Το δημοψήφισμα στη Βόρεια Μακεδονία για την αποδοχή της Συμφωνίας των Πρεσπών κατέληξε σε ένα αμφίσημο αποτέλεσμα. Πλέον...
παρακολουθούμε τη μάχη των ερμηνειών. Επί της ουσίας, όμως, για ποιους λόγους ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στη γειτονική χώρα απορρίπτει τη Συμφωνία των Πρεσπών;
Αν στην Ελλάδα πολλοί μιλούν για «υποχώρηση» από τις εθνικές θέσεις, πώς εξηγείται ότι η άλλη πλευρά δυσφορεί ακόμη περισσότερο;
Το πρώτο ζήτημα είναι πως ακόμα και όσοι υποστηρίζουν τη συμφωνία ως έναν αναγκαίο συμβιβασμό, ομολογούν τη δυσκολία τους να αποδεχτούν συναισθηματικά την αλλαγή του ονόματος της χώρας τους και μάλιστα υπό την πίεση ενός ξένου κράτους.
Εως σήμερα πίστευαν ότι η λύση θα ήταν μια διπλή ονομασία, όπου το συνταγματικό τους όνομα θα διατηρούνταν για όλες τις χρήσεις πλην των σχέσεων με την Ελλάδα. Η συμφωνία για ένα νέο όνομα erga omnes δεν ήταν αναμενόμενη.
Στην πρόσφατη ομιλία του στον ΟΗΕ ο πρόεδρος Ιβανοφ δήλωσε: «Η Συμφωνία των Πρεσπών δίνει στην Ελλάδα την υπεροχή να επεμβαίνει στην πολιτική ανεξαρτησία της Μακεδονίας, παραβιάζει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των Μακεδόνων και υποβαθμίζει την κυριαρχία του κράτους και του Συντάγματός μας». Μίλησε μάλιστα για «ιστορική αυτοκτονία».
Στην Ελλάδα, όπου επικρατούν στερεότυπα περί «τεχνητού έθνους», το αίσθημα ταυτότητας των Μακεδόνων υποτιμάται. Πρόκειται όμως για μια εμπεδωμένη εθνική ταυτότητα, όπως όλες οι άλλες, διαμορφωμένες σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες τούς τελευταίους δύο αιώνες.
Ενα άλλο ζήτημα που ενοχλεί και προβληματίζει στη συμφωνία είναι η διάκριση του τι σημαίνει Μακεδονία για τα δύο κράτη/έθνη και κυρίως η επισήμανση του άρθρου 7.4 ότι: «η επίσημη γλώσσα και τα άλλα χαρακτηριστικά [της ΠΓΔΜ] δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής [της Ελλάδας].»
Η σαφής αποποίηση κάθε σχέσης με την αρχαία και τη νεότερη Μακεδονία της ελληνικής επικράτειας δημιουργεί αντιδράσεις. Η εθνική αφήγηση μετά την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας έδινε όλο και μεγαλύτερη έμφαση στην αρχαιότητα.
Επί Γκρούεφσκι η τάση του «εξαρχαϊσμού» έγινε επίσημη ιδεολογία του κράτους, σε σημείο που εξοβελίστηκαν οι αναφορές στη σλαβική καταγωγή του έθνους.
Απέναντι στα επιχειρήματα της Ελλάδας ότι ένας σλαβικός λαός δεν μπορεί να έχει σχέση με την αρχαία Μακεδονία, η λύση ήταν να αρνηθούν τον σλαβισμό και να επικαλούνται μια απευθείας καταγωγή από τους αρχαίους Μακεδόνες. Τα προηγούμενα χρόνια, ο όρος «Σλάβοι» έφτασε να θεωρείται προσβλητικός.
Απέναντι στην αναθεώρηση της εθνικής αφήγησης από τους εθνικιστές του VMRO-DPMNE, οι σοσιαλδημοκράτες, οι αριστεροί και οι φιλελεύθεροι είχαν αναπτύξει έναν ρητό αντι-εθνικιστικό λόγο. Αρνούνταν τους μύθους περί αρχαίας καταγωγής και επέμεναν στη σλαβική καταγωγή και κουλτούρα (τον συνδετικό ιστό της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας).
Ομως οι ιδεολογικο-πολιτικές αυτές συγκρούσεις δεν άγγιξαν το σύνολο του πληθυσμού. Η επιστροφή στη σλαβική ταυτότητα με την άνοδο των σοσιαλδημοκρατών του Ζάεφ είναι πολύ πρόσφατη.
Πολλοί δυσκολεύονται να αποδεχτούν τον απόλυτο αυτό διαχωρισμό μεταξύ ελληνικής αρχαιότητας και σλαβικής Βόρειας Μακεδονίας.
Τα σημεία αυτά της συμφωνίας δεν γίνονται αποδεκτά από όσους δεν αξιολογούν ως ισχυρότερο διακύβευμα την ένταξη στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ και κατ’ επέκταση (όπως προσδοκούν) την έξοδο της χώρας από την απομόνωση και την υπανάπτυξη.
Το γεγονός ότι ο προσανατολισμός της χώρας έχει γίνει αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ-Ε.Ε. και Ρωσίας δημιουργεί ανησυχία. Και δεν αποκλείεται, όχι μόνο η ιντερνετική προπαγάνδα, αλλά κυρίως οι διεθνείς πιέσεις, από τη μία, και οι απειλές της Ρωσίας, από την άλλη, να έπαιξαν ρόλο στην απροθυμία κάποιων πολιτών να υπερψηφίσουν τη συμφωνία.
Μια κρίσιμη παράμετρος των εξελίξεων είναι οι ψηφοφόροι της αλβανικής κοινότητας. Ολα τα αλβανικά κόμματα έχουν συστρατευτεί υπέρ της συμφωνίας.
Στόχος τους είναι η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., ώστε να επιτευχθεί η de facto κατάργηση των συνόρων και άρα η ειρηνική ενοποίηση των αλβανικών περιοχών στα Δυτικά Βαλκάνια. Η ευρωπαϊκή προοπτική αποτελεί τη μόνη κοινή προσδοκία μεταξύ (σλαβο-)Μακεδόνων και Αλβανών για το μέλλον του κράτους.
Αν η ένταξη στην Ε.Ε. δεν προχωρήσει, τότε θεωρείται πιθανή η ανάπτυξη φυγόκεντρων, αποσχιστικών τάσεων στην αλβανική κοινότητα.
Οι πρόσφατες συζητήσεις μεταξύ Κοσόβου και Σερβίας για το ενδεχόμενο ανταλλαγής εδαφών δημιουργούν σενάρια για άλλες αντίστοιχες διευθετήσεις. Το ενδεχόμενο αυτό φαίνεται να έπαιξε ρόλο στη μη συμμετοχή μέρους των Αλβανών ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα.
Πράγματι, ενώ οι Αλβανοί αναμενόταν να ψηφίσουν μαζικά το «ναι», η συμμετοχή τους ήταν τελικά κοντά στον μέσο όρο, με λίγες εξαιρέσεις.
Το μεγαλύτερο αλβανικό κόμμα και βασικός κυβερνητικός εταίρος, το DUI, έχει χάσει μέρος της επιρροής του και άρα τη δυνατότητα να κινητοποιεί τους ψηφοφόρους.
Η επόμενη μέρα αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά. Αν δεν επιτευχθεί αυξημένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, ο Ζάεφ θα προσφύγει σε εκλογές στα τέλη Νοεμβρίου. Στην πολιτική οι αστάθμητοι παράγοντες είναι μέρος του παιχνιδιού.
Οσοι στην Ελλάδα απορρίπτουν τη συμφωνία ας αναλογιστούν το εξής: αν αυτή δεν γίνεται αποδεκτή από τον γειτονικό λαό, πόσο εφικτό είναι να γίνει αποδεκτή μια ακόμη ευνοϊκότερη για την Ελλάδα;
Αθηνά Σκουλαρίκη
επίκουρη καθηγήτρια, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
efsyn.gr
παρακολουθούμε τη μάχη των ερμηνειών. Επί της ουσίας, όμως, για ποιους λόγους ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στη γειτονική χώρα απορρίπτει τη Συμφωνία των Πρεσπών;
Αν στην Ελλάδα πολλοί μιλούν για «υποχώρηση» από τις εθνικές θέσεις, πώς εξηγείται ότι η άλλη πλευρά δυσφορεί ακόμη περισσότερο;
Το πρώτο ζήτημα είναι πως ακόμα και όσοι υποστηρίζουν τη συμφωνία ως έναν αναγκαίο συμβιβασμό, ομολογούν τη δυσκολία τους να αποδεχτούν συναισθηματικά την αλλαγή του ονόματος της χώρας τους και μάλιστα υπό την πίεση ενός ξένου κράτους.
Εως σήμερα πίστευαν ότι η λύση θα ήταν μια διπλή ονομασία, όπου το συνταγματικό τους όνομα θα διατηρούνταν για όλες τις χρήσεις πλην των σχέσεων με την Ελλάδα. Η συμφωνία για ένα νέο όνομα erga omnes δεν ήταν αναμενόμενη.
Στην πρόσφατη ομιλία του στον ΟΗΕ ο πρόεδρος Ιβανοφ δήλωσε: «Η Συμφωνία των Πρεσπών δίνει στην Ελλάδα την υπεροχή να επεμβαίνει στην πολιτική ανεξαρτησία της Μακεδονίας, παραβιάζει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των Μακεδόνων και υποβαθμίζει την κυριαρχία του κράτους και του Συντάγματός μας». Μίλησε μάλιστα για «ιστορική αυτοκτονία».
Στην Ελλάδα, όπου επικρατούν στερεότυπα περί «τεχνητού έθνους», το αίσθημα ταυτότητας των Μακεδόνων υποτιμάται. Πρόκειται όμως για μια εμπεδωμένη εθνική ταυτότητα, όπως όλες οι άλλες, διαμορφωμένες σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες τούς τελευταίους δύο αιώνες.
Ενα άλλο ζήτημα που ενοχλεί και προβληματίζει στη συμφωνία είναι η διάκριση του τι σημαίνει Μακεδονία για τα δύο κράτη/έθνη και κυρίως η επισήμανση του άρθρου 7.4 ότι: «η επίσημη γλώσσα και τα άλλα χαρακτηριστικά [της ΠΓΔΜ] δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής [της Ελλάδας].»
Η σαφής αποποίηση κάθε σχέσης με την αρχαία και τη νεότερη Μακεδονία της ελληνικής επικράτειας δημιουργεί αντιδράσεις. Η εθνική αφήγηση μετά την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας έδινε όλο και μεγαλύτερη έμφαση στην αρχαιότητα.
Επί Γκρούεφσκι η τάση του «εξαρχαϊσμού» έγινε επίσημη ιδεολογία του κράτους, σε σημείο που εξοβελίστηκαν οι αναφορές στη σλαβική καταγωγή του έθνους.
Απέναντι στα επιχειρήματα της Ελλάδας ότι ένας σλαβικός λαός δεν μπορεί να έχει σχέση με την αρχαία Μακεδονία, η λύση ήταν να αρνηθούν τον σλαβισμό και να επικαλούνται μια απευθείας καταγωγή από τους αρχαίους Μακεδόνες. Τα προηγούμενα χρόνια, ο όρος «Σλάβοι» έφτασε να θεωρείται προσβλητικός.
Απέναντι στην αναθεώρηση της εθνικής αφήγησης από τους εθνικιστές του VMRO-DPMNE, οι σοσιαλδημοκράτες, οι αριστεροί και οι φιλελεύθεροι είχαν αναπτύξει έναν ρητό αντι-εθνικιστικό λόγο. Αρνούνταν τους μύθους περί αρχαίας καταγωγής και επέμεναν στη σλαβική καταγωγή και κουλτούρα (τον συνδετικό ιστό της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας).
Ομως οι ιδεολογικο-πολιτικές αυτές συγκρούσεις δεν άγγιξαν το σύνολο του πληθυσμού. Η επιστροφή στη σλαβική ταυτότητα με την άνοδο των σοσιαλδημοκρατών του Ζάεφ είναι πολύ πρόσφατη.
Πολλοί δυσκολεύονται να αποδεχτούν τον απόλυτο αυτό διαχωρισμό μεταξύ ελληνικής αρχαιότητας και σλαβικής Βόρειας Μακεδονίας.
Τα σημεία αυτά της συμφωνίας δεν γίνονται αποδεκτά από όσους δεν αξιολογούν ως ισχυρότερο διακύβευμα την ένταξη στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ και κατ’ επέκταση (όπως προσδοκούν) την έξοδο της χώρας από την απομόνωση και την υπανάπτυξη.
Το γεγονός ότι ο προσανατολισμός της χώρας έχει γίνει αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ-Ε.Ε. και Ρωσίας δημιουργεί ανησυχία. Και δεν αποκλείεται, όχι μόνο η ιντερνετική προπαγάνδα, αλλά κυρίως οι διεθνείς πιέσεις, από τη μία, και οι απειλές της Ρωσίας, από την άλλη, να έπαιξαν ρόλο στην απροθυμία κάποιων πολιτών να υπερψηφίσουν τη συμφωνία.
Μια κρίσιμη παράμετρος των εξελίξεων είναι οι ψηφοφόροι της αλβανικής κοινότητας. Ολα τα αλβανικά κόμματα έχουν συστρατευτεί υπέρ της συμφωνίας.
Στόχος τους είναι η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., ώστε να επιτευχθεί η de facto κατάργηση των συνόρων και άρα η ειρηνική ενοποίηση των αλβανικών περιοχών στα Δυτικά Βαλκάνια. Η ευρωπαϊκή προοπτική αποτελεί τη μόνη κοινή προσδοκία μεταξύ (σλαβο-)Μακεδόνων και Αλβανών για το μέλλον του κράτους.
Αν η ένταξη στην Ε.Ε. δεν προχωρήσει, τότε θεωρείται πιθανή η ανάπτυξη φυγόκεντρων, αποσχιστικών τάσεων στην αλβανική κοινότητα.
Οι πρόσφατες συζητήσεις μεταξύ Κοσόβου και Σερβίας για το ενδεχόμενο ανταλλαγής εδαφών δημιουργούν σενάρια για άλλες αντίστοιχες διευθετήσεις. Το ενδεχόμενο αυτό φαίνεται να έπαιξε ρόλο στη μη συμμετοχή μέρους των Αλβανών ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα.
Πράγματι, ενώ οι Αλβανοί αναμενόταν να ψηφίσουν μαζικά το «ναι», η συμμετοχή τους ήταν τελικά κοντά στον μέσο όρο, με λίγες εξαιρέσεις.
Το μεγαλύτερο αλβανικό κόμμα και βασικός κυβερνητικός εταίρος, το DUI, έχει χάσει μέρος της επιρροής του και άρα τη δυνατότητα να κινητοποιεί τους ψηφοφόρους.
Η επόμενη μέρα αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά. Αν δεν επιτευχθεί αυξημένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, ο Ζάεφ θα προσφύγει σε εκλογές στα τέλη Νοεμβρίου. Στην πολιτική οι αστάθμητοι παράγοντες είναι μέρος του παιχνιδιού.
Οσοι στην Ελλάδα απορρίπτουν τη συμφωνία ας αναλογιστούν το εξής: αν αυτή δεν γίνεται αποδεκτή από τον γειτονικό λαό, πόσο εφικτό είναι να γίνει αποδεκτή μια ακόμη ευνοϊκότερη για την Ελλάδα;
Αθηνά Σκουλαρίκη
επίκουρη καθηγήτρια, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου