Το γεγονός ότι σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία τα πολιτικά κόμματα διαφωνούν δεν συνιστά λόγο να ανησυχούμε και δεν αποτελεί είδηση. Και επειδή διαφωνούν, επόμενο είναι να...
χαρακτηρίζουν τις απόψεις και τις πράξεις των αντιπάλων τους λανθασμένες και να τις επικρίνουν. Οσο για μας τους απλούς πολίτες, είναι εξίσου φυσιολογικό να διχαζόμαστε, δηλαδή να παίρνουμε το μέρος του ενός και να τα βάζουμε με τον άλλο.
Ολα αυτά θα τα χαρακτήριζα διαχρονικά, προφανή και στοιχειώδη. Τότε γιατί ο διχασμός συγκαταλέγεται στα πολιτικά αμαρτήματα και ως τέτοιο καταγγέλλεται εν χορώ από όλους; Πού σταματάει η διαφωνία –απαραίτητο συστατικό της δημοκρατίας– και αρχίζει ο διχασμός; Για να βρούμε τις απαντήσεις πρέπει να ξεκινήσουμε με την εξής παραδοχή: ότι η καταγγελία του διχασμού μπορεί να προέρχεται από δύο εντελώς διαφορετικές ή ακόμα και διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πρώτης, η οποία διατυπώνεται από ανθρώπους που ασχολούνται με την πολιτική χωρίς να είναι πολιτικοί με τη στενή έννοια του όρου, το πρόβλημα δεν γεννιέται από την αντιπαράθεση αλλά από το ύφος της.
Διότι το ύφος δεν είναι το απλό περιτύλιγμα της άποψής μας αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το ουσιαστικό μήνυμα: ο λόγος γίνεται διχαστικός όταν υποκινεί την ωμή επιθετικότητα, την υστερία, τη μισαλλοδοξία, την απλούστευση. Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα, με εντυπωσίασε ένα σχόλιο του Αριστείδη Χατζή στην «Καθημερινή» πριν από μερικές εβδομάδες. Αν το διαβάσετε –και σας συνιστώ να το κάνετε– θα διαπιστώσετε κάτι πολύ σημαντικό για το θέμα μας: ότι ακόμα κι αν δεν συμφωνήσετε με όλα όσα λέει, οφείλετε να επιδοκιμάσετε την προσέγγισή του επειδή κατάφερε να κάνει κάτι πολύ δύσκολο και σπάνιο στη χώρα μας: να μιλάει για τον διχασμό χωρίς να τον αναπαράγει.
Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά και κυρίως το πρόβλημα με τον κομματικό λόγο της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί διχασμού και πόλωσης. Πρόκειται για αμάρτημα, μας λένε για να θαυμάσουμε την ευρύνοια και τη μετροπάθειά τους· το οποίο όμως βαραίνει πάντα τους αντιπάλους μας, ποτέ εμάς. Με άλλα λόγια, εκείνοι που συστηματικά διασπείρουν τον διχασμό, άνοιξαν ένα ακόμη μέτωπο καλώντας μας τώρα να διχαστούμε, επιθετικά, υστερικά, μισαλλόδοξα και απλουστευτικά, για το ποιος διχάζει περισσότερο.
Αν παραβλέψουμε τα πραγματικά συμφραζόμενα, η κίνηση αυτή, να λέμε κάτι και ταυτόχρονα να το υπονομεύουμε με τον τρόπο που το λέμε, παραπέμπει στην έννοια της ειρωνείας, όπως τη διακινούν οι ψαγμένοι μεταμοντέρνοι και αποδομιστές. Δεν νομίζω όμως ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Τα επικοινωνιακά επιτελεία του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας αξιοποιούν έναν από τους συνηθέστερους αυτοματισμούς της νεοελληνικής σκέψης: όταν το κάνεις εσύ είναι κακό, όταν το κάνω εγώ είναι καλό, ή έστω δικαιολογημένο. (Ολίγον άσχετο: έχετε προσέξει ότι στην Ελλάδα οποιαδήποτε παρέκκλιση από το ορθό δικαιολογείται πάντα ως νόμιμη άμυνα σε μια άδικη επίθεση;)
Οσο για τους πολιτικούς και τους συστρατευμένους κόκκινους και γαλάζιους δημοσιολογούντες, για ένα πράγμα μπορούμε να είμαστε σίγουροι: πως δεν θα έκαναν ό,τι κάνουν αν δεν τους συνέφερε. Φυσικά υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την τάση, ποιος ξέρει για ποιους λόγους, να αντιδρούν επιθετικά, υστερικά, μισαλλόδοξα και απλουστευτικά. Ομως στις μέρες μας, όπως ασκείται η πολιτική καθ’ υπόδειξη επικοινωνιολόγων, ψηφολόγων και πάσης μορφής ειδικών, υπερισχύει τελικά εκείνο που φέρνει περισσότερες ψήφους από όσες διώχνει. Κι αυτό θέτει προς συζήτηση ένα ερώτημα συνυφασμένο με τη φύση της δημοκρατίας: Μπορούν οι πολιτικοί να επικρίνουν τον διχαστικό λόγο όταν τον αποζητούν και τον επιβραβεύουν οι οπαδοί τους; Ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο;
Θα ήταν λάθος και άδικο να επιρρίψουμε την ευθύνη στον «λαό». Διότι η σχέση πολιτικών και ψηφοφόρων είναι αμφίδρομη και περίπλοκη. Νομίζω όμως ότι πρέπει κάπου κάπου να κοιταζόμαστε όλοι στον καθρέφτη. Ναι, οι ιδιοτελείς πολιτικοί λένε ό,τι εμείς θέλουμε να ακούσουμε. Αλλά, η μισή ντροπή δική τους και η μισή δική μας. Ή, αλλιώς, έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν. Πολλοί έχουν εκφράσει την προσδοκία ότι η κρίση, αυτή η αφάνταστα επώδυνη δοκιμασία, θα μας απαλλάξει από τις παθογένειές μας. Μέχρις ενός σημείου δικαιώθηκαν.
Κανείς δεν πιστεύει ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στις παλιές καλές μέρες. Ταυτόχρονα όμως κάποιες άλλες, πιο βαθιά ριζωμένες, που έχουν να κάνουν με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της νεοελληνικής ιδεολογίας, αντί να εκλείψουν ενισχύθηκαν. Οπως για παράδειγμα να παθιαζόμαστε για πράγματα που αρνούμαστε να υποβάλουμε στον έλεγχο της κριτικής σκέψης και να καταναλώνουμε φαιά ουσία όχι για να προσαρμόσουμε τις αρχικές μας πεποιθήσεις στην πραγματικότητα, αλλά για να δικαιολογήσουμε την εμμονή μας σ’ αυτές...
Γιώργος Γιαννουλόπουλος
χαρακτηρίζουν τις απόψεις και τις πράξεις των αντιπάλων τους λανθασμένες και να τις επικρίνουν. Οσο για μας τους απλούς πολίτες, είναι εξίσου φυσιολογικό να διχαζόμαστε, δηλαδή να παίρνουμε το μέρος του ενός και να τα βάζουμε με τον άλλο.
Ολα αυτά θα τα χαρακτήριζα διαχρονικά, προφανή και στοιχειώδη. Τότε γιατί ο διχασμός συγκαταλέγεται στα πολιτικά αμαρτήματα και ως τέτοιο καταγγέλλεται εν χορώ από όλους; Πού σταματάει η διαφωνία –απαραίτητο συστατικό της δημοκρατίας– και αρχίζει ο διχασμός; Για να βρούμε τις απαντήσεις πρέπει να ξεκινήσουμε με την εξής παραδοχή: ότι η καταγγελία του διχασμού μπορεί να προέρχεται από δύο εντελώς διαφορετικές ή ακόμα και διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις. Σύμφωνα με το σκεπτικό της πρώτης, η οποία διατυπώνεται από ανθρώπους που ασχολούνται με την πολιτική χωρίς να είναι πολιτικοί με τη στενή έννοια του όρου, το πρόβλημα δεν γεννιέται από την αντιπαράθεση αλλά από το ύφος της.
Διότι το ύφος δεν είναι το απλό περιτύλιγμα της άποψής μας αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το ουσιαστικό μήνυμα: ο λόγος γίνεται διχαστικός όταν υποκινεί την ωμή επιθετικότητα, την υστερία, τη μισαλλοδοξία, την απλούστευση. Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα, με εντυπωσίασε ένα σχόλιο του Αριστείδη Χατζή στην «Καθημερινή» πριν από μερικές εβδομάδες. Αν το διαβάσετε –και σας συνιστώ να το κάνετε– θα διαπιστώσετε κάτι πολύ σημαντικό για το θέμα μας: ότι ακόμα κι αν δεν συμφωνήσετε με όλα όσα λέει, οφείλετε να επιδοκιμάσετε την προσέγγισή του επειδή κατάφερε να κάνει κάτι πολύ δύσκολο και σπάνιο στη χώρα μας: να μιλάει για τον διχασμό χωρίς να τον αναπαράγει.
Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά και κυρίως το πρόβλημα με τον κομματικό λόγο της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί διχασμού και πόλωσης. Πρόκειται για αμάρτημα, μας λένε για να θαυμάσουμε την ευρύνοια και τη μετροπάθειά τους· το οποίο όμως βαραίνει πάντα τους αντιπάλους μας, ποτέ εμάς. Με άλλα λόγια, εκείνοι που συστηματικά διασπείρουν τον διχασμό, άνοιξαν ένα ακόμη μέτωπο καλώντας μας τώρα να διχαστούμε, επιθετικά, υστερικά, μισαλλόδοξα και απλουστευτικά, για το ποιος διχάζει περισσότερο.
Αν παραβλέψουμε τα πραγματικά συμφραζόμενα, η κίνηση αυτή, να λέμε κάτι και ταυτόχρονα να το υπονομεύουμε με τον τρόπο που το λέμε, παραπέμπει στην έννοια της ειρωνείας, όπως τη διακινούν οι ψαγμένοι μεταμοντέρνοι και αποδομιστές. Δεν νομίζω όμως ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Τα επικοινωνιακά επιτελεία του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας αξιοποιούν έναν από τους συνηθέστερους αυτοματισμούς της νεοελληνικής σκέψης: όταν το κάνεις εσύ είναι κακό, όταν το κάνω εγώ είναι καλό, ή έστω δικαιολογημένο. (Ολίγον άσχετο: έχετε προσέξει ότι στην Ελλάδα οποιαδήποτε παρέκκλιση από το ορθό δικαιολογείται πάντα ως νόμιμη άμυνα σε μια άδικη επίθεση;)
Οσο για τους πολιτικούς και τους συστρατευμένους κόκκινους και γαλάζιους δημοσιολογούντες, για ένα πράγμα μπορούμε να είμαστε σίγουροι: πως δεν θα έκαναν ό,τι κάνουν αν δεν τους συνέφερε. Φυσικά υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την τάση, ποιος ξέρει για ποιους λόγους, να αντιδρούν επιθετικά, υστερικά, μισαλλόδοξα και απλουστευτικά. Ομως στις μέρες μας, όπως ασκείται η πολιτική καθ’ υπόδειξη επικοινωνιολόγων, ψηφολόγων και πάσης μορφής ειδικών, υπερισχύει τελικά εκείνο που φέρνει περισσότερες ψήφους από όσες διώχνει. Κι αυτό θέτει προς συζήτηση ένα ερώτημα συνυφασμένο με τη φύση της δημοκρατίας: Μπορούν οι πολιτικοί να επικρίνουν τον διχαστικό λόγο όταν τον αποζητούν και τον επιβραβεύουν οι οπαδοί τους; Ο πελάτης δεν έχει πάντα δίκιο;
Θα ήταν λάθος και άδικο να επιρρίψουμε την ευθύνη στον «λαό». Διότι η σχέση πολιτικών και ψηφοφόρων είναι αμφίδρομη και περίπλοκη. Νομίζω όμως ότι πρέπει κάπου κάπου να κοιταζόμαστε όλοι στον καθρέφτη. Ναι, οι ιδιοτελείς πολιτικοί λένε ό,τι εμείς θέλουμε να ακούσουμε. Αλλά, η μισή ντροπή δική τους και η μισή δική μας. Ή, αλλιώς, έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν. Πολλοί έχουν εκφράσει την προσδοκία ότι η κρίση, αυτή η αφάνταστα επώδυνη δοκιμασία, θα μας απαλλάξει από τις παθογένειές μας. Μέχρις ενός σημείου δικαιώθηκαν.
Κανείς δεν πιστεύει ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στις παλιές καλές μέρες. Ταυτόχρονα όμως κάποιες άλλες, πιο βαθιά ριζωμένες, που έχουν να κάνουν με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της νεοελληνικής ιδεολογίας, αντί να εκλείψουν ενισχύθηκαν. Οπως για παράδειγμα να παθιαζόμαστε για πράγματα που αρνούμαστε να υποβάλουμε στον έλεγχο της κριτικής σκέψης και να καταναλώνουμε φαιά ουσία όχι για να προσαρμόσουμε τις αρχικές μας πεποιθήσεις στην πραγματικότητα, αλλά για να δικαιολογήσουμε την εμμονή μας σ’ αυτές...
Γιώργος Γιαννουλόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου