού τα κρατούν ανοιχτά με νύχια και με δόντια.
Το «Cafe Procope» στο Παρίσι λειτουργεί από το 1686. Το «Cafe Schwarzenberg» της Βιέννης λειτουργεί από τα τέλη του 19ου αιώνα, ως ένα μόνο από τα αιωνόβια καφέ μιας πόλης όπου η καθημερινή απόλαυση ενός ροφήματος ή ενός γλυκίσματος συνεπάγεται ένα ταξίδι στην πλούσια ιστορία της. To «Cafe Tambosi» εξυπηρετεί τους πελάτες του στο Μόναχο από το 1775. Και δεν είναι μόνο τα ιστορικά εστιατόρια και καφέ που σήμερα φιγουράρουν ως τουριστικές ατραξιόν παντού εκτός Ελλάδος, είναι και τα θέατρα (γεμάτο το Λονδίνο από σκηνές με ιστορία αιώνων) είναι και τα σπίτια επωνύμων, και τα παλιά βιβλιοπωλεία, και μια σειρά από κτίρια που έχουν γίνει μουσεία… Τι ανάλογο διαθέτει η Αθήνα πέραν του Αρχοντικού των Μπενιζέλων που αν δεν ενδιέφερε την Εκκλησία ως (πιθανή) οικία της Αγίας Φιλοθέης μπορεί και να μην είχε αναπαλαιωθεί ποτέ, και μερικών ακόμα κτιρίων που στέκονται όρθια σχεδόν από τύχη ή επειδή κάποιος «τρελός» έτυχε να ενδιαφερθεί; Γιατί αλήθεια εμείς ποτέ δεν επιδείξαμε τρυφερότητα και ενδιαφέρον για τα ιστορικά μας κτίρια ή τις ιστορικές επιχειρήσεις μας (καταστήματα, εργοστάσια, αποθήκες) που αφέθηκαν να κλείσουν, να ρημάξουν, να καταρρεύσουν;
Ισως επειδή όπως και οι παππούδες μας που ήρθαν εδώ από ανάγκη για να βρουν δουλειές και με την ελπίδα ότι θα φύγουν, ποτέ και εμείς δεν αγαπήσαμε αυτή την πόλη σαν να είναι δικιά μας. Ισως επειδή μάθαμε να την αντιμετωπίζουμε, να τη μεταχειριζόμαστε αν όχι με μίσος σίγουρα με αδιαφορία. Και επειδή σχεδόν καμία δημόσια αρχή, καμία κυβέρνηση, κανένας πολιτικός από εκείνους που κράτησαν για ένα διάστημα την τύχη της Αθήνας στα χέρια τους δεν εκπόνησε ένα σοβαρό σχέδιο αναπαλαίωσης-ανάπλασης των ιστορικών περιοχών και του κέντρου. Χρησιμοποιώ τη λέξη «σχεδόν», έχοντας στο μυαλό μου μόνο τη Μελίνα Μερκούρη. Που, όσο και αν έχει γίνει της μόδας η υποτίμηση της προσφορά της (πολλά τα λόγια αμφισβήτησης και απαξίωσης που ακούω και διαβάζω), αν δεν είχε περάσει από τον πολιτικό στίβο φοβάμαι πως σήμερα δεν θα είχε μείνει όρθιο ούτε ένα διατηρητέο.
Οπως αποχαιρετίσαμε και εξακολουθούμε να αποχαιρετούμε τα ιστορικά κτίρια μας, με την ίδια αδιαφορία αποχαιρετούμε και τις ιστορικές επιχειρήσεις της Αθήνας, από τα εστιατόρια ως τα θέατρά της. Αν το ήθελαν οι ιδιοκτήτες τους μπορεί και να τις διέσωζαν. Εχουν ευθύνη. Την ίδια στιγμή, αν ενδιαφερόταν και το κράτος, θεωρώντας πως εκτός από ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι μνημεία της πόλης τα οποία οφείλουμε να σεβαστούμε, μπορεί το λουκέτο να μην ήταν μονόδρομος. Μπορεί εστιατόρια όπως το «Ideal» και το «Κεντρικόν» να είχαν κηρυχθεί διατηρητέα. Μπορεί, παραδείγματος χάριν, το παλιό «Βιβλιοπωλείο της Εστίας» στην οδό Σταδίου 32 (στοά Νικολούδη) και ο γειτονικός «Λουμίδης» με το διάσημο πατάρι του όπου σύχναζαν οι πνευματικοί άνθρωποι της Αθήνας, να ήταν μουσεία.
Οπως, μουσεία μπορεί να ήταν σπίτια σαν το αρχοντικό στα Εξάρχεια όπου έζησε και αυτοκτόνησε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και που τώρα γκρεμίζονται εγκαταλειμμένα. Μπορεί, έξω από το μεγάλο σούπερ μάρκετ της οδού Πατησίων να μην ήταν σήμερα τοποθετημένη η πινακίδα που γράφει «Εδώ υπήρχε το Θέατρο Καλουτά», αλλά να υπήρχε ακόμα το Θέατρο Καλουτά...
Κοσμάς Βίδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου